Πριν πέντε μόλις μήνες, τον Μάρτη του 2010, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός το πρώτο μυθιστόρημα της Σόφης Θεοδωρίδου, με τίτλο «Η νύφη φορούσε μαύρα». Μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, το βιβλίο βρίσκεται ήδη στην τρίτη ανατύπωση έχοντας πουλήσει πάνω από 23.000 αντίτυπα. Δεδομένου ότι η συγγραφέας είναι πρωτοεμφανιζόμενη, αποτελεί πλέον γεγονός ότι το πρώτο της βήμα στην λογοτεχνική πίστα ήταν λαμπρό, ενώ ετοιμάζεται ήδη το δεύτερο! Για να ρίξουμε όμως μια ματιά… σε αυτή τη νύφη με τα μαύρα!
…
Ήταν ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, με την ομίχλη να παίζει παιχνίδια στα ανθρώπινα κουρέλια, που μπουλούκια μπουλούκια έφταναν στη Σαλονίκη μαζί με αυτούς και η Αντριανή. Όλα γύρω της φαίνονταν σαν εφιάλτης ένας εφιάλτης που δυστυχώς είχε γίνει πραγματικότητα. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, εξαντλημένοι, πεινασμένοι, βρόμικοι, οι πρόσφυγες περίμεναν από την πατρίδα τους -αυτήν που για χάρη της έχασαν τα πάντα- να τους φροντίσει.
…
Φθινόπωρο του ’22, λοιπόν, και στα λιμάνια της χώρας έχουν αρχίσει να καταφθάνουν οι πρόσφυγες από την μαρτυρική Μικρά Ασία. Ανάμεσα τους και η Αντριανή που άφησε πίσω της -γλυτώνοντας κατά τύχη από την σφαγή- δύο σκοτωμένους γονείς και έναν αγνοούμενο άντρα. Μόνη, με ένα μικρό μπόγο που περιείχε όλα της τα υπάρχοντα και με μια καρδιά πλημμυρισμένη από την δυστυχία και την αγωνία, φτάνει στο λιμάνι της Νύφης του Θερμαϊκού.
Πρώτες εικόνες της νέας και ταυτόχρονα παλαιάς πατρίδας; Το λιμάνι γεμάτο πρόσφυγες, οι δρόμοι γεμάτοι Έλληνες που άλλοι τους φωνάζουν να κάνουν κουράγιο και άλλοι να γυρίσουν πίσω -λες και έφυγαν από τον παράδεισο τους οικειοθελώς- και τέλος το Καραβάν Σαράι… ο προσωρινός τόπος διαμονής, μέχρι να αποφασίσουν οι ιθύνοντες που θα γίνει η μόνιμη εγκατάσταση τους.
Είκοσι δύο ετών ήταν τότε η Αντριανή και προσπαθούσε να αντεπεξέλθει στις καταστάσεις παλικαρίσια. Για καλή της τύχη, μέσα στην ατυχία, ο δρόμος της συναντήθηκε με εκείνον της Αννίτσας. Μιας γυναίκας, ποντιακής καταγωγής, που μαζί με τον άντρα της, τον κυρ-Μήτσο, πήραν την ηρωίδα μας υπό την προστασία τους, κι ας είχαν δύο μικρά παιδιά να φροντίσουν. Λίγους μήνες αργότερα υπογράφηκε η συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας για την ανταλλαγή πληθυσμών και πολλοί από τους πρώτους πρόσφυγες που έφτασαν στην Βόρειο Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν σε χωριά της Μακεδονίας που προηγουμένως ζούσαν μουσουλμάνοι.
Σε ένα τέτοιο, ορεινό χωριό -μιας μέρας πορεία μακριά από τη Θεσσαλονίκη– έριξε άγκυρα η Αντριανή. Μαζί της, φυσικά, η οικογένεια της θείας Αννίτσας, όπως την φώναζε πια, και άλλες τετρακόσιες περίπου ψυχές, μεταξύ των οποίων και ο Άρης με τους γονείς του.
…
Ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει έτσι, ποτέ άλλοτε η παρουσία κάποιου άντρα δεν την είχε επηρεάσει με τέτοιο τρόπο. Ακόμη κι ο ίδιος ο άντρας της, ακόμη και αυτός δεν την είχε κάνει να νιώθει τόσο ζωντανή, όσο οι στιγμές που αντάμωσε η ματιά της με αυτήν του Άρη. Τι της συνέβαινε; Αυτός ήταν ο έρωτας λοιπόν, για τον οποίο με κρυφά χάχανα και ψιθυριστά λόγια μιλούσε με τις φίλες της σαν ήταν κοπελούδα, κι όχι η γλυκιά ηρεμία που ένιωθε, όταν ήταν κλεισμένη στην αγκαλιά του άντρα της; Αυτή η φουρτούνα και η αντάρα που είχε ξεσπάσει στα σωθικά της;
…
Αυτός είναι ο φτερωτός θεός, που ακόμα και τις πιο στενόχωρες ώρες των ανθρώπων, βρίσκει τον τρόπο και εκτοξεύει τα βέλη του στις καρδιές τους. Επισκέφθηκε, λοιπόν, ο έρωτας τις καρδιές των δύο νέων και μετά από λίγο καιρό ήρθε και ο Ησαΐας. Ο Άρης και η Αντριανή, ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, σε μια λιτή τελετή όπου εκείνη αντί για λευκό νυφικό, φορούσε ένα μαύρο φόρεμα και ένα χρυσάνθεμο στα μαλλιά.
