Ο Κυριακούλης είναι γιος του Γιάννη και της Σοφίας Μαυρίδη και εγγονός του Κυριάκου Μαυρίδη του ξακουστού παραμυθά, άφταστου κουτσομπόλη της περιοχής και μέγα τεμπέλη με άποψη…
«…Ο Κυριάκος Μαυρίδης ήταν τεμπέλης με άποψη. «Η δουλειά είναι για τους σκλάβους», συνήθιζε να λέει, «και το ραχάτι για τους Πρίτζιπες του νου», βάζοντας φυσικά και τον εαυτό του σ’ αυτήν την ιδιαίτερη κάστα προνομιούχων. Εφόσον, λοιπόν, ήταν περιζήτητος στα καφενεία γι’ αυτό το χάρισμα του, κατάφερε, δίχως πολύ κόπο, να αναστήσει έξι παιδιά, να διατηρήσει τα χωράφια του -που τα δούλευε η γυναίκα του και αργότερα τα παιδιά του- και να γίνει ονομαστός στα γύρω χωριά, που τον καλούσαν συχνά πυκνά για να τους διασκεδάζει με τις ιστορίες του…»
…του παραμυθά παππού, που είχε γεμίσει το μυαλό του εγγονού του με ιστορίες για νεράιδες και άλλα μαγικά και μαγευτικά όντα και πράγματα! Αυτές τις νεράιδες πήγε να συναντήσει ο μικρός Κυριακούλης, μια ανοιξιάτικη μέρα του 1931 -σε ηλικία πέντε ετών-, όταν σε ένα γλέντι ξέφυγε από την επιτήρηση των δικών του και τράβηξε κατά την θάλασσα… εκεί στην ακτή της Λιβάδας όπου, σύμφωνα με τις αφηγήσεις του παππού, είναι νεραϊδότοπος… ο τόπος δηλαδή που οι νεράιδες έχουν τα άπατα παλάτια τους! Τότε ήταν που πήγε να χάσει την ζωή του, την οποία γλύτωσε χάρη στην παρέμβαση των ξωτικών της θάλασσας, σύμφωνα με τα λεγόμενα του… και από τότε, αυτά τα ξωτικά -οι νεράιδες του- έγιναν το κύριο θέμα στις ζωγραφιές του. Βλέπεις, ο παππούς είχε ταλέντο στις διηγήσεις ενώ ο εγγονός είχε ταλέντο στη ζωγραφική.
Πέρασαν όμως τα χρόνια και ο Κυριακούλης έφηβος πια, το ’40, έφυγε από το χωριό και ήρθε να μείνει στην Αθήνα, στο σπίτι του αδερφού του, Αντώνη. Εκεί ως αντάλλαγμα για την φιλοξενία τους, πρόσφερε την βοήθεια του όπως και όσο μπορούσε στις δουλειές του νοικοκυριού…
«…Με τον καιρό η βοήθεια του Κυριακούλη επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς πιο εξειδικευμένους. Το κόψιμο των ξύλων για τη σόμπα, το άναμμα του φούρνου, το κουβάλημα του κάρβουνου, τα ψώνια στον μπακάλη, το πλύσιμο της αυλής από τα αίματα -την ημέρα που ο αδελφός του έσφαζε τα γιδοπρόβατα που κουβαλούσε απ’ το χωριό- ήταν μερικά από τα νέα του καθήκοντα…»
…εκεί τον βρήκε η Κατοχή. Μέσα όμως στην μαυρίλα εκείνων των ημερών, γνώρισε και την Μαργαρίτα… το κορίτσι με τα μεγάλα μελιά μάτια!
Ο χρόνος όμως ποτέ δεν στέκει και ποτέ δεν τρέχει ανάλογα με τις επιθυμίες των ανθρώπων. Ακολουθεί το δικό του αέναο βάδισμα… ένα βάδισμα που ακολουθούσε και ο Κυριακούλης συνεχίζοντας το ταξίδι του στην ζωή και στην ζωγραφική. Εικόνες ποτέ όμορφες και πότε -τις περισσότερες φορές- άσχημες φώλιαζαν μέσα του και τον βάραιναν η κάθε μια με τον δικό της τρόπο και την δική της ένταση. Μοναδική διέξοδος; Η αποτύπωση τους στο χαρτί. Μόνο έτσι ξαλάφρωνε λιγάκι και ηρεμούσε λίγο η ευαίσθητη ψυχή του.
Το ταξίδι συνεχιζόταν και τρένο του νεαρού καλλιτέχνη πέρναγε από διάφορους σταθμούς (άλλους φωτεινούς και άλλους σκοτεινούς, αλλά πάντα σημαντικούς για την πορεία του): τον φιλότεχνο λοχαγό των Ες Ες Χανς Φίσερ, τον Ζωγράφο που τον δίδαξε αγιογραφία, τον Μέμο τον ιδιόρρυθμο φίλο και σύντεχνο του, την Στάσα… την Αλίκη… την Ευδοξία… και φυσικά τις νεράιδες… τις Νεράιδες του Κισμέτ!
