Τζαμάικα. Σε μία από τις πολλές παραγκούπολεις-χωματερές που βρίσκονται διάσπαρτες στη χώρα, τα Σκουπιδιαρέικα, γεννιέται ένα μικρό κορίτσι.
… η μάνα μου δεν είχε δουλειά, πέθανε μόλις με γέννησε πάνω στο σωρό τα σκουπίδια στα Σκουπιδιαρέικα. Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε μέσα στα σκουπίδια ήτανε ένα άδειο μπουκάλι κόκα κόλα. Μ’ έδειξε με το δάχτυλό της, είπε Κόκα και τα τίναξε.
Η μικρή Τζαμαϊκανή ξεκινά τη ζωή της με αυτό το παράξενο όνομα. Η Κόκα μεγαλώνει όπως-όπως με την θεία της στα Σκουπιδιαρέικα, από την οποία μαθαίνει και λίγα γράμματα. Σε μικρή ηλικία και για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί δουλεύει ως υπηρέτρια σε διάφορα σπίτια Λευκών πλουσίων. Η United Fruit Company, μια πολυεθνική εταιρεία εμπορίας εξωτικών φρούτων, έχει εδραιωθεί στη Τζαμάικα απομυζώντας κάθε πηγή πλούτου, αφήνοντας τους Τζαμαϊκανούς σε πλήρη ένδεια.
Ένα από τα πλούσια σπίτια που δούλεψε η Κόκα, ήταν της κυρίας Τατλ και του άντρα της. Η κυρία Τατλ ήταν Αγγλίδα συγγραφέας και ο άντρας της πετυχημένος ζωγράφος. Η Κόκα, επειδή είχε αδυναμία στην κυρία Τατλ, όταν το ζευγάρι των Άγγλων επιστρέφει στην πατρίδα του, αρχίζει να τους στέλνει γράμματα εκλιπαρώντας τους να την βοηθήσουν στέλνοντας της λίγα σελίνια, ένα ποσό ασήμαντα μικρό για αυτούς.
Εκτός από τα γράμματα η Κόκα διατηρεί ένα τύποις ημερολόγιο στο οποίο, με τα λίγα γράμματα που ξέρει, αποτυπώνει την κατάσταση τόσο της χώρας της όσο και τη δικιά της.
Θα κόψω αυτό το φύλλο από το ημερολόγιο μου, κυρία Τατλ, θα πω του Σμιθ να μου δώσει γραμματόσημο, να σας στείλω το φύλλο μου, γιατί πεινάω. Άγγελέ μου εσείς, στείλτε μου πέντε σελίνια, γιατί είστε τόσο τσιγγούνα; Τρώγατε εδώ μπριζόλες, πίνατε ουίσκι εδώ στην Τζαμάικα, μήπως χάσατε τα λεφτά σας στην Αγγλία; Ζω πάλι στα Σκουπιδιαρέικα. Τα φορτηγά με τα σκουπίδια χυμάνε στα Σκουπιδιαρέικα, χυμάμε κι εμείς, ψαχουλεύουμε να βρούμε κόκαλα και λεμονόκουπες. Πολλοί στα Σκουπιδιαρέικα δεν έχουν γερά χέρια να ψαχουλεύουν, γιατί τα εργοστάσια των Άσπρων δεν έχουνε σύστημα ασφαλείας για τους Μαύρους και τα δάχτυλα κάνουνε φτερά. Τους σακατήδες τους διώχνουνε και παίρνουν το δρόμο για τα Σκουπιδιαρέικα, που είναι μεγάλα σα μια πόλη, κυρία. Είναι από τα πιο μεγάλα Σκουπιδιαρέικα σ’ όλο τον κόσμο, λέει ο Σμιθ. Εχ, εμείς εδώ στα Σκουπιδιαρέικα ψοφάμε της πείνας, η ανεργία, λέει ο Σμιθ, είναι η μόνη χοντρή γυναίκα στην Τζαμάικα, χοντρή σα γουρούνι.
Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, η Κόκα κι ο σύντροφός της ο Ντάρυλ έχουν κάνει σπίτι τους ένα μεγάλο σκυλόσπιτο, που το πέταξαν κάποιοι πλούσιοι στα Σκουπιδιαρέικα. Κι αν σας φαίνεται αυτό πλήρης εξαθλίωση τι θα λέγατε όταν η κακιά “πεθερά”¨της, τους πετάει κυριολεκτικά στο δρόμο και απαιτεί να την ταΐζουν και να της δίνουν ό,τι χρήματα κερδίζουν απ’ τις δουλειές τους. Ποιες δουλειές; Η Κόκα βρήκε με το ζόρι δουλειά σαν καμαριέρα και ο Ντάρυλ μάζευε καρύδες για την United Fruit Company.
Στο ξενοδοχείο γνωρίζει τον Κόμματζερ – επιτυχημένο μετρ ντ’ οτέλ – ο οποίος αγωνίζεται με κάθε μέσο για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των Τζαμαϊκανών.
… θα σου δώσω να διαβάσεις κάτι προκηρύξεις που έχω γράψει. Εμείς δεν πιστεύουμε στη βία, πιστεύουμε πως μπορούμε να ημερώσουμε τους άγριους Άσπρους. Αν σκοτώσουμε τους Άσπρους, οι Άγγλοι θα στείλουν το στόλο τους, οι Αμερικάνοι θα στείλουν τη ΣΙΑ τους. Η Τζαμάικα θα γίνει ένας τόπος φασιστικός, όπως η Γουατεμάλα, η Αϊτή, ο Άγιος Δομίνικος, η Χιλή και τόσοι άλλοι.
