Τον Μάιο του 2012, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη ένα μαγευτικό μυθιστόρημα-παραμύθι υπό τον τίτλο «Ίριδα. Η πόλη της ψυχής μας». Η συγγραφέας του, Σουζάνα Χατζηνικολάου, το κυκλοφόρησε αρχικά σε ένα blog στο internet. Η μεγάλη του όμως αναγνωσιμότητα, οδήγησε στην έντυπη μορφή, προς τέρψην όλων των αναγνωστών με ή χωρίς σύνδεση στο δίκτυο. Ας κάνουμε όμως μερικά αναγνωριστικά βήματα στον παραμυθένιο κόσμο που έπλασε η ταλαντούχα συγγραφέας.
Μια φορά κι έναν καιρό -τότε που ακόμα οι άνθρωποι μετακινούνταν με άμαξες και άλογα- υπήρχε ένα βασίλειο γεμάτο ευτυχισμένους κατοίκους, το Φόρμαντερ. Στο θρόνο του Φόρμαντερ, βρισκόταν ο βασιλιάς Φιόρον και η βασίλισσα Βιρζίνια. Το ευτυχές ζεύγος, πέρα από το να είναι ηγεμόνες ενός ευλογημένου τόπου, ήταν και γονείς τεσσάρων παιδιών: του Κόλινορ, της Σύνθια, του Έλκαρ και της Λίλλιαν.
Τα τρία πρώτα βασιλικά τέκνα, ανταποκρίνονταν στους ρόλους που είχαν ως γόνοι βασιλέων, με μεγάλη επιτυχία και επιμέλεια. Η Λίλλιαν όμως, έφερε βαρέως τα καθήκοντα της πριγκίπισσας και αρνιόταν πεισματικά να ασχολείται με κοσμήματα, ρούχα και υποψήφιους γαμπρούς όπως έκαναν οι όμοιες της. Δεν της άρεσαν οι κάλπικοι κανόνες καλής συμπεριφοράς και της ήταν πολύ δύσκολο να τους ακολουθεί. Για παράδειγμα, το να παρευρεθεί στον επίσημο χορό του παλατιού, ήταν για την Λίλλυ (όπως ήθελε να την φωνάζουν) αβάσταχτο μαρτύριο. Και έτσι, προκειμένου να υποστεί αυτό το βάσανο, το έσκασε από τη βασιλική κατοικία πάνω στο άλογο της, τον Ζέφυρο, καλπάζοντας προς το κοντινό δάσος, όπου…
…
Τα χείλη της έτρεμαν καθώς περνούσε ανάμεσα από τους κορμούς, και κάθε της σκέψη έφερνε καινούρια θυμωμένα δάκρυα στα μάτια της. Έφτασε, τέλος, στη ρεματιά, εκεί που κυλούσε το μικρό δροσερό ρυάκι. Σταμάτησε ξέπνοη, δακρυσμένη ακόμα -και, τότε, τον είδε. Κοίταζε σαστισμένη, ενώ το δάσος γύρω της έμεινε ασάλευτο σαν πίνακας ζωγραφικής.
Ένας νεαρός είχε γονατίσει πλάι στο ρυάκι κι έβρεχε τα χέρια του στο νερό. Δεν είχε προσέξει τον ερχομό της. Για μια στιγμή η Λίλλυ πίστεψε ότι αντίκριζε κάποιο ξωτικό ή αερικό του δάσους. Είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους στη ζωή της, αλλά ποτέ ξανά δεν είχε δει ήρεμη, απόλυτη ομορφιά. Ήταν ψηλός, αδύνατος, με λεπτό λαιμό και δυνατούς ώμους, και τα δάκτυλα του που υψώνονταν απ’ το νερό ήταν λευκά και μακριά. Η Λίλλυ δεν τόλμησε να κινηθεί -φοβήθηκε μήπως εκείνος εξαφανιστεί, όπως γίνεται συνήθως με τα ξωτικά όταν αντιλαμβάνονται ξένη παρουσία.
