Μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες συγγραφείς στον χώρο του παιδικού βιβλίου είναι και η Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρελή. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι έχει τιμηθεί με το Βραβείο Λογοτεχνίας για Παιδιά από την Ακαδημία Αθηνών, το 1980, για το σύνολο του έργου της, ενώ το 2005 η Εκκλησία της Ελλάδας την τίμησε για την προσφορά της στα ερτζιανά κύματα και στην παιδική λογοτεχνία.
Σε αυτές τις γραμμές θα μιλήσουμε για ένα από τα πολλά βιβλία της που κυκλοφορούν αυτή την στιγμή στα βιβλιοπωλεία. Ο τίτλος του είναι «Καπετάν Κώττας» ενώ την εικονογράφηση του έχει επιμεληθεί η Διατσέντα Παρίση. Το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1969 από τις εκδόσεις Πάπυρος, όμως, από το 1992 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, στην σειρά Γαλάζιο Δελφίνι -βιβλία για παιδιά από 11 ετών- σε επανειλημμένες ανατυπώσεις.
Στην αρχή του βιβλίου η πολυγραφότατη συγγραφέας μας μεταφέρει στην Ανατολική Μακεδονία, κάπου κοντά στην Φλώρινα, πριν πολλά πολλά χρόνια… λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα…
…
Το βουνό Βαρνούς, που ήταν πίσω από τις πλάτες της Φλώρινας, κύρτωσε να δει κι εκείνο, να χαρεί. Οι δυο στητές κορφές του, το Βίτσι και το Περιστέρι, σκίζαν μαχαίρια ίδια τον ουρανό. Κι όπως ο ήλιος ξεθυμασμένος πια έπεφτε απάνω τους, πήρανε τούτα τα περήφανα βουνά λιωμένου ατσαλιού χρώμα.
Οι βαθιές χαράδρες που έχασκαν κατάσπαρτες από χαρούμενα χωριά, γλύκαιναν τούτη την ώρα του δειλινού.
Να ζήσει ο Κωνσταντίνος!
Όπως το κρασί κυλούσε κι η τσίκνα από τα αρνιά που ψήνονταν γιόμιζε τον τόπο, γερόντοι, νιοι και πιο νιοι εύχονταν:
– Να ζήσει ο Κωνσταντίνος για τους γονιούς του και για μας!
– Και για μας να ζήσει! Ευχήθηκαν τα βουνά της Μακεδονίας, όπως γίνανε το κρεβάτι του μισοκοιμισμένου ήλιου. Ήταν άνοιξη του 1860.
Κι ήταν τα πρώτα βαφτίσια του παιδιού. Τα δεύτερα γίναν πολύ αργότερα. Τότες που νονός ήτανε ο βασανισμένος λαός της Μακεδονίας και ονομάτισε τον Κωνσταντίνο, Καπετάν-Κώττα…
…
…ο Καπετάν Κώττας, ή στο πιο επίσημο Κωνσταντίνος Χρήστου. Άρχοντας γεννήθηκε, Μουχτάρης (Πρόεδρος κοινότητας) είχε γίνει στην Ρούλια -στις μέρες μας λέγεται Κώττα προς τιμήν του- το χωριό που γεννήθηκε και ανδρώθηκε, δουλευτής και νοικοκύρης ήτανε αλλά έμελλε να γίνει κάτι πολύ πολύ μεγάλο… να γίνει ένας από αυτούς που έδωσαν όλη τους την ζωή και κάθε σταλιά του αίματος τους για τον τόπο αυτό, για την πατρίδα τους, για την Ελλάδα. Έμελλε να περάσει στο πάνθεον των ηρώων και το όνομα του να είναι γραμμένο σε κάποιες από τις πιο σημαντικές σελίδες της ιστορίας μας.
