Άνοιξη του 1854. Η Ελληνική Επανάσταση έχει ξεσπάσει αλλά η Άρτα παραμένει ακόμα υπόδουλη στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όπως εδώ και τετρακόσια πέντε χρόνια…
…
24 Μαρτίου 1449 σήκωσαν την ημισέληνο οι Οθωμανοί στο φρούριο και συνέχιζε ν’ ανεμίζει πάνω από τη θαμμένη αρχαία Αμβρακία, πάνω από την πόλη των είκοσι πέντε χιλιάδων κατοίκων της λαμπρής εποχής του Πύρρου, πάνω από την Άρτα, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, πάνω από τις αλύτρωτες ψυχές των Ελλήνων, που συνέχιζαν να κρατούν το ράμμα της φυλής μέχρι να ενωθούν ξανά με την ελεύθερη Ελλάδα.
…
Νύχτα της 11ης Απριλίου. Σε ένα αρχοντικό, ακριβώς στα όρια της ελληνικής με την τούρκικη συνοικία, η Ελληνίδα Αγνή Θερσίτη φέρνει στον κόσμο ένα αγόρι. Ακριβώς απέναντι και την ίδια ώρα, η Τουρκάλα Σαφιγιέ φέρνει στον κόσμο τον δικό της γιο.
Νετζίπ, ονομάστηκε το βλαστάρι της Σαφιγιέ. Πήρε το όνομα του αδερφού του παππού του, που σκοτώθηκε το 1821 στην μάχη για την κατάληψη του κάστρου της Άρτας. Λιόντο, ονόμασε τον γιο της η Αγνή, δίνοντας του το όνομα του πατέρα του που σκοτώθηκε από ληστές -όπως λεγόταν- το ίδιο βράδυ που γεννήθηκαν τα δύο παιδιά.
Εικοσιπέντε χρονών ήταν η Αγνή όταν έχασε τον άντρα της. Μονάχη της συνέχισε να κρατάει το τιμόνι του σπιτιού αλλά και του μαγαζιού τους μεγαλώνοντας με δυσκολίες τον μικρό Λιόντο σε μια κοινωνία κλειστή, συντηρητική και άκρως υποκριτική. Φίλη και βοηθός της η Σαφιγιέ που δεν δίστασε ακόμα και να θηλάσει το νεογέννητο ελληνόπουλο μιας και της Αγνής της είχε "κοπεί" το γάλα.
Έτσι τα δύο ομογάλακτα παιδιά έγιναν από τα γεννοφάσκια τους όχι μόνο φίλοι αλλά κάτι παραπάνω: καρντάσηδες – αδέρφια. Αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένας ισχυρός δεσμός που αν και γι’ αυτούς ήταν φυσιολογικός, για τους γύρω τους ήταν παράταιρος και επιλήψιμος. Μεγάλωναν βλέπεις σε μια πόλη όπου ζούσαν τρεις φυλές και παρόλο που ανακατεύονταν μεταξύ τους άνθρωποι και πολιτισμοί, οι διαχωριστικές γραμμές έκαναν τακτικά εμφανή την παρουσία τους…
…
Ζούσαμε στην ίδια πόλη τρεις φυλές. Χίλιες οικογένειες Ελλήνων, διακόσιες πενήντα Οσμανλήδων και εκατόν εξήντα Ιουδαίων. Δηλαδή περί τις εξήμισι χιλιάδες ψυχές. Κάθε φυλή κι ένας ξεχωριστός κόσμος, με τους δικούς του κώδικες και κανόνες. Με αντιθέσεις, διαμάχες, έχθρες, διαφωνίες, αλλά κι εκείνα τα στοιχεία τα οποία αναμφίβολα επέτρεπαν τη συνύπαρξη.
Τρεις κόσμοι που καθημερινά κινούνταν στους ίδιους και ταυτόχρονα σε διαφορετικούς δρόμους και ρυθμούς. Μπλέκονταν οι δρόμοι, έσμιγαν, όμως την ίδια στιγμή το μικρό ή το μεγάλο γεγονός σ’ έφερνε αντιμέτωπο με την ταυτότητα του «άλλου».
