Πρωί – 10:45π.μ.
Φθινόπωρο – 21 Οκτωβρίου.
Αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα – 1992.
Ο καθηγητής φιλοσοφίας, Νίκος Σταθάκης, συζητά με μερικούς φοιτητές του -σε ένα διάδρομο της σχολής στην οποία διδάσκει- εξοργίζοντας τους ως συνήθως, ενώ ο ίδιος παραμένει επιδεικτικά ατάραχος, μειδιώντας. Στην χιλιοεπαναλαμβανόμενη αυτή σκηνή εισβάλει ξαφνικά ο τεταρτοετής φοιτητής Σωτήρης Αργυριάδης, και κάνει την διαφορά. Με ένα πιστόλι, πυροβολεί τον Σταθάκη σκοτώνοντας τον ακαριαία. Στην προσπάθεια του να διαφύγει, ο Αργυριάδης αυτοπυροβολείται κατά λάθος, και έτσι συλλαμβάνεται ελάχιστα λεπτά μετά την τέλεση του ειδεχθούς εγκλήματος.
Όπως είναι φυσικό το θέμα λαμβάνει την υψηλότερη προτεραιότητα σε όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης…
…
Το κύριο μέλημα τους, πέρα από τις συνεντεύξεις, ήταν να δείξουν στον κόσμο, που περίμενε αδηφάγος και συν-τυμβωρύχος μαζί τους, τον τόπο που εργαζόταν και σπαταλούσε τις περισσότερες ώρες της μέρας του ο Σταθάκης. Έτσι είχαν εισβάλει στο γραφείο του, αποτυπώνοντας την κατάσταση που επικρατούσε εκεί μέσα, με όλα τα αντικείμενα στην αμελητέα θέση τους (τράβηξαν ακόμα κι ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς που το πρόβαλαν στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων με ένα μελό λογύδριο του τύπου ούτε το φαΐ του δεν πρόλαβε να τελειώσει ο άνθρωπος και το οποίο θα μπορούσε να το είχε δαγκώσει τόσο ο Σταθάκης όσο όμως και η Μάγδα), ακριβώς όπως τα είχε αφήσει εκεί ο ιδιοκτήτης τους.
…
Εξέχουσα θέση ανάμεσα στα Μ.Μ.Ε. η έγκριτη εφημερίδα «Νυχτερινή». Ο αρχισυντάκτης της, γνωστός του εκλιπόντος καθηγητή, αναθέτει στον νεαρό, αλλαζώνα και ταυτόχρονα πολλά υποσχόμενο δημοσιογράφο Γρηγόρη Καραγιάννη, την έρευνα του θέματος με σκοπό τόσο την ανάδειξη του χαρακτήρα θύτη και θύματος όσο και των αιτίων που οδήγησαν τον πρώτο στην αμετάκλητη πράξη του.
Ο Γρηγόρης είδε την μεγάλη πόρτα -μέχρι τώρα έγραφε αρθράκια στο κοσμικό ρεπορτάζ- που ανοιγόταν μπροστά του …
…
Δεν του κακόπεσε κιόλας η ιστορία, αφού επιτέλους αναλάμβανε κάτι που μάλλον θα του άνοιγε ορίζοντες από δω και πέρα. Θα ‘κανε λοιπόν το χατίρι του γέρου αισθηματία: Θα τον ξεγέλαγε με αναλύσεις της δολοφονίας τάχα βαθυστόχαστες ισάξιες του διαμετρήματος ενός καθηγητή φιλοσοφίας, λουστράροντας τα αναμασήματα όλων των εφημερίδων. Σίγουρα, ωσότου να διαλευκανθεί η υπόθεση, θα ‘χει κιόλας περάσει στα ψιλά γράμματα η όλη ιστορία, ακολουθώντας τη μοίρα όλων των σπουδαίων ειδήσεων. Στην αρχή μονάχα γίνεται ο πάταγος, ύστερα όλες περνάνε από την εφήμερη δόξα του πρωτοσέλιδου στην αιώνια λήθη των ειδήσεων του ενός λεπτού. Ας είναι, συλλογίστηκε ο Γρηγόρης, αρκεί στο μεταξύ να μου έχει χαρίσει το διαβατήριο για την κορυφή της σκάλας.
…
…δεν είχε όμως υπόψη του ότι πολλές φορές τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν στην αρχή. Πολλές φορές βλέπουμε μόνο την κορυφή του παγόβουνου, αγνοώντας τι βρίσκεται από κάτω και έτσι βγάζουμε βιαστικά -και λανθασμένα εν τέλει- συμπεράσματα ψηλαφώντας μόνο την ουρά του ελέφαντα…
«Η ουρά του ελέφαντα» είναι και ο τίτλος του βιβλίου, που έγραψε η Θάλεια Αντωνιάδη, και κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1999 από τις εκδόσεις Πατάκη. Ένα μυθιστόρημα που αν κάποιος το ενέτασσε στα αστυνομικά μυθιστορήματα, θα το αδικούσε. Σίγουρα ο κορμός της πλοκής του είναι μια αστυνομική ιστορία. Ένας φόνος στον οποίο αν και ο δολοφόνος είναι γνωστός και έχει συλληφθεί, παραμένουν άγνωστα τα αίτια της απόφασης του να αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή. Ένα ερώτημα που θα απαντηθεί μεν αλλά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου – έτσι για να έχει και σασπένς.
