Εκδόσεις Ψυχογιός, 2020
Σελ. 415
Ξάνθη, 1895
Η Κεραστώ οχτώ χρονών μένει ορφανή, γιατί οι Βούλγαροι κάψανε το χωριό της, σκοτώνοντας τους γονείς της. Ζει πλέον στο παλιό, χιλιόχρονο μοναστήρι της Κυράς, της Παναγιάς. Εκεί κάνει όλες τις δουλειές, που τις αναθέτει η ηγουμένη και οι αδελφές.
Μια μέρα θα φέρουν στο μοναστήρι μια αρχοντοπούλα την Μελπομένη και πολλά δώρα, κυρίως προμήθειες και φαγώσιμα, για το μοναστήρι. Ο πατέρας της Μελπομένης ήταν ξακουστός φραγκοράφτης της Ξάνθης και σε αυτόν μαθαίνανε ραπτική πολλά κορίτσια των καλών οικογενειών. Από τις καλόγριες Βιολάνθη και Αχλάδω, η Κεραστώ μαθαίνει, ότι η Μελπομένη Χαρτζόγλου ήρθε να μείνει στο μοναστήρι, γιατί είναι γκαστρωμένη και την φέραν εκεί οι γονείς της, για να κρύψουν τις πομπές της.
Για την Κεραστώ, η ηγουμένη είχε όνειρα, δεν ήθελε το ορφανό να φορέσει ράσο, αλλά να μάθει γράμματα και να γίνει δασκάλα. Ήτανε όμως διαβολόπαιδο και αγρίμι. Πολλές φορές το έσκαγε από το μοναστήρι και κρυβόταν για μια – δυο μέρες σε μια κρυφή σπηλιά.
Η Μελπομένη για να μην γίνει βάρος στις καλόγριες μέχρι να γεννήσει έπρεπε με κάτι να απασχοληθεί. Έφερε από το αρχοντικό της τόπια μαύρο ύφασμα, δυο τόπια λευκή βατίστα, φανέλες και μια ραπτομηχανή, για να ράψει για όλες τις καλόγριες μαύρα φαρδιά ρασοφούστανα και ζεστά νυχτικά.
Η Κεραστώ δίπλα στην Μελπομένη περνούσε τις περισσότερες ώρες της. Ήθελε να μάθει να ράβει. «Το να ράβεις ένα φόρεμα», της έλεγε η Μελπομένη, «είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας. Θέλει τέχνη».
Τα δαχτυλάκια της μικρής Κεραστώς είχαν γίνει σουρωτήρι από τα τρυπήματα, το κάμποτο κατακόκκινο, η γλώσσα της χιλιοδαγκωμένη. Η καλόγρια Θεοχαρίστη δεν ήθελε η μικρή να μάθει να ράβει, αλλά η Κεραστώ την απείλησε, ότι αν δεν την άφηνε κοντά στην Μελπομένη, θα έφευγε από το μοναστήρι.
Η Κεραστώ έδειξε στην Μελπομένη ένα κομμάτι πανί που ήταν ραμμένο πάνω στο κατασάρκι της, ήταν η κεντημένη της ταυτότητα, έτσι την βρήκαν οι καλόγριες πλακωμένη από το νεκρό κορμί της μάνας της. Πάνω σε αυτό το πανάκι ήταν κεντημένες με ριζοβελονιά λέξεις που μαρτυρούσαν τη ρίζα της Κεραστώς: «Κεραστώ, 1887, θυγατέρα του Στέργιου Οδρυσούδη και της Αννέτας. Αδελφός, 1881, Σαράντης».
