Εκδόσεις Κέδρος, 2016
Σελ. 458
Βραβείο Pen/Faulkner 2017
Η Νένι Γιόνγκα ζούσε στο Λίμπε του Καμερούν. Ζούσε στο σπίτι του πατέρα της κάνοντας μόνο δουλειές του σπιτιού, αρχικά υποφέροντας από τη θλίψη και ντροπιασμένη για να γυρίσει στο σχολείο, αφότου το είχε διακόψει και είχε χάσει την κόρη της, από τον δεσμό που είχε με τον Γιέντε Γιόνγκα. Αργότερα, τέσσερα χρόνια, δεν τα κατάφερε, επειδή ο πατέρας της δεν πίστευε πως άξιζε τον κόπο να δώσει λεφτά για να τελειώσει το λύκειο μια σχεδόν εικοσάχρονη κοπέλα. Μόνο όταν ο γιος της, ο Λιόμι, έγινε ενός έτους, είχε επιτέλους συμφωνήσει ο πατέρας της να πληρώσει για να πάει σε ένα βραδινό τμήμα εκμάθησης υπολογιστών, αφού τον είχε πείσει πως, αν μάθαινε υπολογιστές ίσως μπορούσε να βρει μια δουλειά. Όμως έπειτα από ένα χρόνο μαθημάτων δεν είχε καταφέρει να βρει δουλειά επειδή υπήρχαν ελάχιστες δουλειές στο Λίμπε, πόσο μάλλον για μια νέα γυναίκα που δεν είχε τελειώσει το λύκειο. Στο σπίτι ένιωθε βαριεστιμάρα και απογοήτευση, ανίκανη να διεκδικήσει την όποια ανεξαρτησία επειδή ήταν οικονομικά εξαρτημένη από τους γονείς της, ανίκανη να παντρευτεί τον Γιέντε επειδή ο πατέρας της δεν της επέτρεπε να παντρευτεί έναν υπάλληλο του Δήμου, ανίκανη να κάνει κάτι γι’ αυτό επειδή και οι δυο τους, αυτή και ο Γιέντε, θεωρούσαν πως δεν ήταν σωστό να παρακούσουν έναν γονιό και να παντρευτούν.
Λίγο πριν από τα τριάντα το μόνο που σκεφτόταν ήταν η Αμερική.
Δε θεωρούσε πως η ζωή στην Αμερική ήταν δίχως προβλήματα, αλλά μέσα από τις αμερικάνικες σειρές της τηλεόρασης είχε διαπιστώσει ότι υπήρχε ένα μέρος στον κόσμο όπου οι μαύροι είχαν τις ίδιες ευκαιρίες για ευημερία με τους λευκούς. Οι Αφροαμερικανοί που έβλεπε στην τηλεόραση στο Καμερούν ήταν ευτυχισμένοι και επιτυχημένοι, μορφωμένοι και αξιοπρεπείς, και είχε πειστεί ότι, αν εκείνοι μπορούσαν να ευημερήσουν στην Αμερική, σίγουρα θα τα κατάφερνε και η ίδια. Η Αμερική έδινε στον καθένα, μαύρο ή λευκό, μια ευκαιρία να γίνει ό,τι επιθυμούσε. Όλες οι φωτογραφίες που είχε δει από Καμερουνέζους στην Αμερική αντιπροσώπευαν την ευτυχία: γελαστά παιδιά στο χιόνι, ζευγάρια χαμογελαστά στο εμπορικό κέντρο, οικογένειες που πόζαραν μπροστά από ένα όμορφο σπίτι με ένα ωραίο αυτοκίνητο παραδίπλα. Η Αμερική για εκείνη ήταν συνώνυμη της ευτυχίας.
Αυτός ήταν και ο λόγος που τη μέρα που ο Γιέντε της αποκάλυψε την προσφορά του Γουίνστον, του ξαδελφού του, να του αγοράσει εισιτήριο, για να πάει στην Αμερική και κάποια στιγμή να φέρει και εκείνη με τον Λιόμι είχε κλάψει, έκλαιγε και την ώρα που έγραφε το ευχαριστήριο μέιλ των πέντε παραγράφων στον Γουίνστον. Άρχισε να παρακολουθεί αμερικανικές ταινίες όπως «Η ζωή σε δύο πράξεις» και «Η κυρία Ντάπφαϊρ» όχι μόνο για να ψυχαγωγηθεί αλλά και για να προετοιμαστεί, οραματιζόμενη το μέλλον στη Νέα Υόρκη, όπου θα μπορούσε να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της, να αποκτήσει ένα σπίτι, να μεγαλώσει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Παρότι μετά την άφιξή της στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, ξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν πολλοί μαύροι, που ζούσαν όπως αυτοί στις διαφημίσεις και ότι κανένας στην πραγματικότητα, μαύρος ή λευκός, δε διέθετε μπάτλερ όπως η οικογένεια στον «Πρίγκιπα του Μπελ Ερ», η συγκεκριμένη διαπίστωση ελάχιστα μετέβαλε την πεποίθησή της πως όλα στην Αμερική ήταν εφικτά. Η Αμερική μπορεί να είχε ψεγάδια, ωστόσο παρέμενε μια όμορφη χώρα. Παρ΄ όλα αυτά θα μπορούσες να γίνει κάτι πολύ πιο σημαντικό από ό,τι στο Λίμπε. Παρά τις καθημερινές κακουχίες, είχε ακόμα τη δυνατότητα να στέλνει φωτογραφίες στις φίλες της στο Λίμπε και να λέει: «Κοιτάξτε με, κοιτάξτε εμένα και τα παιδιά μου, τα καταφέραμε εντέλει».