Ο Κόμματζερ προτρέπει την Κόκα να παντρευτεί τον Ντάρυλ, να πάρει κοντά της την κόρη της – που την είχε αφήσει σε κάποια οικογένεια αδυνατώντας να την μεγαλώσει η ίδια – και να ζουν τίμια. Κι ενώ και η ίδια θα το ήθελε αυτό, πολλές φορές η ζωή τα φέρνει διαφορετικά.
Το “Είμαι καλά, το αυτό επιθυμώ και για σας” της Εντίτα Μόρρις κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Θεμέλιο μεταφρασμένο από την Άλκη Ζέη, με εξώφυλλο σχεδιασμένο από την Ξανθίππη Μπανιά. Κυκλοφόρησε πρώτη φορά στα γαλλικά το 1975 με τίτλο “Comment ça, bien j’espère” και στα Σουηδικά το 1977 με τίτλο “Hur mår du, hoppas bra”.
Μέσα απ’ τις σελίδες του η Σουηδή συγγραφέας και πολιτική ακτιβίστρια Εντίτα Μόρρις, παρουσιάζει την κατάσταση στη Τζαμάικα. Από τη μια πλευρά βλέπουμε τη ζωή των αυτοχθόνων κατοίκων.
Σήμερα είμαι λυπημένη για τα γαμπάκια του αγοριού που μένει απέναντι. Έχουν λιγνέψει, γίνανε σαν σπάγκοι. Δεν μπορούν να τρέξουν. Μονάχα τα ματάκια του το μπορούνε. Παίζει μονάχα με τα μάτια του με τ’ άλλα παιδιά μέσα στο σωρό τα σκουπίδια.
Από την άλλη, την πέρα από κάθε λογική ή μέτρο πολυτελή και πλούσια ζωή των Λευκών.
Λοιπόν, έχω στραβολαιμιάσει να δω τι κάνουνε οι άσπροι Άγγλοι όλη τη μέρα. Να τι κάνουνε: παίρνουνε το πρωινό τους πλάι στην πισίνα, κολυμπούνε, ύστερα ξαπλαρώνουνε, ύστερα παίρνουνε το μεσημεριανό τους πλάι στην πισίνα, ύστερα κολυμπάνε, ύστερα ξαναξαπλαρώνουνε. Στις εφτά, τρέχουνε μέσα, ύστερα ξαναβγαίνουν (μπαίνουν – βγαίνουν στο σπίτι). Φοράνε τότε πανταλόνια που φεγγρίζουν, πουκάμισα που φεγγρίζουν. Είναι ακόμα και ένα σωρό καλεσμένοι Άγγλοι, που έρχονται τσιτσίδι, φοράνε κι αυτοί ρούχα που φεγγρίζουν, ξαπλαρώνουν ολόγυρα στη φωταγωγημένη πισίνα και πίνουν ρούμι. Στις εννιά τρώνε αστακό και πίνουν σαμπάνια, όλο κοντά στη φωταγωγημένη πισίνα, ύστερα κολυμπάνε, ύστερα ξαπλαρώνουν, ύστερα πάνε για ύπνο ψώφιοι στην κούραση. Δε γελάνε ποτέ, δε μιλάνε ποτέ.
Είναι απίστευτο αλλά ένας τουριστικός παράδεισος μπορεί ταυτόχρονα να είναι η κόλαση των κατοίκων, εγκλωβισμένων στα νύχια διεθνών οικονομικών συμφερόντων. Μπορεί να έχουμε “συνηθίσει” τους πολέμους για το πετρέλαιο, αλλά αρκεί να έχεις οτιδήποτε που οι “μεγάλοι” το έχουν βάλει στο μάτι – έστω κι αν είναι μπανάνες και καρύδες. Οι αναπόφευκτοι παραλληλισμοί με νεότερες και πολύ πιο κοντινές μας καταστάσεις, θα πρέπει όχι μόνο να μας συγκλονίσουν αλλά και να μας υποψιάσουν για το πιο πιθανό σενάριο που ονειρεύονται και δρομολογούν τα διεθνή συμφέροντα που έχουν στοχεύουν και χτυπούν σήμερα την Ελλάδα.
[grbk https://www.greekbooks.gr/morris-e.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Η Εντίτα Μόρρις γεννήθηκε στη Σουηδία. Ταξίδεψε πολύ, σ’ όλες τις ηπείρους. Το βιβλίο που την έκανε διάσημη, Τα λουλούδια της Χιροσίμα, μεταφράστηκε σε πάνω από είκοσι γλώσσες. Στο βιβλίο αυτό, που έχει κυκλοφορήσει απ’ το “Θεμέλιο”, η συγγραφέας μας δίνει το δράμα εκείνων που επέζησαν στη Χιροσίμα. Είναι ένα αδυσώπητο κατηγορητήριο για τη βαρβαρότητα του ατομικού πολέμου.
Στο Είμαι καλά, το αυτό επιθυμώ και για σας, η Κόκα, μαύρη Τζαμαϊκανή απ’ τα Σκουπιδιαρέικα, γράφει το Ημερολόγιό της, με τη μορφή επιστολών προς την Κυρία Τατλ, αγγλίδα συγγραφέα, στην οποία δούλεψα υπηρέτρια όταν η τελευταία έμενε στη Τζαμάικα.
Η Κόκα μέσα απ’ το απλοϊκό της ύφος – παιδικό αλλά και στοχαστικό μαζί – τα λέει όλα. Διηγείται για το νεαρό Λόρδο που την βίασε, τον έρωτά της με τον Ντάρυλ, την πείνα, τα Σκουπιδιαρέικα, το ρατσισμό που την εκμηδενίζει, τα αμερικάνικα αστυνομικά σκυλιά – εξασκημένα στο κυνήγι των μαύρων – την επιθυμία της να ζήσει ανθρωπινά.