Έτσι στο μοναστήρι, αφού γέννησε ένα κοριτσάκι η Μελπομένη, το οποίο όμως της το πήραν οι γονείς της και φύγαν από την Ξάνθη, στήθηκε ένα μοδιστράδικο. Η Μελπομένη εκτός από τα ρούχα των καλογριών, έφτιαχνε ποδιές, κουζινόπανα και κεφαλομάντιλα. Οι αδελφές, με το που τελείωναν τις βαριές δουλειές του μοναστηριού, πιάνανε τη βελόνα, να κεντάνε, να κάνουν μπιμπίλες και νταντέλες. Τα πουλούσαν μαζί με τις κουρελούδες στο παζάρι, για έχει έσοδα το μοναστήρι. Μαζί τους δούλευε και η Κεραστώ, ενώ η Μελπομένη για να ξεχνάει την πίκρα της που έχασε το κοριτσάκι της, δεν έφυγε από το μοναστήρι και τις μάθαινε όλες να ράβουν. Τους έλεγε ότι η βελόνα, το ψαλίδι, το πανί και η κλωστή είναι τα μαγικά μιας ράφτρας…
Τέσσερα χρόνια κράτησε αυτή η δουλειά. Η Κεραστώ έγινε μαστόρισσα. Η Μελπομένη καμάρωνε. Της μαθήτριάς της της τόνιζε συνέχεια: «Το να ράψεις ένα ρούχο δεν είναι καθόλου δύσκολο. Το να κάνεις την κυρά που θα το φορέσει να νιώσει όμορφη, αυτό μονάχα οι άξιες και ευλογημένες ράφτρες το καταφέρνουνε. Ένα ρούχο δεν είναι μόνο να καλύπτει το κορμί, να γλιτώνεις από το κρύο, να κρύβεις την γύμνια. Ένα φουστάνι αλλάζει τη διάθεση της κυράς που το φοράει, ντύνει πρώτα την ψυχή, την πάει ταξίδι, τη μεταμορφώνει. Την κάνει να νιώθει όμορφη, ξεχωριστή. Δεν αρκεί η μοδίστρα να ξέρει να ράβει καλά, αλλά να καταλαβαίνει τι ιστορία, τι παραμύθι θέλει να ζήσει η κυρά που της εμπιστεύεται το ύφασμα. Να γίνει το πανί ένα με το πετσί της».
Ήξερε η Μελπομένη το μυστικό της καλής ράφτρας και από την αρχή αποφάσισε να μυήσει το μικρό κορίτσι στη μαγική τελετουργία για τη δημιουργία ενός ρούχου. Κακή μοίρα της έκλεψε το παιδί, καλή μοίρα έστειλε ένα ορφανό, να ενωθούν η μία με την άλλη, να σκεπάσουν πληγές χαίνουσες…
Κοίτα να δεις που ένα μεγάλο κακό, το ξερίζωμα ενός παιδιού από την αγκάλη της μάνας, μια καλομαθημένη αρχοντοπούλα που ξαφνικά ορφάνεψε διπλά, κοίτα να δεις που ετούτο το μολυσμένο σπυρί έσπασε και μετατράπηκε με άγγιγμα θεϊκό σε μια γλυκιά ευτυχία. Τέσσερα χρόνια κράτησε αυτό το μαγικό σχολείο.
Το 1900 η Κεραστώ, που είχε κλείσει πια τα δεκατρία έλαβε εντολή από την Μελπομένη και την ηγουμένη, να πάει μαθητευόμενη σε μια μοδίστρα στην Ξάνθη, στην καλύτερη, την Ζαφειρία. Η Μελπομένη θα πήγαινε στην Πόλη να ψάξει για το παιδί της και θα πήγαινε και στην Αθήνα να βρει τον Γκόφριντ, τον ακόλουθο του πρίγκιπα, για να δει αν την αγαπούσε ακόμη και να του πει για το παιδί τους, που γεννήθηκε στο μοναστήρι.
Η Κεραστώ άρχισε να δουλεύει στην Ξάνθη στο μοδιστράδικο της Ζαφειρίας. Μια μέρα γνώρισε μια σπουδαία πελάτισσα, την δεκαοχτάχρονη Ποινιώ που θα παντρευόταν τον χήρο και πλούσιο καπνέμπορα Στάμο Γιαβάσογλου. Ο 58χρονος Γιαβάσογλου παντρεύτηκε την Ποινιώ, αλλά δεν νοιάστηκε για τον μεγάλο του τον γιο τον Μήτσο που είχε κλείσει τα τριάντα, μήτε τον Βλάση τον μικρότερο και την κόρη του που ήταν μεγαλύτερη από τη γυναίκα του πατέρα της.
