Εκδόσεις Ωκεανός, 2015
Σελ. 429
Η Μόλη Ντάνετζ ήρθε στο Ντάνγκαταρ, μια μικρή πόλη της Βικτώριας της Αυστραλίας, με ένα νόθο μωρό στην αγκαλιά, για να αρχίσει μια νέα ζωή. Ήλπιζε ότι θα άφηνε πίσω τα προβλήματά της, αλλά στη ζωή της τη συνόδευαν πάντα τα προβλήματα, έτσι η Μόλη έζησε όσο πιο διακριτικά μπορούσε κάτω από τα εξονυχιστικά, βασανιστικά βλέμματα των κατοίκων της πόλης. Όλοι την αποκαλούσαν τσούλα και το μωρό νόθο. Η Μόλη δεν πείραξε κανένα. Πήγε και εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι ψηλά στο Λόφο, κοντά στην χωματερή της πόλης. Μαζί της μεγάλωσε και η κόρη της, η Τίλη. Όταν μεγάλωσε και έφυγε η κόρη της, η Μόλη τρελάθηκε, από τη μοναξιά. Ποτέ δεν έμαθε που βρισκόταν.
Μετά από είκοσι χρόνια επέστρεψε η Μιρτλ (Τίλη) Ντάνετζ κοντά στη μητέρα της. Ζούσε τελευταία στο Παρίσι. Εκεί εργαζόταν και παντρεύτηκε τον συνεταίρο της σε οίκο μόδας, τον Όρμοντ. Όταν όμως έχασε τον γιό της Πάμπλο, επτά μηνών, που τον βρήκε ένα πρωί νεκρό στο κρεβατάκι του, τότε ο Όρμοντ την εγκατέλειψε και έτσι η Τίλη αναγκάστηκε να επιτρέψει στο Ντάνγκαταρ της Αυστραλίας.
Η εμφάνισή της ύστερα από είκοσι χρόνια απουσίας προκαλεί την καχυποψία και τον φθόνο των εκκεντρικών ντόπιων. Όλοι έλεγαν ότι γύρισε η κόρη της Τρελο-Μόλης! Η Φόνισσα! Εκείνος που της φέρθηκε πολύ καλά, ήταν ένας απόκληρος ο Τέντυ Μακ Σουίνι, που ζούσε κοντά στην χωματερή. Οι γονείς του είχαν βοηθήσει και συμπαρασταθεί τόσα χρόνια και στην μητέρα της, τη Μόλη.
Ο πατέρας του Τέντυ, ο Έντουαρντ Μακ Σουίνι, πριν είκοσι χρόνια είχε δει τι συνέβη στον Στιούαρτ Πίτιμαν, όταν επιτέθηκε σαν ταύρος, στο μικρό κοριτσάκι στην Τίλη, αλλά η Τίλη έκανε ένα βήμα δίπλα και το αγόρι έπεσε με το κεφάλι στον τοίχο της βιβλιοθήκης και έσπασε τον λαιμό. Ο Στιούαρτ αποκαλούσε την Τίλη μπάσταρδο και είχε στριμώξει το κακόμοιρο κορίτσι, το οποίο προσπάθησε να σωθεί. Δεν έφταιγε η Τίλη για τον θάνατο του Στιούαρτ, είπε στον αρχιφύλακα Φάρατ, ο Έντουάρντ. Όμως οι κάτοικοι της πόλης αυτή κατηγορούσαν, την Τίλη.
Ο Τέντυ Μακ Σουίνι, μόλις επέστρεψε η Τίλη, μεγάλη πια γυναίκα, αγάπησε την Τίλη και ήθελε να την παντρευτεί. Αγαπούσε την Τίλη Ντάνετζ, την αγαπούσε τόσο, όσο οι άλλοι κάτοικοι την μισούσαν. Ο Τέντυ προσπαθούσε να αποδείξει στην Τίλη ότι δεν θα πάθαινε τίποτε αν πηδούσε σε ένα σταματημένο βαγόνι τρένου, που πίστευε ότι ήταν γεμάτο σιτηρά. Όμως το βαγόνι ήταν γεμάτο σόργο. Μικρό, λαμπερό, ελαφρύ, καφετί σόργο. Ήταν ζωοτροφή. Και ο Τέντυ εξαφανίστηκε μέσα του σαν σφαίρα που έπεφτε σε δεξαμενή λαδιού και έφτασε μέχρι τον πάτο εκείνου του βαγονιού, για να καταλήξει να πνιγεί μέσα σε μια λίμνη από γλιστερούς, καφετί σπόρους, που έμοιαζαν με υγρή άμμο. Η Τίλη μετά από αυτό πίστευε ότι ήταν καταραμένη, πως έσπερνε τον θάνατο στα αγόρια. Ένιωθε τύψεις και ότι είχε το κακό μέσα της…
Η Τίλη γνώριζε πως έπρεπε να μείνει στο Ντάνγκαταρ για μια, τρόπον τινά, εξιλέωση. Όπου και να πήγαινε, θα συνέβαινε το ξανά το ίδιο. Ήταν χρεοκοπημένη από κάθε άποψη και το μόνο που της απέμενε, ήταν η φιλάσθενη, καταβεβλημένη μητέρα της. Ήξερε η Τίλη ότι οι κάτοικοι του Ντάνγκαταρ δεν την συμπαθούσαν, αυτή και την Τρελο-Μόλη, και δεν θα την συγχωρούσαν, για τον θάνατο αυτών των δύο αγοριών ή για τα λάθη της μητέρας της, η οποία δεν είχε κάνει κακό σε κανένα. Την συμπαθούσε όμως ο αρχιφύλακας Φάρατ, που ασχολούνταν και αυτός με ραπτική…
Η Τίλη πλέον δεν θέλει να πάει στην Μελβούρνη για δουλειά, γιατί θέλει να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις της με τους κακιασμένους κατοίκους του Ντάνγκαταρ. Μετά από όλα όσα είχαν κάνει και όσα έκαναν, όσα είχαν αποφασίσει να μην κάνουν…Ε, λοιπόν δεν έπρεπε να τους αφήσει έτσι. Όχι ακόμη.
