Αρκετές φορές μέχρι τώρα -συνήθως όταν διάβαζα κάποιο ιστορικό μυθιστόρημα- είχα αναρωτηθεί γιατί οι συγγραφείς ανά τον κόσμο δεν έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με το τι έγινε κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στον χώρο που σήμερα καταλαμβάνει η πατρίδα μας αλλά και η υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη. Είναι γεγονός βέβαια -και αυτό ίσως είναι και μία εξήγηση- ότι για την συγκεκριμένη περίοδο και για τον συγκεκριμένο χώρο δεν υπάρχουν ιδιαίτερα πολλές ιστορικές πηγές. Να όμως που τον Μάη του 2006 έκανε την εμφάνιση του στα βιβλιοπωλεία το πρώτο μυθιστόρημα της Ελένης Τσαμαδού «Οι θεοί πέθαναν στη Ρώμη». Ένα θαυμάσιο βιβλίο, με εκπληκτική πλοκή που εξελίσσετε στην πιο πάνω περίοδο, στον πιο πάνω γεωγραφικό χώρο και ακροβατεί μεταξύ κανονικού και ιστορικού μυθιστορήματος.
Ας δούμε όμως λίγο το ιστορικό πλαίσιο πριν πάρουμε μια γεύση από το βιβλίο. Βρισκόμαστε στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. Η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έχει μεταφερθεί εδώ και χρόνια στην Κωνσταντίνου Πόλη, ενώ επίσημη θρησκεία πλέον του κράτους είναι ο Χριστιανισμός. Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου το 395μ.Χ. η αυτοκρατορία έχει διαιρεθεί ουσιαστικά στα δύο. Σε κάθε κομμάτι της, αυτοκράτορας είναι ένας από τους δύο του γιούς. Στο ανατολικό με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη ο Αρκάδιος και στο δυτικό με πρωτεύουσα την Ρώμη ο Ονώριος. Οι επιδρομές των Ούννων στη βόρεια Ευρώπη έχουν «πιέσει» τους Γότθους οι οποίοι κατεβαίνουν στον νότο προς αναζήτηση νέων εδαφών που θα μπορέσουν να καλλιεργήσουν, να ζήσουν με τις οικογένειες τους και να δημιουργήσουν ένα νέο βασίλειο – μια νέα πατρίδα.
Στην αρχή του βιβλίου της, η Ελένη Τσαμαδού μας μεταφέρει στην αρχαία Μεσσήνη, στην Πελοπόννησο. Εκεί σε ένα ναό της θεάς Άρτεμης, συναντάμε την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου τη Μεγώ. Έξι χρόνια είναι στην υπηρεσία της θεάς -μπήκε στο ναό όταν ήταν δέκα ετών, και θα παραμείνει ως τα δέκα επτά της- έχοντας δώσει όρκους παρθενίας όπως όλες οι άλλες ιέρειες. Κάποια στιγμή επιτίθενται στο ναό χριστιανοί με σκοπό να τον παραδώσουν στις φλόγες και να σκοτώσουν όλες τις Εθνικές -έτσι ονόμαζαν τους ειδωλολάτρες οι χριστιανοί- που υπηρετούν σε αυτόν. Γλυτώνουν, κυριολεκτικά στο παρά πέντε, όταν εμφανίζεται και τις σώζει μια ομάδα στρατιωτών με επικεφαλής τον Αριστόφρονα. Ο Αριστόφρων και η Μεγώ, αν και χρόνια γείτονες φαίνεται να «προσέχουν» ο ένας τον άλλο για πρώτη φορά. Η σπίθα που εμφανίστηκε στα βλέμματα τους δεν αργεί να γίνει πυρκαγιά και να κάψει τις καρδιές αλλά και τις ζωές τους. Οι δύο νέοι ερωτεύονται παράφορα και αρχίζουν να κάνουν σχέδια για το μέλλον. Η Μεγώ, μεταξύ άλλων, καταθέτει στον έρωτα της τον όρκο παρθενίας που είχε δώσει στην Άρτεμη με αποτέλεσμα να μείνει έγκυος. Ακολουθεί η φυγή από τον ναό, ο κρυφός τους χριστιανικός γάμος -ο Αριστόφρων ήταν χριστιανός- και η γέννηση του γιου τους, χωρίς κανένας από το περιβάλλον τους να γνωρίζει το οτιδήποτε.