Ο πόνος και η εξαθλίωση του βασανισμένου του λαού, πότισε την ψυχή και το πνεύμα του αναγκάζοντας τον να αλλάξει ζωή και να δράσει…
…
Κι εμείς, Κώτσο μου, θ’ αφήσουμε τώρα την τσάπα, θα πάρουμε το μαυροβουνιώτικο σιδερικό και θα σκοτώσουμε τους μπέηδες που κατατυραννάνε τα χωριά μας. Θα φοβούνται να κάνουνε την ατιμία πια. Έτσι θα πάρει θάρρος κι ο πατέρας ο ραγιάς και θα διαφεντέψει και κείνος την τιμή του σπιτιού του. Σιγά σιγά τα ντουφέκια θα γίνουν πολλά. Και θα ‘ρθει ώρα που θα μετρηθούνε με τα δικά τους ντουφέκια. Αυτοί στα σίγουρα θα ‘χουνε πιότερα. Μα εμείς έχουμε το δίκιο με το μέρος μας. Κι αλλιώτικα είναι -δεν το καταλαβαίνεις μωρέ Κώτσο- αλλιώτικα είναι σαν είναι το δίκιο δικό σου.
…
…αυτά είπε με τον εαυτό του και βγήκε στο βουνό αφήνοντας πίσω την βολή του και τις αναίμακτες ημέρες δίπλα στην οικογένεια και το βιός του. Το παλικάρι των Πρεσπών, που πριν ακόμα ολοκληρώσει τον αγώνα του, το σπίτι του είχε γίνει -από το πιο πλούσιο που ήταν- ένα από τα πιο φτωχά του χωριού (σημάδι του λαμπρού χαρακτήρα του). Ο ήρωας που τα έβαλε με Βούλγαρους και με Τούρκους προσπαθώντας να ανατείλει ένας πιο φωτεινός ήλιος για τους συμπατριώτες του.
Το «Καπετάν Κώττας» της Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη, είναι ένας ύμνος σε αυτόν τον αγωνιστή αλλά και σε κάθε ανιδιοτελή Έλληνα που έδωσε -άλλος λίγο άλλος πολύ- κάτι για αυτόν τον τόπο. Απόλυτα επίκαιρο -40 χρόνια μετά την συγγραφή του- όχι μόνο γιατί η ελληνικότητα της Μακεδονίας κάθε τόσο αμφισβητείται από κάποιους “καλούς” γείτονες αλλά και γιατί στις δύσκολες ώρες που περνά η πατρίδα ο Καπετάν Κώττας πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα αλτρουισμού, ήθους, τιμιότητας, γενναιότητας και αγωνιστικότητας.
Μπορεί το καντήλι του να έσβησε στις 27 Σεπτεμβρίου 1905 -όταν απαγχονίστηκε από τους Τούρκους στο Μοναστήρι- αλλά το φως του διαπερνά τα σκοτάδια και φτάνει μέχρι εμάς καλώντας μας να αγωνιστούμε ακολουθώντας το δικό του παράδειγμα ώστε η πατρίδα να ξεπεράσει τους σημερινούς υφάλους και οι κόποι όλων όσων αγωνίστηκαν στο παρελθόν γι’ αυτήν να μην πάνε χαμένοι.
Η ταλαντούχα συγγραφέας μαγεύει τον αναγνώστη με την λογοτεχνική της γλώσσα, τον συγκινεί με τα περιστατικά που εξιστορεί, τον προτρέπει σε δράση και του δίνει και μια ακτίδα ελπίδας… Η Ελλάδα έχει από μέσα της μια δύναμη, που πάντα την κράτησε στα πόδια της, όσο κι αν τρικλίζουν καμιά φορά αυτά τα πόδια. Το θέμα είναι αν θα τύχει σε μας η τιμή να τη βοηθήσουμε, αν θα ‘μαστε εμείς εκείνοι που διάλεξε ο Θεός γι’ αυτή τη δουλειά. Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Σήμερα που τόσα γίνονται και ακούγονται στα Βαλκάνια, έχουμε χρέος να φωνάξουμε σ’ ολόκληρο τον κόσμο την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Να μάθουν όλοι, και προπαντός οι νέοι, πώς πολέμησαν τα παιδιά της για τη λευτεριά του τόπου τους, πώς τα έβγαλαν πέρα με δυο εχθρούς δυνατούς, και μ’ άλλους χίλιους: το κρύο, την πείνα, τη φτώχεια, τον κατατρεγμό, το ξύλο, τους σκοτωμούς.
Η Γαλάτεια Σουρέλη, με τρόπο μοναδικό, τραγουδάει το Μακεδονικό Αγώνα και το δέντρο της Λευτεριάς που άνθισε με μύριες θυσίες, αλλά άνθισε.