Όπως η συντριπτική πλειοψηφία των γιαγιάδων, έτσι και η Ελευθερία παίζει συχνά πυκνά το ρόλο της baby sitter για τα αγαπημένα της εγγονάκια. Όταν οι γονείς τους θέλουν να βγουν τα Σαββατόβραδα, αναλαμβάνει δράση η γιαγιά. Τα παιδιά πηγαίνουν στο σπίτι της όπου κάνουν κάθε είδους σκανταλιά. Η καλύτερη στιγμή όμως είναι το βράδυ, όταν ξαπλώνουν για να κοιμηθούν και ζητούν από την γιαγιά τους να τους πει ιστορίες από τότε που ήταν εκείνη μικρή. Τότε… πριν το πόλεμο του ’40…
Μαρούσι 1940. Απέναντι από τον ηλεκτρικό σταθμό υπάρχει ένα δίπατο σπίτι που στην αυλή του δεσπόζει μια μεγάλη πανέμορφη κερασιά. Στο πάνω πάτωμα μένει ένας Γάλλος, ο κος Μαρσέλ. Στο κάτω μένει η οικογένεια ενός ταχυδρομικού υπαλλήλου… η οικογένεια της Ελευθερίας. Μια μέση ελληνική οικογένεια που εκτός από την Λετρώ (έτσι φωνάζουν την Ελευθερία) δέκα ετών, έχει και άλλα δύο παιδιά τον Σάκη (Σωκράτη) και τον Νούλη (Ζήνων) που είναι δύο χρόνια μικρότεροι από την αδερφή τους, δίδυμοι και απίστευτα σκανταλιάρηδες!!!
Το σπίτι αυτό καθώς και το σπίτι της φίλης τους Βίτω είναι ο μικρόκοσμος της παρέας των τεσσάρων παιδιών. Ένας κόσμος γεμάτος με παιχνίδια, αγωνίες, στενοχώριες, χαρές και όνειρα που κάνουν τα παιδιά, χωρίς να λαβαίνουν υπόψη τους τον κόσμο των μεγάλων που ετοιμάζεται να βιώσει ένα δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τα δίδυμα τρελαίνονται να παίζουν με τις τερεζίνες ενώ το «Πλασμώδιο του Λαβεράν» -αυτό είναι το παρατσούκλι που έδωσαν στην αδερφή τους- τρελαίνεται να διαβάζει βιβλία.
Κι εκεί που όλα βρίσκονται σε ένα ρυθμό, έρχεται ο μικρός ανηψιός του κ. Μαρσέλ, ο Μπενουά, να ταράξει τα κύματα της ζωής των παιδιών και να οδηγήσει τόσο τα παιχνίδια όσο και τις σκέψεις τους σε νέα μονοπάτια. Η παρέα μεγαλώνει, τα μέλη της χαίρονται τους καλοκαιρινούς μήνες -χωρίς σχολείο- και ετοιμάζονται για το ταξίδι στην Τήνο τον Δεκαπενταύγουστο…
«Θα παίρναμε και τον Μπενουά μαζί. Η μαμά είπε πως στην Τήνο ζουν πολλοί καθολικοί, υπάρχει καθολική εκκλησία, και θα τον πήγαινε κάποια στιγμή να προσκυνήσει.
– Δε χρειάζεται, είπε ο κύριος Μαρσέλ, το Θεό τον έχει κανείς μέσα του, σ’ όποια εκκλησία και να βρίσκεται.
Αυτό δεν το καταλάβαμε καθόλου. Τ’ αδέρφια μου είπανε πως ο κύριος Μαρσέλ λέει πολλές φορές παράξενα πράγματα, κι αναρωτηθήκαμε που να κάθεται ο Θεός μέσα μας. Στο στομάχι, στην καρδιά;
– Δεν έχει χώρο, έλεγε ο Σάκης.
