Εκδόσεις Εστία, 2016
Σελ. 128
Ένας ναυτικός και μια πόρνη αφηγούνται ιστορίες από τις ζωές τους. Ο προβολέας του συγγραφέα τους φωτίζει εναλλάξ.
Η Λόλα βρέθηκε να δουλεύει στην Ντάπια των Χανίων από τη δεκαετία του ‘60 έως και τη δεκαετία του ‘80.
Ο Γιώργος ταξίδευε το ίδιο διάστημα από την Ιαπωνία μέχρι την Βραζιλία και είχε περιστασιακές σχέσεις με πόρνες.
Οι δυο τους εξιστορούν φουρτούνες και απαγωγές, αρραβώνες και βαφτίσια, αυτοκτονίες και έρωτες. Μέσα από τις αφηγήσεις τους διαφαίνεται μια ολόκληρη εποχή, αλλά κυρίως η κανονικότητα της ζωής στα βαπόρια, στα λιμάνια και στα «σπίτια».
Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά. Το 1997 ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών Πελινναίο. Άλλα έργα του είναι: «Η δεξιά τσέπη του ράσου», «Λαγού μαλλί», «Η άλωση της Κωνσταντίας», «Το ζουμί του πετεινού», «Αντί στεφάνου» κ.α.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Εγώ ταξίδευα στην Αφρική, ταξίδευα στην Αυστραλία. Ο έρωτας δεν είναι μόνο σαρκικός, είναι και πνευματικός. Ήτανε το μυαλό μου αλλού πάντα. Πάντα. Έλεγα άντε να τελειώσει, να φύγει. Κι όλες οι γυναίκες αυτό λέγανε. Δηλαδή της δουλειάς οι γυναίκες. Αυτό σκεφτόντουσαν και αυτό λέγανε. Αυτό κάνανε. Γιατί, ήξερε αυτός πού είναι εμένα το μυαλό μου; Όλοι οι άντρες που πάνε για αγοραίο έρωτα δεν το ξέρουνε ότι η γυναίκα δεν πρόκειται να ανταποκριθεί; Εν γνώσει τους πάνε. Δεν είναι η γυναίκα τους ή η γκόμενά τους. Βέβαια το μυαλό μου εμένα μπορεί να ταξίδευε, αλλά σαν αγγούρι δεν ήμουνα ποτέ. Διότι εντάξει, στο κάτω κάτω ο άνθρωπος έδινε τα λεφτά του.