…
Εκτός από τις ώρες του σχολείου -φοιτούσαν σε διαφορετικά σχολεία- περνούσαν σχεδόν όλη την ημέρα μαζί. Αντάλλασσαν γνώσεις, βίωναν κοινές εμπειρίες, σκάρωναν φάρσες, έπαιζαν και άκουγαν μαγεμένοι τα παραμύθια που διηγούνταν ο παππούς του Νετζίπ, ο Ισμαήλ. Αλλά, ο σοφός παππούς δεν έλεγε μόνο παραμύθια. Έλεγε και μεγάλες -πολλές φορές πικρές για όλους- αλήθειες…
…
Σαν μ’ ακούν οι μουσουλμάνοι, πικραίνονται και με κακίζουν. Σαν μ’ ακούν οι χριστιανοί, το ίδιο. Γιατί λέω αλήθειες. Και συνήθως στη ζωή ή είσαι με τον έναν ή με τον άλλο. Να λες τα πράγματα με τ’ όνομα τους δεν αρέσει σε κανέναν.
…
Όμως εγώ σκέφτομαι με τον δικό μου τρόπο. Και τούτο λέω: Ένα ιμαρέτ είναι η γη. Το ιμαρέτ του Θεού. Κι εμείς οι φτωχοί, τα ορφανά και οι ταξιδιώτες της ζωής, που μας φιλοξενεί. Μας τρέφει, ανοίγει την αγκαλιά του, μας δέχεται και μας επιτρέπει να απολαύσουμε και να χαρούμε τη ζωή. Κι εμείς θαρρούμε πως το διαφεντεύουμε. Το μοιράσαμε, είπαμε «αυτός ο τόπος δικός μας, εκείνος δικός σας» κι ύστερα ορμήσαμε ο ένας στον τόπο του άλλου, χωρίς να νογάμε ότι δεν ανήκει σε κανέναν.
…
Τα χρόνια περνούσαν και τα παιδιά συνέχιζαν να μεγαλώνουν και να δένονται περισσότερο μεταξύ τους. Ειδικά από τότε που κατάφεραν ο Νετζίπ να γραφτεί στο Ελληνικό Σχολείο -το 1866- χώριζαν ελάχιστες στιγμές τις ημέρας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, και σε ηλικία δεκαέξι ετών, πήραν το απολυτήριο του Γυμνασίου και άφησαν για πάντα πίσω τους τα ανέμελα μαθητικά χρόνια.
Δεν ήταν, όμως, ούτε το απολυτήριο του Γυμνασίου, ούτε καν η επίσκεψη στο κρεβάτι της Δέσπως -όπου δοκίμασαν για πρώτη φορά τον αγοραίο έρωτα- αυτά που σηματοδότησαν την είσοδο τους στην ζωή των ενηλίκων. Ήταν τα διάφορα προβλήματα, οικογενειακά και μη, που κλήθηκαν να επιλύσουν ή τουλάχιστον να βοηθήσουν στην επίλυση τους. Προβλήματα και καταστάσεις που δημιουργήθηκαν και λόγω των κοινωνικών, οικονομικών αλλά και πολιτικών συνθηκών της εποχής και της περιοχής.
Έτσι σαν δύο καράβια -ο Λιόντος και ο Νετζίπ- άφησαν το λιμάνι της αθωότητας και ξανοίχτηκαν στο πέλαγος των ενηλίκων με τις φουρτούνες, πάντα όμως δεμένα μεταξύ τους με ένα ισχυρό σχοινί. Οι θάλασσες όμως δεν έχουν μόνο φουρτούνες, έχουν και μπουνάτσες και εξωτικά λιμάνια. Όπως το λιμάνι του έρωτα -έδεσε κάποια στιγμή στο κάβο του ο Νετζίπ-, εκείνου, που φέρνει στις καρδιές των ανθρώπων ο φτερωτός θεός με τα πύρινα βέλη του.