Τελικά αφήσαμε το Θεό να κάθεται όπου θέλει, και περιμέναμε με ανυπομονησία να ταξιδέψουμε με βαπόρι.»
Που συμβαίνουν όλα αυτά; Μα σε ένα από τα πιο όμορφα βιβλία που έχει γράψει η Άλκη Ζέη. Κυκλοφόρησε το 1995, ενώ πλεόν εκδίδεται από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Θα το βρείτε σε όλα τα βιβλιοπωλεία και απλά ζητήστε το με το όνομα του: «Η μωβ ομπρέλα», της Άλκης Ζέη.
Οι ήρωες της συγγραφέως μοναδικοί. Ποιον να πρωτοσχολιάσεις… την Ελευθερία; ένα δεκάχρονο κορίτσι που διψά για μάθηση, πολύ ώριμο για την ηλικία της και με αξιοθαύμαστη αγάπη για τους ανθρώπους; Τα δίδυμα; Δύο μικρούς αξιολάτρευτους διαβολάκους που έχουν ανάγει την σκανταλιά σε επιστήμη; Ή την κυρία Υπατία; Την γιαγιά της Βίτω, ένα σκληρό και αυταρχικό άνθρωπο που θέλει να ελέγχει τα πάντα μέσα στο σπίτι της και ταυτόχρονα κάτοχο της περίφημης «Μωβ ομπρέλας» που είναι αντικείμενο του πόθου των διδύμων και αιτία της πιο επικίνδυνης αποστολής των παιδιών;
Αλλά δεν είναι μόνο οι ήρωες που κάνουν το «Η μωβ ομπρέλα» ένα θαυμάσιο ανάγνωσμα για μικρούς και μεγάλους. Είναι επίσης οι όμορφες και ζωντανές περιγραφές που σου μεταφέρουν όχι μόνο εικόνες αλλά και αρώματα του τόπου και της εποχής που περιγράφει η Άλκη Ζέη. Είναι η σκιαγράφηση των συνθηκών ζωής όλου του οικονομικού φάσματος της προπολεμικής κοινωνίας μέσα από το πρίσμα των παιδικών ματιών. Και τέλος είναι το άρωμα της παιδικής αθωότητας που έχει διαποτίσει όλες τις σελίδες του βιβλίου. Μιας αθωότητας που πηγάζει όχι μόνο από το νεαρό της ηλικίας των κεντρικών ηρώων αλλά και από ένα απλό σχετικά τρόπο ζωής των ανθρώπων που έχει δυστυχώς χαθεί στις μέρες μας. Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Η Ελευθερία, ένα δεκάχρονο κορίτσι, ζει με τους γονείς της και τα δίδυμα μικρότερα αδέρφια της στο Μαρούσι. Τότε, το τελευταίο καλοκαίρι πριν από τον πόλεμο του 1940. Λιγοστά τα παιχνίδια τους: βόλοι, σβούρες, σκοινάκι, γιο-γιό, κι ένα ζευγάρι πατίνια με καρουλάκια που τους τα δάνειζε το ξένο παιδί από τη Γαλλία, που ήρθε να μείνει στο πάνω πάτωμα του σπιτιού τους, κι έγινε ο αχώριστος φίλος τους. Παίζουν όλοι μαζί και σκαρώνουν με τη φαντασία τους χίλιες δυο ιστορίες που μαγεύουν και τους ίδιους. Και πόσα άλλα δε θα έκαναν και δε θα ονειρεύονταν αν δεν τους εμπόδιζαν οι μεγάλοι! Οι μεγάλοι και τα παιδιά. Δυο κόσμοι μακρινοί, σχεδόν απλησίαστοι. Με τους δικούς τους νόμους και τις δικές τους αλήθειες ο καθένας. Πώς, λοιπόν, να καταλάβουν οι μεγάλοι ότι μια μωβ ομπρέλα μπορεί να κάνει τη φαντασία των παιδιών να καλπάζει αχαλίνωτη;