Ο Κυριακούλης, ένας ξεχωριστός άνθρωπος, είναι ο κεντρικός ήρωας του Γιάννη Οικονομίδη στο μυθιστόρημα του «Οι Νεράιδες του Κισμέτ», που κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 2004 από τις εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί. Κατεξοχήν θεατρικός συγγραφέας ο Οικονομίδης -καλλιτέχνης και ο ίδιος- μας αφηγείται την ταραχώδη ζωή ενός άλλου καλλιτέχνη, ενός ζωγράφου. Μια ζωή που τόσο λόγω της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου όσο και λόγω της χρονικής περιόδου και των καταστάσεων που έζησε, αποτελεί μοναδικό υλικό για την δημιουργία ενός λαμπρού αναγνώσματος. Και αυτό ακριβώς είναι Οι Νεράιδες του Κισμέτ. Ένα εξαίσιο μυθιστόρημα που το λατρεύεις από τις πρώτες κιόλας σελίδες του.
Η γλώσσα του συγγραφέα απλή και ρέουσα. Έχει κάτι που δεν μπορώ να το προσδιορίσω -και κατ’ επέκταση να το περιγράψω- αλλά την ερωτεύτηκα! Οι εικόνες που φτάνουν στον αναγνώστη -μέσω αυτής της γλώσσας- ολοζώντανες και η πλοκή του μυθιστορήματος απίστευτα εθιστική. Θαρρεί κανείς ότι ο Γιάννης Οικονομίδης έχει διαλέξει προσεκτικά κάθε λέξη και την έχει τοποθετήσει ακριβώς εκεί που ταιριάζει καλύτερα. Έχει διαλέξει καταστάσεις συγκλονιστικές και παρουσιάζει τους ήρωες του να τις βιώνουν με τέτοιο τρόπο που νομίζεις ότι είσαι κι εσύ μέρος του σκηνικού.
Οι Νεράιδες του Κισμέτ είναι αναμφίβολα ένα συγκλονιστικό και μαγευτικό βιβλίο! Αν και χορταστικό με τις 550 σελίδες του γεμάτες με πυκνογραμμένες αράδες, στο τέλος της ανάγνωσης εύχεσαι να είχε κι άλλο… έτσι είναι όμως όλα τα πράγματα που αξίζουν σε αυτή την ζωή… ποτέ δεν είναι αρκετά! Κρατήστε μια από τις πρώτες θέσεις στην λίστα με τα αγαπημένα σας βιβλία κενή, γιατί μόλις διαβάσετε τις Νεράιδες του Κισμέτ θα την χρειαστείτε! Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Στα άπατα παλάτια του βυθού οι νεράιδες πλέκουν στα μαλλιά τους φύκια και ορίζουν τα μελλούμενα. Μοιραίνουν με μπλε βαθύ της θάλασσας τον ανύποπτο έφηβο, που νιώθει στις φλέβες του να πάλλονται χιλιάδες μυστικά χρώματα, ενώ οι ζωοδότριες αχτίδες του ήλιου βάφουν την έμπνευσή του. Τον θεωρούν αλαφροΐσκιωτο μα αυτός σκάβει στις ζωγραφιές του το σκληρό φλοιό των ανθρώπων γύρω του και παραβιάζει τις διπλοκλειδωμένες πύλες των ανομολόγητων λογισμών τους. Τα έντονα χρώματα και οι φωτοσκιάσεις πάνω στον καμβά του κατακτούν μυστικούς κόσμους και αποκαλύπτουν τις εσωτερικές θύελλες που μαίνονται στις ψυχές τους. Η γόνιμη ορμή, που παρασύρει τη σκέψη και τα χείλη του, θα γίνει η πιο σκληρή, η πιο μοιραία και καταλυτική σκηνή της νιότης του. Αλλοτινές εικόνες της γυμνής αγαπημένης είναι καταγραμμένες ανεξίτηλα στο νου του. Το μέλλον παίρνει τη μορφή της υπάρχει μέσα του. Ζωγραφίζει τον πόθο του σαν άγριο θυμό που σφυρίζει στα πλούσια μαλλιά της. Ο έρωτας όμως δραπετεύει από τον πίνακα και γίνεται θυσία και αλγεινές θύμησες που αιμορραγούν και δακρύζουν. Έρχονται σαν μεσίτες στο όνειρό του και αποζητούν το μερτικό τους. Τα χρόνια στοιβάζονται στο πρόσωπό του και οι αναμνήσεις του λιποταχτούν. Οι νεράιδες ζωγραφίζουν με κόκκινο την ύστερη πινελιά και ντύνουν με λευκό πανί το σώμα. Λικνίζονται πάνω στο κύμα και στραγγίζουν την τελευταία σταγόνα του. Νηνεμία. Σαν θάλασσα ακύμαντη από το χάδι του ήλιου είναι τώρα η ζωή. Οι νεράιδες του κισμέτ είναι η ζωή.