…
Εκείνος δεν εξαφανίστηκε, μιας και δεν ήταν ξωτικό αλλά ένας νεαρός με το όνομα Σον. Εντύπωση στη Λίλλυ έκαναν τόσο οι λεπτοί του τρόποι όσο και τα ρούχα του -φτιαγμένα από ακριβό ύφασμα, αν και έμοιαζαν να είναι ταλαιπωρημένα και χιλιοφορεμένα- που δεν συνήδαν με κάποιον που κυκλοφορεί μόνος του σε ένα δάσος. Οι όποιοι δισταγμοί κάμφθηκαν σχεδόν αμέσως. Οι δύο νέοι το έριξαν στην κουβέντα, αισθανόμενοι μια οικειότητα ο ένας για τον άλλο. Αυτή μάλιστα η συζήτηση οδήγησε σε μία άκρως αντισυμβατική για τα ήθη και έθιμα του τόπου γνωριμία των δύο νέων. Τόσο η Λίλλυ όσο και ο Σον, βρίσκονταν στην αρχή της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους και κανένας από τους δύο δεν είχε βιώσει ξανά τα αισθήματα που άρχιζαν μόλις να κατακλύζουν την ύπαρξη τους.
…
Πέρασε ένας ολόκληρος μήνας και μέρα με τη μέρα η ελπίδα της Λίλλυ έσβηνε, χανόταν με κάθε μοναχικό απόγευμα που την έβρισκε και την άφηνε καθισμένη στο μπαλκόνι της. Η σκέψη του Σον δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό της. Η Λίλλυ μαράθηκε, άρχισε να κλείνεται και πάλι στον εαυτό της. Έτρωγε λίγο και κοιμόταν πολύ προσπαθώντας να ξεχάσει, αλλά ήταν αδύνατον. Η μορφή του, τα μελαγχολικά μάτια του, το θλιμμένο χαμόγελό του στοίχειωναν ακόμα και τα όνειρα της. Έπλεκε σενάρια με τον νου της, προσπαθούσε να βρει εξηγήσεις για την εξαφάνιση του, αλλά μέσα της καμιά απ’ αυτές δε γινόταν αποδεκτή.
…
Και πως να γίνει αποδεκτή αφού σε εκείνη την πρώτη και μοναδική συνάντηση τους και ο Σον έδειξε τουλάχιστον το ίδιο μαγεμένος με εκείνη, αν όχι περισσότερο. Τι είναι αυτό που τον κρατούσε μακριά από την νεαρή πριγκίπισσα; Αυτό δεν μπορούσε να το ξεδιαλύνει η ηρωίδα μας, αλλά με την βοήθεια μιας τυφλής μάντισσας μπόρεσε να “δει” πιο καθαρά και αποφάσισε να τον αναζητήσει. Αχάραγα, λίγες ώρες μετά τη συνομιλία της με την μάντισσα, έφυγε κρυφά από το παλάτι και έστρεψε τον Ζέφυρο κατά τον βορρά.
Ντυμένη με φτωχικά ρούχα, ώστε να μην αναγνωρίσει κανείς στο πρόσωπο της κοπέλας που ταξίδευε με το άλογο την πριγκίπισσα Λίλλυ, αναζητούσε τον όμορφο νεαρό που της είχε κλέψει την καρδιά. Για πρώτη φορά ζούσε ανάμεσα σε κοινούς θνητούς και επίσης για πρώτη φορά ένιωσε ελεύθερη. Πλέον έγραφε η ίδια την μοίρα της, έχοντας πάρει την ζωή στα χέρια της. Το ταξίδι ήταν μοναχικό και καθόλου εύκολο. Με πηγή δύναμης όμως την αγάπη και αστρολάβο την ελπίδα κατάφερε να βρεθεί σε ένα τόπο -πολύ μακριά απ’ τον δικό της- στο βασίλειο του Αρίλιον, όπου συνάντησε επιτέλους ένα σημάδι του Σον…
Για να φτάσει εκεί, πέρασε τρομακτικές ερημιές, συνάντησε μια γριά μάγισσα εν αποστρατεία, χάθηκε σε ένα μαγεμένο δάσος και τέλος βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον τρομερό Στίλβερ. Τον μισάνθρωπο μάγο που ξεκλήρισε την βασιλική οικογένεια του Αρίλιον, κατέστρεψε συθέμελα την πρωτεύουσα Ίριδα και δρούσε ως δυνάστης των υπηκόων του μέχρι πριν τρία χρόνια λαμπρού εκείνου βασιλείου.