Την πλοκή αυτή όμως, η συγγραφέας Θάλεια Αντωνιάδη, την έχει συνδυάσει με μια βουτιά στην απέραντη θάλασσα της φιλοσοφίας. Έννοιες, ερωτηματικά, προβληματισμοί αλλά και απαντήσεις – θεωρίες του χώρου αυτού, ξεπηδούν από τις σελίδες του «Η ουρά του ελέφαντα» απλώνοντας το σε μια δεύτερη διάσταση και προσδίδοντας του ένα δεύτερο χαρακτήρα: εκείνον του φιλοσοφικού δοκιμίου. Ενδιαφέρουσα ως σκέψη -ο συνδυασμός του δοκιμίου με το αστυνομικό μυθιστόρημα-, που ο χρόνος μόνο θα δείξει πόσο άγγιξε το αναγνωστικό κοινό, μιας και το κομμάτι του δοκιμίου είναι σχεδόν όσο και το κομμάτι του μυθιστορήματος και είναι πιθανό να κουράσει ένα μέρος των αναγνωστών, λαμβάνοντας υπόψιν ότι το σύνολο του βιβλίου είναι πάνω από 500 σελίδες.
Η πένα της συγγραφέως θυμίζει σποτάκι που φωτίζει κάθε φορά και διαφορετικό σημείο ενός ζωγραφικού πίνακα. Άλλοτε στρέφεται σε κοντινά -με τα ήδη φωτισμένα- σημεία και άλλοτε πηγαίνει παιχνιδιάρικα στην άλλη άκρη του έργου, χαρίζοντας όμως συνεχώς στη ματιά του αναγνώστη όλο και περισσότερες λεπτομέρειες από αυτό.
Και μέσα σε όλα αυτά ή καλύτερα πίσω από όλα αυτά το φόντο. Η ζωή στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης αλλά και αυτά των αρχών της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα (τότε που το e δεν είχε μπει σαν πρόθεμα μπροστά στο mail και που ένα τηλέφωνο δεν χωρούσε σε μία τσέπη όσο μεγάλη κι αν ήταν αυτή). Μιας Ελλάδας που διαφέρει τελικά -το διαπιστώνεις διαβάζοντας το «Η ουρά του ελέφαντα»- ριζικά σε κάποια σημεία της και είναι ακριβώς ίδια σε κάποια άλλα.
Το βιβλίο αυτό της Θάλειας Αντωνιάδη, στους μεγαλύτερους από εμάς θα θυμίσει τα νεανικά τους χρόνια ενώ στους μικρότερους θα δείξει ένα κόσμο διαφορετικό που όμως δεν απέχει πολύ χρονικά από το δικό τους παρόν. Η πόρτα γι’ αυτό τον κόσμο αλλά για εκείνον της φιλοσοφικής σκέψης και του προβληματισμού σας περιμένει να την ανοίξετε στα βιβλιοπωλεία.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ένας φοιτητής δολοφονεί εν ψυχρώ τον καθηγητή του μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου. Το ασυνήθιστο αυτό γεγονός παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς τα κίνητρα του φόνου είναι άγνωστα, ενώ ταυτόχρονα βαθύ μυστήριο καλύπτει την προσωπικότητα του θύματος.
Σ’ έναν κόσμο που μοιάζει με κοχύλι, αρχίζει να εκτυλίσσεται μια συγκυρία καταστάσεων, όπου συχνά το μεταφυσικό μπερδεύεται με το φυσικό. Ένα πλήθος από ερμηνείες, που επιζητούν να ρίξουν φως στην ανεξήγητη αυτή δολοφονία, περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Εξάλλου, οι εκδοχές για τα σκοτεινά αίτια ενός φόνου είναι συνήθως τόσες, όσοι περίπου είναι αυτοί που προσπαθούν να προσεγγίσουν την πραγματικότητα. Οι ήρωες του βιβλίου, σαν τους τυφλούς μιας κινέζικης ιστορίας, γλιστράνε αργά αργά στις σπείρες του κοχυλιού κρατώντας στα χέρια τους το νήμα που ίσως οδηγεί στην αλήθεια. Τελικά όμως ο φόνος γίνεται η αιτία να καταβυθιστεί ο καθένας τους στο μικρόκοσμο του, προσπαθώντας να ανελκύσει από το έρεβος της ψυχικής του υπόστασης τον πραγματικό εαυτό του, κι αυτό όχι πάντα με επιτυχία.