Τα πράγματα για το ζευγάρι κυλούσαν ομαλά και απολάμβαναν τη ζωή στη Νέα Υόρκη. Έχοντας η Νένι πλέον διανύσει τόσο δρόμο και έχοντας απομείνει μόνο δύο εξάμηνα στο Κοινοτικό Κολέγιο του Μανχάταν, για να πάει στη φαρμακευτική σχολή, ο Γιέντε από το 2008 που έχασε την δουλειά του σαν σοφέρ, στην πλούσια οικογένεια του Κλαρκ και της Σίντι Έντουάρντς (ο Κλαρκ ήταν διευθυντικό στέλεχος της Lehman Brothers), ήθελε να γυρίσουν πίσω στο Καμερούν. Με την κατάρρευση της Lehman Brothers και την μεγάλη οικονομική ύφεση, αλλά και λόγω της κυρίας Έντουάρντς, ο Γιέντε χάνει τη δουλειά του. Η προσωρινή δουλειά, να πλένει πιάτα σε εστιατόρια, είναι πολύ βαριά και εργάζεται πάρα πολλές ώρες. Ο Γιέντε απελπίζεται και βλέπει μαύρο το μέλλον της οικογένειάς του στην Αμερική, αφού επιπλέον δεν μπορεί να πάρει και την πράσινη κάρτα διαμονής. Ο γάμος τους αρχίζει να κλονίζεται. Η Νένι επέμενε να μείνουν στην Αμερική και να το παλέψουν με κάθε τρόπο. Δεν ήταν μόνο επειδή αγαπούσε η Νένι τη Νέα Υόρκη και τις ωραίες στιγμές που της είχε προσφέρει ή ακόμα κι αυτές που την περίμεναν στο μέλλον. Ήταν επίσης οι απεριόριστες ευκαιρίες που θα είχαν τα παιδιά της στη Νέα Υόρκη, το μέλλον που είχε η ίδια στερηθεί στο σπίτι του πατέρα της. Θα πολεμούσε για τα παιδιά της και για τον εαυτό της, επειδή κανένας δεν είχε ταξιδέψει τόσο μακριά από την πατρίδα του, για να επιστρέψει χωρίς να κάνει μια περιουσία ή να έχει εκπληρώσει ένα όνειρο. Τα όνειρά τους ήταν για μια καλύτερη ζωή και για αυτό ήρθαν στην Αμερική. Δεν κυνηγούσαν ψευδαισθήσεις. Η Αμερική τους μπορεί να είχε γίνει κόλαση, τώρα με την ύφεση και την οικονομική κρίση, αλλά η Νένι επέμενε να το παλέψουν με υπομονή και καρτερικότητα. Δεν θα έχαναν την ευκαιρία να μεγαλώσουν τα παιδιά της στην υπέροχη χώρα των ονειροπόλων…
Ένα μυθιστόρημα για τη μετανάστευση, την αμερικάνικη υπηκοότητα, την πράσινη κάρτα, την αμερικάνικη Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, τις ταξικές και φυλετικές διακρίσεις, τις δυσκολίες των μαύρων μεταναστών καθώς και για τις αθέατες και σκοτεινές πτυχές του Αμερικανικού Ονείρου.
Πρόκειται για Αριστούργημα. Διαβάστε το.
Η Ιμπόλο Μπούε γεννήθηκε στο Λίμπε του Καμερούν. Σπούδασε ανθρωπιστικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια Ράτγκερς και Κολούμπια. Κατοικεί στις Η.Π.Α. από μία δεκαετία και σήμερα ζει στη Νέα Υόρκη. Το «Ιδού οι ονειροπόλοι» είναι το πρώτο της βιβλίο. Οι εκδόσεις Random House της έδωσαν για αυτό το βιβλίο, που πήρε το Βραβείο Pen/Faulkner 2017, ένα εκατομμύριο δολάρια.
Τραχανάς Κώστας