Από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουν περάσει σχεδόν εξήντα χρόνια. Μετά την επέλαση του ΔΝΤ, έχει τύχει πολλές φορές να ακούσω την φράση «γυρίσαμε στα χρόνια της κατοχής». Όντως έτσι είναι ή υπερβάλουν όσοι συγκρίνουν αυτές τις δύο δύσκολες ομολογουμένως περιόδους για το έθνος μας; Για να μπορέσουμε να κάνουμε μόνοι μας τον “λογαριασμό”, θα πρέπει να έχουμε μια καλή εικόνα σχετικά με το πως ζούσαν οι Έλληνες το ’40. Ξεναγός μας σε εκείνα τα πάλαι ποτέ μαύρα χρόνια είναι μια εκ των σημαντικοτέρων Ελληνίδων λογοτέχνιδων, η Πιπίνα Τσιμικάλη, μέσω του βιβλίου της «Ιστορίες της κατοχής». Πρόκειται για μία συλλογή εννέα σχετικών με εκείνα τα χρόνια διηγημάτων -κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1979-, στα οποία πρωταγωνιστούν απλοί άνθρωποι, οι επονομαζόμενοι ήρωες της καθημερινότητας. Τι λέτε; Ξεκινάμε να τους ρίξουμε μια τρεχάτη ματιά;
Ι. Η φωτιά
Από τα αρχαία χρόνια οι Έλληνες είχαν μια ακόμα χρήση για την φωτιά, την αποστολή μηνυμάτων. Στα αχνάρια των προγόνων τους, κάποιοι χρησιμοποίησαν σύγχρονες φρυκτωρίες ώστε να ειδοποιήσουν τους συμπατριώτες τους για τον επικείμενο κίνδυνο από τις γερμανικές δυνάμεις.
ΙΙ. Στο πέτρινο χωριό
Όπου φτωχός και η μοίρα του, λέει ο λαός μας… και σε καιρό κατοχής… ακόμα χειρότερα. Μια μάνα, τρία μικρά παιδιά, και ένα γουρούνι… η μοναδική τους ελπίδα να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή λίγους μήνες ακόμα, ανταλλάσσοντας το με καλαμπόκι. Τρεις μέρες δρόμος είναι το μεγαλοχώρι που μπορεί να γίνει η ανταλλαγή. Το ζωντανό όμως θα αντέξει τόσο δρόμο, καλοκαιριάτικα;
ΙΙΙ. Η γριά Μιχαλού
…
Πολλά πράγματα είχε ιδωμένα η γριά Μιχαλού ίσα με τότε, στα εβδομήντα της χρόνια. Πολλά κι ας έζησε όλη της τη ζωή στο απόμερο χωριουδάκι, ανάμεσα σε ανθρώπους λιγοστούς και απλούς. Και τώρα πάνω στο χαγιάτι της τα συλλογίζεται ένα ένα, καθώς τα δάκτυλα της στρίβουν αργά την κλωστή και την τυλίγουν γύρω στ’ αδράχτι.
Κάτω απλώνεται ο κάμπος του καλοκαιριού, χρυσαφένιος, με πράσινα δέντρα κάπου κάπου και δώθε ο σταχτύς δρόμος που έρχεται από την πολιτεία, σκίζει στα δύο τα βουνά και πηγαίνει μακριά, ως τα πέρα χωριά, ως το πέλαγο.
Τα ‘βλεπε ολ’ αυτά η γριά Μιχαλού από το σπίτι της, ένα σπίτι ψηλό και μόνο στην πλαγιά του βουνού, δίπλα στο κακοτράχαλο μονοπάτι, που ερχόταν από το χωριό και κατηφόριζε ως τον κάμπο.
…
Η θέα όμως, όπως και η ζωή της, άλλαξε όταν αντί για δέντρα στον ορίζοντα εμφανίζονταν κράνη και τουφέκια.
ΙV. Τα κολοκυθάκια
Αυτά τα ταπεινά λαχανικά, που στις μέρες μας πολλοί εξ ημών τα περιφρονούμε, τον καιρό της κατοχής -στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις- ήταν όχι μόνο δυσεύρετα αλλά και πολυπόθητα. Όπως το χαρουπάλευρο, οι σταφίδες, και ό,τι γενικά μπορούσε να γίνει τροφή, ανεξαρτήτως γεύσεως, υφής και θερμιδικής ή θρεπτικής αξίας.
V. Επεισόδιο
…
Εκείνο το πρωί η Βούλα καθόταν στο παράθυρό της και ποτέ η καρδιά της δεν ήταν τόσο βαριά. Καθόταν και κοίταζε τη θάλασσα, που παιχνίδιαζε, χρυσή και γαλάζια, την κοίταζε χωρίς να τη βλέπει γιατί ο νους της ήταν αλλού. Που και που κάποιος περνούσε στο δρόμο με βήμα γρήγορο, βιαζόταν να φτάσει στο σπίτι του, να κλείσει την πόρτα. όχι γιατί η κλεισμένη πόρτα σε προστάτευε, όχι. Άνοιγε ξαφνικά, μέρα ή νύχτα, όποια στιγμή ήθελε ο Κατακτητής. Όμως καθένας θέλει να βρίσκεται στο σπίτι του όταν έξω πλανιέται ο φόβος, να βρίσκεται κλεισμένος μέσα στο σπίτι του μαζί με τους δικούς του.