Με τούτα και με κείνα φτάσαμε στα 1877. Οι υπόδουλες ακόμα περιοχές της Ελλάδας από εκεί που σιγόβραζαν, έγιναν ένα καζάνι που άρχισε να κοχλάζει. Ένα χάσμα εμφανίστηκε τότε ανάμεσα στους τρεις λαούς που φιλοξενούσε η Άρτα. Μια απόσταση που όλο και μεγάλωνε… Άραγε οι δύο ήρωες μας έμειναν σταθερά δεμένοι ο ένας κοντά στον άλλο ή ακολούθησαν τον δρόμο τον ομόφυλων τους; Μπορεί μια φιλία να γεφυρώσει δύο όχθες που ανάμεσα τους κυλά το ποτάμι του πολέμου;
Όσα διαβάσατε προηγουμένως και πολλά πολλά περισσότερα διαδραματίζονται σε ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που φέρει τον τίτλο «Ιμαρέτ. Στη σκιά του ρολογιού». Συγγραφέας του ο Γιάννης Καλπούζος και κυκλοφόρησε τον Νοέμβρη του 2008 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ένα μόλις χρόνο αργότερα, η μεγάλη αγάπη με την οποία το αγκάλιασαν οι Έλληνες αναγνώστες ήρθε και αντικατοπτρίστηκε στο Βραβείο Αναγνωστών 2009 του ΕΚΕΒΙ.
Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση στο Ιμαρέτ είναι οι περιγραφές των τόπων από τον συγγραφέα. Όχι μόνο είναι λογοτεχνικά άρτιες και ολοζώντανες αλλά έχουν και τόσες λεπτομέρειες που πολλές φορές αναρωτήθηκα: «Μα ήταν εκεί;». Φυσικά και δεν ήταν εκεί, αλλά απ’ ότι φαίνεται ο Γιάννης Καλπούζος παίρνει σοβαρά τον συγγραφικό ρόλο του και πριν ξεδιπλώσει τις σκέψεις και το ταλέντο του στο χαρτί, μελετά και ερευνά πολύ!
Το ίδιο συμβαίνει και στην αποτύπωση των ηθών και της καθημερινότητας των ανθρώπων της εποχής. Ένα σεντούκι λαογραφίας το Ιμαρέτ, που σε κάθε σελίδα του διαβάζεις και μαθαίνεις απίστευτα πράγματα για τον τρόπο που ζούσαν οι πρόγονοι μας στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η γλώσσα του συγγραφέα δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθεί αυτήν που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι τότε στην Άρτα. Διανθισμένη με αρκετές τούρκικες λέξεις -υπάρχει η εξήγηση τους στο τέλος του βιβλίου- μετατρέπει την ανάγνωση σε πραγματική απόλαυση και συμβάλει στο να μην θες να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου ούτε λεπτό.
Η εξήγηση των τουρκικών λέξεων στο τέλος του βιβλίου είναι και το μοναδικό -μικρό- ψεγάδι του βιβλίου επειδή σε αναγκάζει -εκεί που έχεις πάρει φόρα και δεν κρατιέσαι να πας παρακάτω- να σταματάς την ανάγνωση και να τρέχεις να δεις τι σημαίνει η λέξη που μόλις διάβασες. Πιστεύω ότι μιας και δεν επαναλαμβάνονται πολύ συχνά οι λέξεις αυτές, θα μπορούσε να τοποθετείται η μετάφραση τους στο κάτω μέρος της σελίδας. Μικρό ψεγάδι όπως είπα… στην Άπω Ανατολή λένε ότι δεν μπορεί κάτι να φτιαχτεί τέλειο γιατί τότε θα ήταν προσβολή προς τους θεούς.
