Ο Στέφανος και η Διώνη θα μείνουν για πολύ καιρό στο μυαλό των εργαζομένων του ελληνικού προξενείου στην Κοπεγχάγη. Είναι, βλέπετε, το πρώτο ζευγάρι που πάντρεψε -με την δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος- ο εκεί Έλλην πρέσβης. Μάλιστα, είχαν ταξιδέψει μέχρι την πρωτεύουσα της Δανίας γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό! Αλλά αυτό δεν ήταν και το μοναδικό πρωτότυπο πράγμα σε αυτό τον γάμο…
…
Μετά τη γοργόνα και τις αναμνηστικές φωτογραφίες, είχαμε πάει στο Τίβολι. Το Τίβολι είναι ένα τεράστιο λούνα παρκ στην καρδιά της Κοπεγχάγης. Έτσι είχαμε γιορτάσει το πρώτο μας βράδυ παντρεμένοι. Ο Στέφανος με το ναυτικό μπλε σακάκι του κι εγώ με το άσπρο μου ταγέρ, χωρίς φρου φρου και νυφικά, χωρίς γαμήλιες τούρτες και χωρίς όλους τους άλλους. Μόνοι, σφιγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο σ’ ένα στριμωγμένο βαγόνι στο τρενάκι του τρόμου, που ανεβοκατέβαινε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και χανόταν μια στο σκοτάδι, μια στο φως.
…
Το Τίβολι είχε πολυκοσμία και γιορτή. Είναι μοναχικό πράγμα ο γάμος και καθημερινό. Κι ο έρωτας τι είναι; Προτού γυρίσουμε στο ξενοδοχείο, περάσαμε πάλι απ’ το βράχο της γοργόνας.
«Οι γοργόνες δε φοράνε νυφικό», είχε πει ο Στέφανος.
«Νύφη που δε φοράει νυφικό δεν είναι νύφη», έλεγε η Σοφία.
«Οι μεγάλοι έρωτες δε φοράνε νυφικό», είπε η Κυβέλη.
…
Αυτό το απόφθεγμα της Κυβέλης –Οι μεγάλοι έρωτες δε φοράνε νυφικό– είναι και ο τίτλος του μυθιστορήματος της Μήτση Βαλάκα, που κυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις Λιβάνη. Τα προαναφερόμενα πρόσωπα είναι και οι κεντρικοί ήρωες της τρίτης συγγραφικής δουλειάς -σε πεζό λόγο- της κας Βαλάκα… το ζεύγος Διώνη-Στέφανος, η Σοφία η μητέρα της Διώνης, και η Κυβέλη…
…
Τα απογεύματα που η Σοφία έλειπε στο μαγαζί, τα Σάββατα και πολλές φορές την Κυριακή, όταν η Σοφία είχε να χτενίσει κάποια νύφη, η Κυβέλη μας κρατούσε και μας φρόντιζε εκείνη. Κανόνιζε έτσι τα ραντεβού της, ώστε να μπορεί να έχει κι εμάς. Στην αρχή την έβλεπα σαν μπέιμπι σίτερ, στη συνέχεια τη θεωρούσα φίλη της μαμάς. Άργησα πολύ να καταλάβω ποια ήταν η Κυβέλη…
…
…η Κυβέλη που ερωτεύθηκε μαθήτρια τον Γιώργο -ένας ακόμα πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος- και τον συνάντησε ξανά μετά από πολλά πολλά χρόνια… όπου…
Αν και στις πρώτες σελίδες φαντάζει η ιστορία της Διώνης να είναι η κεντρική, στην ουσία οι ιστορίες των τριών γυναικών πλέκονται μεταξύ τους, συμπληρώνοντας ένα ενιαίο παζλ, του οποίου βέβαια η εικόνα ολοκληρώνεται και ξεκαθαρίζει στο τέλος του βιβλίου. Το πλέξιμο αυτών των ιστοριών είναι ιδιότυπο, σχεδόν άναρχο σε σχέση με το χρόνο και τα πρόσωπα, αλλά δοσμένο έτσι που όχι μόνο δεν χάνεις επαφή αλλά νιώθεις ένα γλυκό χάιδεμα στις άκρες του μυαλού σου.
Σε πολλά σημεία του θα συναντήσετε σουρεάλε καταστάσεις. Από αυτές που λες ότι μόνο στον κινηματογράφο γίνονται. Να όμως που γίνονται και στα βιβλία. Για την ζωή δεν το συζητώ… αυτή ξεπερνά τα δύο προηγούμενα πάμπολλες φορές!!! Μετά την ανάγνωση του δεν ξέρω αν όλοι οι μεγάλοι έρωτες δεν φοράνε νυφικό, αλλά είμαι σίγουρος ότι κάποιοι τουλάχιστον από αυτούς σίγουρα δεν ανεβαίνουν τα σκαλιά της εκκλησίας ή του δημαρχείου. Δεν με πιστεύετε; Διαβάστε το εν λόγω μυθιστόρημα και ελάτε να το συζητήσουμε… αν δεν έχετε πειστεί έως τότε! Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Στο βιβλίο Οι Μεγάλοι Έρωτες δε Φοράνε Νυφικό το παιχνίδι της σύμπτωσης και του απρόβλεπτου ανατρέπει τους κανόνες των σχέσεων, οι συνήθεις ρόλοι αναθεωρούνται, ο γάμος και ο έρωτας επαναπροσδιορίζονται.
Η σύζυγος ή η ερωμένη είναι η περισσότερο απατημένη στη «διπλή» ζωή ενός άντρα; Η «διπλή» αυτή ζωή περιλαμβάνει και τη γυναίκα των ερωτικών του φαντασιώσεων; Έχει πράγματι τόση «πολυκοσμία» ένας έρωτας;
Το προφανές κάποτε αποδεικνύεται μια τραγική φάρσα κι εκεί, στη μέση της φάρσας, η Διώνη, η Σοφία, η Κυβέλη. Τρεις γυναίκες που η ζωή τους συναντιέται. Τρεις παράλληλες διαδρομές που σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν το ρολόι της ζωής σταματάει στο χρόνο του έρωτα, βρίσκονται αντιμέτωπες με το απίστευτο.
Εκεί υπάρχει ένας έρωτας που εξωτερικεύεται κι ένας έρωτας εσωτερικός. Εκεί υπάρχει ο άντρας των αναμνήσεων κι ο άντρας του παρόντος. Εκεί υπάρχει ο γελαστός έρωτας της ηδονής κι ο ποιητής έρωτας της υπέρβασης. Παντού υπάρχει κάθε φορά ο ίδιος άντρας που στοιχειοθετεί το απίστευτο.