Η Κεραστώ τον πρώτο καιρό που βρισκόταν στο ραφτάδικο της έλειπε το μοναστήρι, οι αδελφές, η σπηλιά, η Μελπομένη. Σιγά σιγά συνήθισε και έγινε μετά από τρία χρόνια, άριστη ράφτρα κοντά στην Ζαφειρία. Όταν όμως επέστρεψε η Μελπομένη και ανταμωθήκανε, έμαθε ότι δεν είχε βρει το παιδί της και ο όμορφος Γερμανός στην Αθήνα είχε παντρευτεί μια πλούσια κυρία της Αυλής. Μετά από όλα αυτά η Μελπομένη κρεμάστηκε στο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό της. Τότε η Κεραστώ αποφάσισε να εγκαταλείψει το μοδιστράδικο και να επιτρέψει στο βουνό, στο μοναστήρι και στην σπηλιά. Έκοψε τα μαλλιά της, έτριψε μπόλικη κάπνα στα μούτρα της και έμοιαζε σαν αγόρι, πήρε μια βαλίτσα και κίνησε για το βουνό.
Η ζωή της Κεραστώ άλλαξε όταν πέθανε ο Στάμος Γιαβάσογλου και γνώρισε τον γιο του, τον καπνέμπορα Μήτσο Γιαβάσογλου, που δε ανεχόταν να βλέπει την γη του να λεηλατείται, τις εικόνες της εκκλησίας να μαγαρίζονται και έτσι παίρνει το όπλο του και γίνεται αντάρτης. Μαζί με την Κεραστώ στήσανε τις ζωές τους στην Ξάνθη, στο Γενί Κιοΐ, στο Ντεντέαγατς και στην Ανδριανούπολη.
Ράφτρες και μοδίστρες της Ξάνθης, ασημένιες δαχτυλήθρες, φιγουρίνια, ψαλίδια, σίδερα, καρφίτσες, κλωστές, πελότες, μεζούρες, μετάξι, φουστάνια, παζάρια, καπνοχώραφα με το χρυσόφυλλο φυτό, θρακιώτικα παραμύθια, θρύλοι και τραγούδια, ντόπια ήθη και έθιμα, αρχοντοπούλες, κυράδες, αρχοντικά με ζωγραφισμένα ταβάνια, ταπεινά σπίτια πετρόχτιστα, ασήμια, χρυσαφικά, κοινωνίες σκληρές, φτώχεια, δυστυχία, φόβος, πάθη, μυστικά, προδοσίες, ενοχές, αθωότητα, αυτοκτονίες, βιασμοί, σφαγές, έρωτες, χωριά να καίγονται, εκκλησίες ρημαγμένες, μοναστήρια καμένα, αντάρτες να πολεμούν τους κομιτατζήδες, όλα αυτά ραμμένα με γερές βελονιές στην Ιστορία της Ξάνθης.
Ένα μυθιστόρημα επιστροφή στις ρίζες των νοημάτων, πικρές μνήμες κι αλήθειες από αλλοτινές εποχές, ξεγύμνωμα των ψυχών, εσωτερικές αναζητήσεις, ιστορίες που κινούνται στο ημίφως, η ανάγκη συνομιλίας με όσα κρύβονται πίσω από τα πρόσωπα, τα πράγματα και τις λέξεις, ο έρανος του ξεχασμένου πλούτου των θρακιώτικων λέξεων.
Μια συναρπαστική αφήγηση καταστροφής και αναγέννησης σε απαράμιλλο ύφος από μία μεγάλη συγγραφέα. Ένα βιβλίο βαθιά ανθρώπινο.
Διαβάστε το.
Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία. Μεγάλωσε σε μια προσφυγική γειτονιά, τότε που το παιχνίδι στους δρόμους ήταν τρόπος ζωής. Σπούδασε γαλλική και ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακό στη Σορβόννη, παρακολούθησε μαθήματα γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπεσανσόν, ιστορία της τέχνης στο Γαλλικό Ινστιτούτο και συμμετείχε για δύο χρόνια στα διεθνή προγράμματα Lingua. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στο Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων και τα τρία τελευταία χρόνια στο Ελληνικό Σχολείο των Βρυξελλών. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία, έχει επιμεληθεί δύο ντοκιμαντέρ και έχει γράψει τηλεοπτικά σενάρια. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά της VINSANTO. ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΗΣ ΛΑΒΑΣ.
Τραχανάς Κώστας