Ένα χωριό ξεχωριστό είναι το ξακουστό Γοργονοχώρι. Μια στενή λωρίδα γης το ενώνει με τη στεριά και γύρω γύρω λούζεται από τη θάλασσα. Οι κάτοικοί του είναι λίγοι και μεγάλης ηλικίας οι περισσότεροι. Λίγοι και οι χειμερινοί επισκέπτες του. Μα το καλοκαίρι… Το καλοκαίρι όλα αλλάζουν! Επισκέπτες πάνε κι έρχονται γεμίζοντας τα στενά δρομάκια του με γέλια, παιχνίδια, φωνές και συζητήσεις.
Ο παππούς Νικόλας διηγείται στα εγγονάκια του -τον Νικολή και τον Γιώργη- μια ιστορία απ’ τα παλιά. Μια ιστορία για την Λήδα, τη Λεώνη και την κοκκινομάλλα Λητώ, τις τρεις γοργόνες. Τρεις γοργόνες που κάθε σούρουπο άφηναν το βασίλειό τους στα βάθη της θάλασσας για να παίξουν στα ρηχά μιας απόμερης παραλίας, εκεί, στο Γοργονοχώρι. Τα γέλια και οι φωνές τους έκαναν τους χωριανούς να θέλουν να τις πλησιάσουν, μα αυτές το καταλάβαιναν και χάνονταν πριν προλάβουν να τις δουν. Έτσι, ποτέ δεν τα κατάφεραν. Μόνο ο Θοδωρής ένα απόγευμα κρύφτηκε πίσω από τα βράχια της αγαπημένης τους παραλίας και τις περίμενε καρτερικά. Οι φωνές τους αυτή τη φορά δεν ήταν γεμάτες χαρά…
…
Τα ‘χαν βάλει με την αδερφή τους, τη Λητώ.
– Δε γίνεται να βγεις στη στεριά.
– Η μητέρα μάς το ‘χει απαγορεύσει.
– Μα θα ‘ναι μόνο για λίγο! τους έλεγε εκείνη. Δε θα πάθω τίποτα. Μην ανησυχείτε!
– Όχι, Λητώ! Όχι! Ως μεγαλύτερη που είμαι στο απαγορεύω, φώναξε η Λεώνη. Είσαι η μικρότερη και πρέπει να μας ακούς.
– Μα δεν μπορεί να πιστεύετε όσα λέει η μητέρα. Είναι δυνατόν άμα βγω, να γίνω άνθρωπος και να χάσω την αθανασία μου;
– Και όχι μόνο αυτό, πετάχτηκε η Λήδα, αλλά θα ξεχάσεις και την καταγωγή σου. Δε θα θυμάσαι ότι ήσουν γοργόνα. Θα πάψεις να αγαπάς τη θάλασσα και έτσι δεν θα την πλησιάζεις.
Κι εμείς δε θα μπορούμε να σε καλέσουμε, ούτε να σε δούμε ξανά, εκτός κι αν έρθεις σε αυτή την παραλία, μόνη σου.
– Αυτά τα λέει για να μας τρομάζει…
– Η μαμά είναι σοφή και ξέρει.
…
Κάποια στιγμή όμως, ένας δυνατός θόρυβος ακούγεται και οι γοργόνες βλέποντας ξαφνικά κοντά τους τον Θοδωρή, βουτάνε και χάνονται στα καθαρά βαθιά νερά του νησιού. Ο Θοδωρής από την άλλη, μαγεμένος από το θέαμα, τρέχει πίσω στο χωριό και τα αφηγείται όλα με κάθε λεπτομέρεια στους συγχωριανούς του. Το μόνο που καταφέρνει -αντί να τον πιστέψουν- είναι να του κολλήσουν ένα παρατσούκλι. Τρελοθόδωρο τον φωνάζουν τώρα πια όλοι τους!
Χρόνια πολλά πέρασαν από τότε και μια μέρα, μια γυναίκα με κατακόκκινα μαλλιά εμφανίστηκε στο χωριό χωρίς να ξέρει πως βρέθηκε εκεί και ποιο ήταν το όνομά της. Οι χωρικοί την ονόμασαν Ελένη και την κράτησαν κοντά τους, όπου έκανε οικογένεια και παιδιά και έζησε ευτυχισμένη. Όμως από εκείνη τη μέρα -τη μέρα που εμφανίστηκε στο χωριό- κανείς δεν ξανάκουσε τις γοργόνες να παίζουν και να γελούν στην παραλία των γοργόνων.
Τι λέτε; Θα αντηχήσουν ποτέ ξανά οι φωνές και τα γέλια των γοργόνων;
Αυτό θα το μάθετε όταν βυθιστείτε στην ανάγνωση του νέου βιβλίου του πολυγραφότατου και πολυβραβευμένου συγγραφέα Βασίλη Κουτσιαρή που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2015 από τις εκδόσεις Κόκκινη κλωστή δεμένη, σε μια ιδιαίτερα προσεγμένη σκληρόδετη έκδοση και με την εκπληκτική εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου.
«Η τέταρτη γοργόνα» είναι ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το μαγεύεσαι κι ακούς ήχους. Γοργόνες παίζουν και γελούν, ο παππούς αφηγείται παλιές ιστορίες στα εγγονάκια του, τα κύματα σκάνε άγρια το χειμώνα και ήρεμα το καλοκαίρι στις ακροθαλασσιές, τα τρεχαλητά των παιδιών να κρυφτούν πριν τα δει η Λαμπρινή.
Οι λέξεις το συντροφεύουν, το εξηγούν, το σχηματίζουν, το εξιστορούν και η εικονογράφηση το συμπληρώνει με τον δικό της ξεχωριστό, υπέροχο τρόπο. Θα ονειρευτείτε τη θάλασσα, θα ταξιδέψετε στο Γοργονοχώρι, θα κρυφοκοιτάξετε τις γοργόνες και θα ψάξετε μαζί με τα παιδιά μήπως και καταφέρετε να βρείτε την τέταρτη γοργόνα.
«Η τέταρτη γοργόνα» θα εξάψει την φαντασία σας, θα σας ταξιδέψει και θα σας αφήσει ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη. Αγοράστε την, απολαύστε την, δωρίστε την και να είστε σίγουροι πως οι παραλήπτες του δώρου σας θα το λατρέψουν!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Κάθε καλοκαίρι ο Νικολής με τον Γιώργη παρακολουθούν τη Λαμπρινή, την κοπέλα με τα μακριά κατακόκκινα μαλλιά, και δεν την αφήνουν στιγμή μόνη της.
Πιστεύουν πως είναι γοργόνα.
Στην αρχή η Λαμπρινή γελούσε και δεν έδινε σημασία, αλλά μετά άρχισε να ενοχλείται από την επιμονή των δύο μικρών παιδιών.
Έτσι, μια μέρα κάνοντας πως δεν τους είδε που ήταν κρυμμένοι στην αυλή της, και κρατώντας μια μεγάλη τσάντα κατευθύνθηκε στην παραλία των Γοργόνων.
Εκεί θα τους έδινε ένα καλό μάθημα.
Ή τουλάχιστον αυτό πίστευε εκείνη…
Ολυμπία Κατσένη