Όσα σας ανέφερα ήδη για την υπόθεση του βιβλίου είναι μόνο η αρχή της ιστορίας. Ήθελα να σας δώσω μια μικρή γεύση αλλά ταυτόχρονα να μην φανερώσω και τίποτα από τα θαυμαστά που θα συναντήσετε στις 800 σελίδες του. Το «Ίριδα. Η πόλη της ψυχής μας» κάνει δυναμικότατη εμφάνιση στον στίβο των μυθιστορημάτων φαντασίας- ένα τομέα όπου δεν υπάρχουν πολλά δείγματα από ελληνικές πένες- και στέκεται επάξια δίπλα στα έργα πασίγνωστων ξένων μυθιστοριογράφων του είδους.
Καλοδουλεμένο μέχρι την πιο μικρή μικρή λεπτομέρεια, με μια πλοκή σε πολύ μεγάλο ποσοστό παρθενική, και με μια γλώσσα που ρέει σαν χειμαρρώδης ποταμός, είμαι σίγουρος ότι σύντομα το «Ίριδα. Η πόλη της ψυχής μας» της Σουζάνας Χατζηνικολάου, θα θεωρείται μυθιστόρημα αναφοράς. Οι ήρωες του, καλύπτουν όλα τα πλάτη και μήκη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης ενώ η εξέλιξη τους μέσα και μαζί με την ιστορία είναι σαγηνευτική. Όπως σαγηνευτικό είναι και όλο το βιβλίο, από το εξώφυλλο μέχρι το οπισθόφυλλο.
Παρ’ όλη την έκταση του (800 σελίδες είναι αυτές), το διάβασα μέσα σε μιάμιση μέρα. Όχι γιατί είμαι ταχυαναγνώστης, αλλά γιατί δεν μπορούσα κυριολεκτικά να το αφήσω από τα χέρια μου. Η ανάγνωση του έρεε αβίαστα από την αρχή έως το τέλος. Δεν κουράστηκα ούτε στιγμή και δεν συνάντησα ούτε μία βαρετή παράγραφο. Τουναντίον, όσο οι σελίδες προχωρούσαν, τόσο αυξανόταν η αγωνία και η ένταση. Θα το διαπιστώσετε και εσείς όταν με το καλό αρχίσετε να το διαβάζετε.
Συμβουλή μου; Τρέξτε στο πιο κοντινό σας βιβλιοπωλείο και αφεθείτε στην μαγική πέννα της Σουζάνας Χατζηνικολάου. Η ύπαρξη τέτοιων έργων και κυρίως τέτοιων συγγραφέων, μας κάνει να κοιτάμε το μέλλον της σύγχρονης ελληνικής μυθιστορίας με χαμόγελο και φυσικά με προσμονή για το επόμενο διαμάντι! Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Η μοίρα της Λίλλυ αρχίζει να γράφεται τη μέρα που συναντάει τον μελαγχολικό Σον. Όταν αυτός θα εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω μόνο το μικρό του όνομα, η Λίλλυ θα ξεκινήσει ένα ταξίδι αναζήτησης με μοναδικά εφόδια την αγάπη και την πίστη της. Δίχως να το ξέρει, ο δρόμος της θα διασταυρωθεί με την τραγική ιστορία της Ίριδας, της πεντάμορφης πρωτεύουσας του βασιλείου Αρίλιον που αφανίστηκε τρία χρόνια πριν. Η Λίλλυ θα έρθει αντιμέτωπη με έναν ανείπωτο εφιάλτη. Όμως εκείνη αγαπά και πιστεύει. Απέναντι στη μαγεία του Κακού και τη μανία της εκδίκησης, θα αντιτάξει την επιμονή της αγάπης της.