Στο μυαλό της κυριαρχούσε το φαρμάκι και το μίσος για τον εαυτό της και για τους ανθρώπους του Ντάνγκαταρ. Τις κατηγορούσαν και τις δύο για Φόνισσες! Και μάγισσες! Μάνα και κόρη έμεναν πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, βαστιόταν γερά από την ερήμωση και τη θλίψη τους και μετακινούνταν ελάχιστα. Ο αρχιφύλακας Φάρατ τους έφερνε τρόφιμα.
Η ψυχή της Τίλη ήταν γεμάτη πίκρα. Ένιωθαν οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης απέναντι σε αυτή και την μάνα της, ένα ακατάβλητο μίσος. Κάποιοι άνθρωποι δέχονται περισσότερο πόνο στη ζωή τους από όσο αξίζουν, κάποιοι άλλοι. Η Τίλη στάθηκε στην κορυφή του λόφου και ούρλιαξε, θρήνησε σαν δαιμόνισσα, όταν πέθανε η μητέρα της: «Ο πόνος θα πάψει να είναι πια η κατάρα μας, Μόλη» είπε, «θα γίνει η εκδίκηση και το κίνητρό μας. Τον μετέτρεψα σε καταλύτη και προπέλα. Εμένα μου φαίνεται δίκαιο, εσύ τι λες;»
Η Τίλη Ντάνετζ ήταν πτυχιούχος ράφτρα και μοδίστρα. Πήγε και σπούδασε Ισπανία, Μιλάνο, Λονδίνο, Παρίσι. Έμαθε την τέχνη της ραπτικής πολύ καλά. Ράβει με τη φορητή Singer ραπτομηχανή της. Ώσπου οι γυναίκες του Ντάνγκαταρ ανακαλύπτουν τις εκπληκτικές ικανότητές της στη ραπτική. Άρχισε να ράβει μαγευτικά και τέλεια φορέματα στις γυναίκας της πόλης. Ντύθηκαν όλες με ρούχα υψηλής ραπτικής. Όλοι την θαύμαζαν για την ραπτική της, αλλά δεν την συγχωρούσαν για τον θάνατο των δύο νέων. Τις ημέρες που γινόταν χοροεσπερίδες ή ιπποδρομίες, κατέφθαναν στον Λόφο, γυναίκες κατά κύματα, απαιτώντας μοναδικά σχέδια και ανεπανάληπτα αξεσουάρ. Δούλευε το μπροκάρ, την τσόχα, το σαντούκ, το γκιγκάν, κ.α. Θα κερδίσει την πόλη με τις εκπληκτικές της δημιουργίες…
Ένα εξαιρετικά τολμηρό, συγκινητικό, υπέροχο μυθιστόρημα για την αγάπη, το φθόνο, τη μοναξιά, την εξιλέωση, το μίσος και την κακία της κλειστής και μικρής συντηρητικής κοινωνίας και την υψηλή ραπτική.
Το μυθιστόρημα ανέβηκε και στην μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστές τους Κέιτ Γουίνσλετ, Τζούντι Ντέιβις, Λίαμ Χέμσουορθ και Χιούγκο Γουίβινγκ.
Η Ρόζαλι Χαμ μεγάλωσε στη Ριβερίνα της Αυστραλίας και σήμερα ζει στο Μπρούνσβικ. Γράφει θεατρικά έργα που παίζονται στις θεατρικές σκηνές της Μελβούρνης και επίσης γράφει και για το ραδιόφωνο. Η Μοδίστρα είναι το πρώτο της βιβλίο.
Τραχανάς Κώστας