Αντώνης Αργύρης
Εκδόσεις Δωδώνη
Έτος πρώτης έκδοσης: 2005
Ο συγγραφέας μας λέει:
…
Να πονάς μεγαλώνοντας. Εμείς που ζούμε έξω απ’ τα σύνορα, έξω απ’ τη θύρα του ελλαδικού τρόπου σκέψης και νιώθουμε τα κύματα της επέκτασης – συρρίκνωσης της, όχι απλά σαν φυσική πραγματικότητα, αλλά σαν σύνορα ζωής, νιώθουμε και τα κύματα μιας άλλης πνευματικότητας που μας σπρώχνει προς τον αφανισμό. Δεν είμαστε αναγκασμένοι να δούμε την Αυτογνωσία σαν θεϊκό βάλσαμο, σαν λύτρωση απ’ την πολύπλευρη ιστορική αμνησία μας;
Να χτίσεις ένα δικό σου τρόπο σκέψης, να βλέπεις σύνορα πέρα απ’ τα σύνορα, θύρες πέρα απ’ τις θύρες, περάσματα πίσω απ’ τα περάσματα, να ζεις μέσα σε μια συνείδηση που σε περικυκλώνει από παντού και σε σπρώχνει με ύπουλη μεθοδικότητα, προς την ομοιότητά σου πέρα απ’ τη θύρα, προς ποιά ομοιότητα!; Να αντιστέκεσαι; Πόσο να αντιστέκεσαι; Όταν δεν ανήκεις ούτε στην ελληνοφάνεια, ούτε στην ελλαδικότητα και ζεις βυθισμένος μέσα στην ελληνομανία σου αναζητώντας σύνορα σκέψης, σύνορα πίστης που είναι αποκλειστικά δικά σου και να υπάρχεις μέσα σε μια άγρια διαφορετικότητα, χωρίς να δείξεις ότι είσαι διαφορετικός! Αυτή είναι μια άγρια ομορφιά, προπαντός όταν υποκρίνεσαι σε μια τέτοια διαφορετικότητα. Μολαταύτα υπάρχεις, θωρακίζοντας ολόκληρο τον συναισθηματισμό σου. Τίποτα το αληθινό δεν βγαίνει έξω απ’ τη θωράκισή σου. Να βλέπεις το μίσος της αγριότητας να πέφτει πάνω στα ιδανικά σου και εσύ να γίνεις θεατρίνος για να επιβιώσεις, να προφυλάξεις τα ιερά και τα όσιά σου, ακόμα και την αδιαφορία της ομοιότητας, να είσαι ένα σύνορο πέρα απ’ τα σύνορα και αυτό να μην το ξέρει κανείς. Να έχεις πάντα κολλημένη μια μάσκα πάνω σου και να μη τη βλέπει κανείς, ούτε και οι πολλοί όμοιοί σου. «Ζούμε σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία.», έτσι λένε και οι όμοιοι και οι διαφορετικοί. Και μια θαμμένη οικουμενικότητά που ουρλιάζει μέσα σου και αναζητάει την ανάσταση της, τι να την κάνεις;
Να ζεις πέρα απ’ τη θύρα και να πονάς όμοια με τη θύρα. Ο πόνος της θύρας να είναι και δικός σου πόνος, γιατί έμαθες να γεύεσαι τον πόνο ακόμα κι όταν δεν υπάρχει το ορατό αντικείμενο του πόνου. Να ζεις πέρα απ’ τα σύνορα και να έχεις την ικανότητα να επεκτείνεις τα σύνορα του πόνου σου. Να νιώθεις τον χαμό των προγόνων σου και τη γεύση του πόνου που άφησαν πίσω τους σαν ιερή κληρονομιά και να πορεύεσαι μ’ αυτή τη γεύση στο στόμα μέσα στον άπειρο χρόνο. Να διαλέξεις μέσα σ’ αυτό το «σκότος» το μεγαλύτερο πόνο για να πονέσεις περισσότερο. Να βλέπεις τον πόνο του Προμηθέα σαν δικό σου πόνο, τον πόνο του Οιδίποδα, του Σωκράτη, των αντι-Σωκρατικών σαν ζωντανό πόνο. Νιώθοντας τέτοιους πόνους ανυπόφορους, μαθαίνεις να μην πονάς πια, έχεις γίνει έτσι, ένας αυτογνώστης του πόνου σου.
Να ζεις πέρα απ’ τη θύρα, να ζεις μέσα στη θύρα του ψυχισμού σου, να πονάς για χαμένες ομοιότητες και πέρα απ’ την ορθολογικότητα τη φαινομενικότητα να γεύεσαι το Ελληνικό Άσμα, να γεύεσαι έναν κόσμο πνευμάτων όπου «οι μάγισσες» χορεύουν τους κυκλικούς χορούς της Αλήθειας και αυτό να μην το βλέπει ούτε η θύρα, ούτε η «πρόοδος» πέρα απ’ τη θύρα.
Τώρα πια ό,τι κάνουμε, ό,τι σκεπτόμαστε, ό,τι ονειρευόμαστε συνδέεται με τη θύρα. Αυτή μαζεύει τους καημούς, τα παρακάλια, τις κατάρες και όλες τις στραβομάρες μας. Μετατράπηκε σε κάτι σαν θύρα ναού, αλλά κανείς δεν αναγνωρίζει την ιεροσύνη της.
Πάντα στο σημείο που χωρίζονται δυο κόσμοι βρίσκεται μια ονειρεμένη πραγματικότητα: ένα τέλος και μια αρχή, ίσως το τέλος μιας σκέψης και την αρχή ενός ονείρου, ίσως το τέλος ενός ονείρου και η αρχή ενός μύθου. Αν δεν ήταν έτσι δεν θα υπήρχε ο χωρισμός, δεν θα υπήρχε ούτε η σκουριασμένη θύρα. Πάντα σου προσφέρει άφθονο χρόνο αναμονής μπροστά της και συγχρόνως όλα εκείνα τα πειράγματα που σε αναγκάζουν να βάλεις τη σκέψη στην υπηρεσία του ονείρου και το όνειρο στην υπηρεσία της έρευνας.
Η θύρα οφείλει τη σημαντικότητά της στο τέλος ενός μακρόχρονου ονείρου. Όποιος έμαθε να «βλέπει» μέσα του, καταλαβαίνει ότι μια θύρα χωρίζει το όνειρο απ’ το μύθο. Αυτός ο διαχωρισμός, αυτή η καταραμένη θύρα που υπάρχει σαν ειρωνεία της λογικότητάς μας, σου λέει: «Είσαι καταδικασμένος στη διαφορετικότητα, στον αφανισμό, στη διχόνοια, δεν μπορείς να ονειρευτείς σκεπτόμενος, ούτε να σκεπτείς ονειρευόμενος, αν δεν περάσεις από εμένα. Έτσι θα μείνεις για πάντα, ονειροπόλος της ιστορικής σου άγνοιας. Πού να’ ξερε η θύρα ότι εμείς είχαμε μάθει ν’ ανοίγουμε παράνομες θύρες σαν παιδιά ενός παράνομου κόσμου που ήξερε να βλέπει ακόμα και την αθώα ειρωνεία της με παράνομη ματιά.
…