Εντωμεταξύ οι Γότθοι έχουν φτάσει στη Μεσσήνη και το ζευγάρι αναγκάζεται να το σκάσει αφήνοντας τον γιό τους Αριστομένη, στη νόνα (τροφό) του Αριστόφρονα. Κατά την διάρκεια της φυγής, η Μεγώ αιχμαλωτίζεται, βιάζεται και γίνεται δούλα των Γότθων. Παρ’ όλες τις κακουχίες και τα σημάδια της δυστυχίας της, η Μεγώ παραμένει μια πολύ όμορφη γυναίκα. Ο Βασιλιάς των Γότθων, ο Αλάριχος, θαυμάζει την ομορφιά της και αποφασίζει ότι η εκθαμβωτική Ελληνίδα θα γίνει η μητέρα των παιδιών του… Για να μάθετε, όμως, την συνέχεια της συνταρακτικής ιστορίας της Μεγούς θα πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο «Οι θεοί πέθαναν στη Ρώμη», της Ελένης Τσαμαδού.
Στην αρχή του κειμένου σας είπα ότι το βιβλίο ακροβατεί μεταξύ του κανονικού και του ιστορικού μυθιστορήματος. Και να γιατί. Η Μεγώ, η κεντρική του ηρωίδα, είναι μεν ιστορικό πρόσωπο -με την έννοια ότι υπήρξε όντως κάποια ιέρεια της Άρτεμης στην αρχαία Μεσσήνη με αυτό το όνομα- αλλά δεν έζησε τίποτα από όσα αναφέρονται μέσα στο βιβλίο. Απ’ την άλλη οι υπόλοιποι ήρωες του βιβλίου είναι ιστορικά πρόσωπα που όντως έδρασαν στην ζωή τους με τον τρόπο που δρουν μέσα στο βιβλίο εκτός βέβαια από τις ενέργειες τους που έχουν σχέση με την Μεγώ.
Βάση των παραπάνω δεν μπορεί κανείς να κατατάξει εύκολα το βιβλίο ως προς το είδος του αλλά μπορεί πανεύκολα να το κατατάξει ως προς την αξία του… Η Ελένη Τσαμαδού έχει δημιουργήσει ένα αριστούργημα. Ένα εκπληκτικό ανάγνωσμα που το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το διαβάσεις απνευστί. Η αγωνία για το τι θα γίνει στην συνέχεια σε συνοδεύει από την πρώτη ως την προτελευταία του παράγραφο. Ζεις κι εσύ που το διαβάζεις, τα συνταρακτικά γεγονότα που βιώνουν οι ήρωες. Ταυτόχρονα -και είναι πολύ σημαντικό αυτό- μαθαίνεις για ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της παγκόσμιας ιστορίας. Κομμάτι που αν και άλλαξε την ροή της, δεν έχει γίνει ευρέως γνωστό ή τουλάχιστον δεν έχει γίνει γνωστό με τον αντικειμενικό τρόπο που το φωτίζει η συγγραφέας. Και αυτό είναι ένα από τα πράγματα που κάνουν αυτό το βιβλίο τόσο αξιόλογο και την Ελένη Τσαμαδού έναν από τους ανθρώπους που έχουν τοποθετήσει ακρογωνιαίους λίθους στο οικοδόμημα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Ρώμη και την Αυλή της Ραβέννας, στον περίγυρο των ταραγμένων χρόνων της Ύστερης Ρωμαϊκής Εποχής και των μετακινήσεων των λαών, ξετυλίγεται μια ιστορία έρωτα, σκοτεινών συνωμοσιών και δολοπλοκιών, προδοσίας και καταστροφής.
Δύο άνθρωποι με διαφορετικές καταβολές και πεπρωμένο ενώνουν τις τύχες τους. Εκείνος είναι Γότθος. Ζητά μια γη να στεριώσει το λαό του. Στα χέρια του κρατά τη ρομφαία του τιμωρού. Προορισμός του να δώσει το τελικό πλήγμα στους αρχαίους θεούς που αργοπεθαίνουν. Εκείνη, Ελληνίδα, η τελευταία μιας ηρωικής γενιάς, είναι η ιέρεια της ζωής. Προφητείες και οράματα καθορίζουν τη μοίρα τους και, μέσα από πόνο και αίμα, κατευθύνουν την πορεία της ζωής τους προς την αυγή… που χαράζει στη Δύση.
Μια ιστορία έρωτα και δράσης που ταξιδεύει τον αναγνώστη σε τόπους και χρόνους μακρινούς, φωτίζοντας με τρόπο γλαφυρό και παραστατικό μία από τις πιο συγκλονιστικές, αλλά λιγότερο γνωστές περιόδους της Ιστορίας.