Από εκείνη την μέρα ξεκίνησε το ποτάμι της κοινής ζωής της με τον Άρη. Ένα ορμητικό και σαγηνευτικό ποτάμι που είχε δύο αντίθετες όχθες. Την κόλαση των πεθερικών της και τον παράδεισο της Ατροπίας, της μυστηριώδους πρακτικής γιάτρισσας του χωριού. Όλα αυτά όμως, και πολλά πολλά ακόμα -όσα σας έχω αναφέρει είναι μόνο η αρχή της ιστορίας-, θα τα διαβάσετε όταν περιηγηθείτε στις 635 σελίδες του «Η νύφη φορούσε μαύρα» της Σόφης Θεοδωρίδου.
Άρχισα να το διαβάζω και στις πρώτες σελίδες είπα «καλό είναι». Συνεχίζοντας, λίγο παρακάτω, σκέφτηκα «είναι πολύ καλό!». Έ, λίγες σελίδες πιο μετά είχα απορροφηθεί εντελώς από την ιστορία. Ο τρόπος που η Σόφη Θεοδωρίδου αποτυπώνει τους χαρακτήρες και την ζωή τους στο χαρτί είναι μοναδικός. Η πλοκή ευφάνταστη και σαγηνευτική κρατά διαρκώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που τον αναστατώνει με τις ανατροπές της.
Λίγες δεν είναι και οι φορές που σε συγκινούν τα όσα διαβάζεις. Από κάποιο σημείο και μετά ξεχνάς ότι πρόκειται για μυθιστόρημα και για φανταστικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα να μην το διαβάζεις αλλά να το βιώνεις σε απίστευτα αληθινό βαθμό. Αυτός είναι θαρρώ και ο στόχος κάθε συγγραφέα. Είναι αφάνταστα ελπιδοφόρο ότι νέοι συγγραφείς, σαν την κυρία Θεοδωρίδου, εμφανίζονται στην ελληνική λογοτεχνία και ανεβάζουν τον πήχη ψηλότερα.
Το «Η νύφη φορούσε μαύρα» δεν είναι όμως μόνο ένα εξαίσιο μυθιστόρημα. Είναι και ένα λογοτεχνικό άσμα για την προσφυγιά -των Μικρασιατών και μη, αφού οι πρόσφυγες έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους ανεξαρτήτου τόπου και χρόνου- αλλά και για την ζωή των γυναικών στις αρχές και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Όταν με το καλό διαβάσετε το εν λόγω ανάγνωσμα θα μείνετε πολλές φορές με το στόμα ανοικτό, τις γροθιές σφιγμένες και τα μάτια υγρά.
Προσωπικά θα ήθελα να απευθύνω, μέσα από αυτό το κείμενο, τα θερμότατα συγχαρητήρια μου στην ταλαντούχα συγγραφέα μαζί με την ευχή και το δεύτερο βιβλίο της να είναι τόσο συνταρακτικό όσο το πρώτο. Όσο για εσάς που διαβάζετε αυτές τις γραμμές θα ήθελα να σας πω το εξής: ακόμα κι αν ο χρόνος σας είναι εντελώς περιορισμένος και απολαμβάνετε μόνο ένα βιβλίο τη χρονιά, φέτος, το βιβλίο αυτό, πιστεύω ότι πρέπει να είναι το «Η νύφη φορούσε μαύρα» της Σόφης Θεοδωρίδου.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Σεπτέμβρης του ’22. Η νεαρή Αντριανή καταφτάνει στη Σαλονίκη μαζί με το υπόλοιπο ανθρώπινο κοπάδι των προσφύγων. Πεντάρφανη και ολομόναχη, με δυο μάτια πράσινα, μαγικά σαν τα βοτάνια της, θα βρει στήριγμα σε μια καλοκάγαθη ηλικιωμένη Πόντια. Στο ξεδίπλωμα του χρόνου, με τις ανταλλαγές των πληθυσμών, θα εγκατασταθεί σ’ ένα μουσουλμανικό χωριό της Μακεδονίας.
Εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους πονεμένους που μιλούν ελληνικά, τουρκικά, ποντιακά κι αρμένικα, και που προσπαθούν να στηρίξουν τις ψυχές και τις ζωές τους, η Αντριανή θα αποθέσει την ευτυχία της στα χέρια του ρωμαλέου Άρη με την ηράκλεια δύναμη. Θα προκαλέσει τη μοίρα φορώντας ένα μαύρο φόρεμα για νυφικό. Κι αυτή θα δεχτεί την πρόκληση…
Σε μια Ελλάδα που ανεμοδέρνεται στις θύελλες του εικοστού αιώνα, μια γυναίκα τολμά να ορθώσει το ανάστημά της απέναντι σε μια κοινωνία, όπου τον πρώτο λόγο έχει ο άντρας και η πεθερά, για να αναδειχτεί πληγωμένη αλλά νικήτρια.