Αθήνα, αρχές φθινοπώρου, 1892μ.Χ. Η δεκαεπτάχρονη Ελπίδα, όντας στην τελευταία τάξη του Διδασκαλείου, αποφάσισε να συνεχίσει την εκπαίδευση της στο Αρσάκειο, ως εσωτερική όμως…
…
Αύριο θα κλειστώ στο Αρσάκειο. Φέτος τελειώνω το Διδασκαλείο και πήρα -μόνη μου- την απόφαση να μπω εσωτερική, «σύσσιτη», με 110 δραχμές και 35 λεπτά το χρόνο. (Σε ενημερώνω και πόσο θα μας στοιχίσει!)
Εκείνο που θα μου στοιχίσει όμως περισσότερο είναι η κλεισούρα, ακόμα κι αν είμαι έγκλειστη στον «Κήπο των Μουσών», όπως σου αρέσει να λες το Αρσάκειο.
Θ’ αναρωτιέσαι δικαίως: «Τότε γιατί;».
Δε θα μπορούσα να συνεχίσω να φοιτώ ως εξωτερική; Ή έστω «ημισύσσιτη», δηλαδή να γευματίζω στο σχολείο και να φεύγω το απόγευμα στις τέσσερις; Κι αφού μου αρέσει το χουζούρι, γιατί διάλεξα να κοιμάμαι σ’ έναν ψυχρό κοιτώνα και να ξυπνώ αχάραγα, σαν να είμαι ο γαλατάς της γειτονιάς;
…
Τι είναι αυτό που ώθησε την νεαρή κοπέλα να συνεχίσει τις σπουδές της ως έγκλειστη; Οι γονείς της είναι στα πρόθυρα του χωρισμού και δεν μπορεί να αντέξει το κλίμα του σπιτιού της που είναι πιο ψυχρό και από τον κοιτώνα του Αρσακείου! Μοναδική της παρηγοριά ο φίλος της ο Στέφανος, με τον οποίο όμως επικοινωνεί μέσω του ταχυδρομείου μιας και εκείνος είναι φοιτητής στη Σορβόννη, όπου σπουδάζει πολιτικές επιστήμες.
Η σχολική χρονιά ξεκίνησε και την πρώτη κιόλας μέρα η Ελπίδα έκανε μια νέα φίλη που θα μετατρέψει τις γκρίζες μέρες του φθινοπώρου και του εγκλεισμού σε πολύχρωμες στιγμές γεμάτες γέλια και ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Το όνομα της Αλεξανδριανή και είναι άρτι αφιχθείσα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ευαίσθητη η Αλεξανδριανή, ανθεκτική η Ελπίδα, έδεσαν και έγιναν ένα αχώριστο δίδυμο.
Για πότε πέρασαν οι μήνες ούτε που το κατάλαβαν οι δύο δεσποινίδες. Έφτασε αλίμονο, όμως, ο Φλεβάρης του 1893. Η Αλεξανδριανή εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Αρσάκειο και την Ελλάδα. Στο Παρίσι βρίσκεται ένας διάσημος καρδιολόγος στον οποίο εναποθέτει εκείνη και οι γονείς της όλες τους τις ελπίδες. Όσο για την Ελπίδα που έμεινε πίσω…
…
Η Ελπίδα δεν το έδειχνε, μα ήταν πολύ φοβισμένη. Απομονώθηκε. Σχεδόν βουβή τις πρώτες μέρες περίμενε, σαν να βρισκόταν στο σκοτάδι, κάποια χαραμάδα να φανεί, να φέξει. Δεν το φανταζόταν πόσο οδυνηρός, πόσο δύσκολος θα ήταν ο χωρισμός από την αγαπημένη της φίλη. «Ο Θεός δεν κλείνει μια πόρτα, αν δεν ανοίξει μια άλλη». Έτσι δεν της επαναλάμβανε η Αλεξανδριανή; Που βρισκόταν λοιπόν αυτή η αόρατη πόρτα;
…
Βρέθηκε τελικά αυτή η πόρτα, ή η τόσο δυνατή αλλά σύντομη φιλία των δύο κοριτσιών θα σβήσει από τον αναγκαστικό χωρισμό και την απόσταση; Θα μου πείτε σιγά την απόσταση! Μην ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα. Τότε το Παρίσι και η Αθήνα δεν ήταν ακριβώς στην ίδια γειτονιά όπως στις μέρες μας, λόγω αεροπλάνων και internet. Το τι θα γίνει με αυτή την φιλιά αλλά και πολλά πολλά άλλα άκρως ενδιαφέροντα και γοητευτικά θα τα μάθετε, φυσικά, όταν διαβάσετε το «Καλημέρα, Ελπίδα», της Αγγελικής Βαρελλά!