Κάτι άλλο που μου άρεσε ιδιαίτερα στο Ιμαρέτ είναι ότι παρουσιάζει τα γεγονότα στην πραγματική τους διάσταση μέσα από την κρυστάλλινη ματιά και κριτική σκέψη του συγγραφέα. Μια εντυπωσιακή θεώρηση των πραγμάτων η οποία περνάει σε εμάς τους αναγνώστες μέσα από τον παππού Ισμαήλ. Ένα σεβάσμιο και φιλοσοφημένο γέροντα που χάρη στην πένα του Γιάννη Καλπούζου θα γίνει ένας από τους πιο συμπαθείς λογοτεχνικούς ήρωες των Ελλήνων βιβλιόφιλων.
Οι ήρωες όμως θα θύμιζαν φιγούρες του καραγκιόζη κλεισμένες στο συρτάρι αν δεν υπήρχε η σκηνή -η πλοκή του βιβλίου- πάνω στην οποία ζωντανεύουν και δημιουργούν μια παράσταση. Ε! Η σκηνή του Ιμαρέτ είναι μια από τις καλύτερες που θα συναντήσετε αυτή την στιγμή στα βιβλιοπωλεία της χώρας. Γεμάτο ανατροπές, άκρως εθιστικό, θα σας δημιουργεί συνεχώς αγωνία και ερωτήματα. Πριν όμως πέσει η αυλαία θα έχουν απαντηθεί όλα, θα έχουν πάρει την τελική θέση τους στην σκηνή και θα σας προσφέρουν μια υπόκλιση κάνοντας σας να θέλετε να χειροκροτήσετε επί μακράν ώρα. Ο συγγραφέας το αξίζει!
Μια εξαίσια εμπειρία η ανάγνωση του Ιμαρέτ. Ένα εκπληκτικό ανάγνωσμα που ανεβάζει το λογοτεχνικό πήχη των εγχώριων μυθιστορημάτων και προσφέρει πολλά περισσότερα στον αναγνώστη του πέραν της απόλαυσης που νιώθει όταν το διαβάζει. Ένα βιβλίο που συνεχίζεις να το σκέφτεσαι και να το συζητάς με τους φίλους σου ακόμα και όταν έχεις διαβάσει την τελευταία του σελίδα, και έχουν στο μυαλό σου χαραχθεί τα λόγια του παππού Ισμαήλ: «Ένα ιμαρέτ είναι η γη. Το ιμαρέτ του Θεού. Κι εμείς οι φτωχοί, τα ορφανά και οι ταξιδιώτες της ζωής, που μας φιλοξενεί…»
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Άρτα, 1854. Τουρκοκρατία. Δύο αγόρια γεννιούνται την ίδια νύχτα, ένας Έλληνας κι ένας Τούρκος, και η μοίρα τους κάνει ομογάλακτους. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη ζωή τους με φόντο την άγνωστη στο πλατύ κοινό ιστορία της περιοχής, και όχι μόνο.
Μια ολόκληρη εποχή αναπαριστάνεται μοναδικό τρόπο και χωρίς προκατάληψη παράλληλα με την περιπέτεια, τη δράση, τον έρωτα, τις κωμικές ή τις τραγικές καταστάσεις.
Στη σκιά του ρολογιού που χτυπά τις οθωμανικές ώρες Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι. Οι δύο φίλοι, ο Λιόντος και ο Νετζίπ, μια δολοφονία μυστήριο, ο παππούς Ισμαήλ, η «μικρή» ακόμα Ελλάδα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο φανατικός Ντογάν, συγκρούσεις, επαναστάσεις, συνύπαρξη, καθημερινή ζωή, χοροεσπερίδες, Καφέ Αμάν, πετροπόλεμος, Απόκριες, Ραμαζάνι, χαμάμ, ο τούρκικος μπερντές του Καραγκιόζη, αφορισμοί, ο «άλλος» στα πρόσωπα και στις συνήθειες των κατοίκων των τριών φυλών, λαθρεμπόριο, κολίγοι, τσιφλικάδες, πλούτος και εξαθλίωση, γλυκιά και πικρή ζωή.
Όλοι έχουν θέση στο ιμαρέτ του Θεού.