…
Τι συνέβη πάλι; Γιατί οι κάτοικοι της μικρής πόλης έχουν λουφάξει για άλλη μια φορά στα σπίτια τους, παρέα με τον φόβο;
VΙ. Ο Γιαννάκης
Ο Γιαννάκης ήταν ένα από τα τόσα και τόσα παιδιά που γεννήθηκαν στην Αθήνα και ο πόλεμος τα πέτυχε στην πιο τρυφερή τους ηλικία. Στις αρχές, πέρα από τις συζητήσεις των μεγάλων, δεν άλλαξε κάτι στη ζωή τους. Ήταν και η Ακρόπολη που τους προστάτευε… ήταν ποτέ δυνατόν να ρίξει κάποιος βόμβες εκεί που στέκεται ο Παρθενώνας; Να όμως που δεν χρειάστηκε να πέσουν βόμβες για να έρθει ο πόλεμος στην αυλή τους, για να έρθει μια άλλη σημαία και να εκτοπίσει την γαλανόλευκη από τον Ιερό Βράχο.
VΙΙ. Οι τύχες μιας σκυλίτσας, μιας κατσίκας κι ενός κουνελιού.
Όταν μαλώνουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια, λέει ένα γνωμικό. Νομίζετε ότι στον πόλεμο την πληρώνουν μόνο οι άνθρωποι; Τα πλέον αγνά πλάσματα του Θεού, τα ζώα, δεν γλυτώνουν δυστυχώς από την σφύρα του μαύρου τέρατος…
VΙΙΙ. Σαν ψέματα
Οι στρατοί κατοχής σκοτώνουν όταν έρχονται, όταν παραμένουν, αλλά και όταν έχουν πια φύγει. Χωράφια γεμάτα αντιαρματικές νάρκες γίνονται λαιμητόμοι πολλών ανθρώπων τα πρώτα χρόνια μετά την κατοχή και μέχρι αυτά να καθαριστούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και τότε… όταν οι νάρκες φύγουν και επιστρέψουν στην θέση τους τα γεννήματα της γης… φαντάζει σαν ψέματα!
ΙΧ. Ο Μιχάλης ο τσαγκάρης
Τα παλιά τα χρόνια, δεν πήγαιναν μόνο οι άνθρωποι στο θέατρο. Πήγαινε και το θέατρο στους ανθρώπους, στις μικρές πόλεις της επαρχίας όπου περιοδεύοντες θίασοι έδιναν παραστάσεις, αλλάζοντας με ευχάριστο και μοναδικό τρόπο την ρουτίνα των κατοίκων τους.
Η πόλη όμως της ιστορίας μας, είναι πιο τυχερή. Έχει τον Μιχάλη τον τσαγκάρη που είναι καλύτερος θεατρίνος και από εκείνους της Αθήνας. Έτσι, κάθε καλοκαίρι, σε ένα χέρσο οικόπεδο, στήνεται μια σκηνή στην οποία ξεδιπλώνουν ο Μιχάλης και άλλοι συμπολίτες του, το ταλέντο τους.
Να, όμως, που ήρθαν οι Γερμανοί και το θέατρο, η πόλη και οι φίλοι του έχασαν τον Μιχάλη τους. Τον Μιχάλη τον θεατρίνο, τον Μιχάλη τον τσαγκάρη…
Αυτές είναι με λίγα λόγια οι ιστορίες που θα σας διηγηθεί η ταλαντούχα Πιπίνα Τσιμικάλη στο «Ιστορίες της κατοχής». Ιστορίες απλών ανθρώπων που δίνουν καθημερινά και επί τέσσερα χρόνια ένα διττό αγώνα. Μια μάχη για την επιβίωση και μια μάχη ενάντια στον κατακτητή. Μπορεί στις σελίδες της επίσημης Ιστορίας να μην συναντήσετε τα ονόματα τους, αλλά υπήρξαν και έδωσαν τους δικούς τους αγώνες με νύχια και με δόντια. Παράδειγμα προς μίμηση εκείνοι και παράδειγμα προς αποφυγή εκείνα τα χρόνια. Αυτό είναι θαρρώ και το μήνυμα που θέλει να περάσει στους αναγνώστες της και η αγαπημένη μας Πιπίνα Τσιμικάλη.
Με τον δικό της, αξιολάτρευτο τρόπο γραφής, φέρνει το παρελθόν στο παρόν και το κάνει τόσο απτό που δεν μπορείς παρά να βάλεις το μυαλό σου να σκεφτεί, να προβληματιστεί, να συγκρίνει και να κρίνει. Δεν είμαι σίγουρος ότι λόγω του ΔΝΤ γυρίσαμε στην κατοχή (πίσω πήγαμε σίγουρα πολλά χρόνια) αλλά ο κίνδυνος δεν βρίσκεται μόνο ή πάντοτε εκτός συνόρων. Παραφράζοντας και αντιστρέφοντας τους στίχους του τραγουδιού… μπορεί ο γάτος να μην ‘ρθει, μα θα ‘ρθουν άλλα ζώα… Καλή ανάγνωση!