Στο εφηβικό αυτό μυθιστόρημα -κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2003 από τις εκδόσεις Πατάκη με εικονογράφηση της Έλλης Σολομωνίδη Μπαλάνου- θα ρίξουμε πολλές ματιές στον χώρο της κοινωνίας αλλά και της πολιτικής σχηματίζοντας έτσι μια λεπτομερή εικόνα του κλίματος της εποχής. Μιας εποχής που ο Δροσίνης και ο Παλαμάς είναι δύο πρόσωπα που μπορείς να συναντήσεις στο δρόμο και να ανταλλάξεις την “καλημέρα” σου μαζί τους. Που ο Πέτρος Μωραΐτης είναι ο επίσημος φωτογράφος της βασιλικής οικογένειας αλλά και καθενός που αντέχει η τσέπη του. Που ο Μπαϊρακτάρης δεν είναι ταβέρνα στο μοναστηράκι, αλλά ο αρχηγός της αστυνομίας και μέγας κυνηγός των κουτσαβακίων!
Μέσω της ταλαντούχας συγγραφέως θα περιπλανηθούμε σε μέρη που έχουμε δει, σε πίνακες ζωγραφικής και σε γκραβούρες! Αυτή η Αθήνα και το Παρίσι είναι το θέατρο στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα του βιβλίου, πολλά εκ των οποίων είναι και γεγονότα της ιστορίας του έθνους μας.
Μια Αθήνα πλημμυρισμένη με επαγγελματίες που δεν υπάρχουν πια: καστανάδες -ενίοτε και με γνώσεις γαλλικής «Βουλεβού, μουσιού, μαρόν ζεστά;»-, γαλατάδες, κουλουρτζήδες, μανάβηδες -με γαϊδουράκια φορτωμένα κοφίνια ξέχειλα από κάθε λογής ζαρζαβατικά-, γιατσοπώλες (παγωτατζήδες), σαλεπιτζήδες, στραγαλατζήδες, λούστροι, κ.α. Μια Αθήνα που στους δρόμους της κυκλοφορούν λαντό και βικτόριες, για τους ευκατάστατους, και ιππήλατο τραμ για τους λιγότερο άνετους στο πορτοφόλι!
Όσο για το Παρίσι; Μέσα από από τα γράμματα του Στέφανου και κατόπιν της Αλεξανδριανής, θα γνωρίσουμε την γαλλική πρωτεύουσα της εποχής που ο Κουμπερτέν κάνει τον αγώνα του για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων…
…
Πρώτη μου φορά βλέπω τόσο αεικίνητο άνθρωπο. Οργανώνει δημόσιες συζητήσεις, ταξιδεύει για να ενημερώνει και να ενημερώνεται, συστήνει αθλητικά σωματεία, επιμελείται γυμναστικές εκδόσεις, θέλει οπωσδήποτε να αναδείξει την αθλητική ιδέα ως ιδανικό στον κόσμο ολόκληρο. Πιστεύω πολύ σ’ αυτόν. Δεν είναι στείρος ονειροπόλος. Και το γεγονός ότι υπερασπίζεται με τόσο πάθος τον πολιτισμό της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας μου τον κάνει ακόμα πιο συμπαθητικό.
…
Και δεν σταματάμε εκεί! Θα ζήσουμε τις προετοιμασίες όλων των Ελλήνων -εντός και εκτός συνόρων- για την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896! Αυτοί οι Αγώνες είναι και το φόντο πάνω στο οποίο έχει ζωγραφίσει η Αγγελική Βαρελλά την μαγευτική της ιστορία. Μια ιστορία που πρέπει να διαβάσετε με την πρώτη ευκαιρία, ιδίως αν είστε λάτρης της Belle Epoque ή απλά σας αρέσει να μαθαίνετε πως ζούσαν οι άνθρωποι πριν από την δική μας εποχή της ταχύτητας, του διαδικτύου και της έλλειψης κάθε είδους ρομαντισμού!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
1892-1896
Η Αλεξανδριανή και η Ελπίδα, συμμαθήτριες στο Διδασκαλείο του Αρσακείου, βρίσκουν η μία στην άλλη ένα κομμάτι του εαυτού τους και μια μεγάλη φιλία σημαδεύει τη ζωή τους. Τις ενώνει το κοινό πάθος για γνώση, αλλά και η λαχτάρα να “ζήσουν” και να “δώσουν”, να γίνουν δασκάλες και να προωθήσουν τα ιδανικά του ελληνισμού.
Ζουν τέσσερα χρόνια με συγκλονιστικές αλλαγές, με γεγονότα σημαντικά για τις ίδιες, τις οικογένειές τους, την Ελλάδα, στο ιστορικό πλαίσιο της αναβίωσης των Ολυμπιακών αγώνων, που τις συναρπάζουν. Η Αλεξανδριανή από το Παρίσι, η Ελπίδα από την Αθήνα θα βιώσουν με δυναμισμό αυτό το μεγάλο, θαυμαστό συμβάν.
Τελικά, η ίδια η ζωή, που γράφει το σενάριο της ιστορίας με συγκίνηση, χιούμορ και απρόοπτα που κόβουν την ανάσα, τους γνέφει πως, όσο απρόβλεπτα κι αν έρχονται τα πράγματα, μπορούν πάντα να λένε καλημέρα στην ελπίδα.
Για αναγνώστες από 13 ετών