Εκδόσεις Κάκτος, 2021
Σελ. 508
«Αν κάποιος θέλει να πηδήξει,
πρέπει να γυρέψει την Αττική
κοστίζει 4 σηστέριους».
Σύνθημα κοντά στη Θαλάσσια Πύλη της Πομπηίας
Πομπηία, 74 μ.Χ.
Η Λυκοφωλιά, το Πορνείο του Φήλικα, το μπορντέλο της Πομπηίας.
Θεά των πορνείων ήταν η Αφροδίτη ,η θεά του έρωτα.
Ο μαστροπός και σωματέμπορας Φήλικας ζητούσε από κάθε πόρνη να βγάζει την ημέρα τρία δηνάρια. Επιστάτης στο Πορνείο ήταν ο Θράσων. Ο ψηλός και γεροδεμένος Γάλλος φυλάει την κυρία είσοδο του πορνείου. Καθαρίστρια ήταν η γριά Φαβία, παλιά πόρνη.
Οι πόρνες που δούλευαν για τον Φήλικα ήταν: η Αμάρα, η πανέμορφη Διδώ, η Βικτώρια, η Βερονίκη και η πιο μεγάλη στην ηλικία, η Κρήσσα. Οι πέντε πόρνες ήταν οι γνωστές λύκαινες. Λύκαινες από την Ελλάδα, την Καρχηδόνα, την Αίγυπτο και την Ιταλία. Όλες ήταν σκλάβες. Την Βικτώρια την είχαν πετάξει στα σκουπίδια, όταν ήταν μωρό και εκεί την βρήκε η Φαβία. Η Βερόνικα και η Βικτωρία γεννήθηκαν σκλάβες. Η Διδώ νιώθει μεγάλη ταπείνωση όταν πηγαίνει με τους πελάτες. Όλες είναι απένταρες σκλάβες, που κάνουν ότι ζητήσει ο πελάτης, για λίγο ψωμί και μερικές ελιές.
Οι νύχτες στο πορνείο μοιάζουν με σκηνικό από την Κόλαση: η ατέλειωτη παρέλαση μεθυσμένων αντρών, οι Πομπηιανοί που έχουν βγει έξω για αναζήτηση ερωτικών περιπτύξεων, ο καπνός, η αιθάλη, θυμωμένες φωνές, σπάσιμο κεραμικών, το κλάμα της Διδώς, το ροχαλητό της Βερονίκης.
Άλλες πόρνες μένουν στο πορνείο και περιμένουν πελάτες, άλλες πηγαίνουν στα λουτρά και άλλες πάνε για καμάκι στο λιμάνι. Όταν οι πόρνες τελειώνουν με τους πελάτες, κυρίως πριν το μεσημέρι, πηγαίνουν στα λουτρά του Βίβωνα, για να ξεβρομίσουνε. Καθαρίζουνε την ψυχή τους μαζί με το κορμί τους.
Στο πορνείο Λυκοφωλιά, υπήρχαν πίνακες εραστών που επιδίδονταν σε όλες τις πιθανές σεξουαλικές στάσεις. Οι τοίχοι του πορνείου επίσης είναι γεμάτοι με συνθήματα, άσεμνες εικόνες και κεραμικές λάμπες-πέη-φαλλοί, προς τιμή του Πρίαπου. Το τελευταίο σύνθημα που γράψανε οι Λύκαινες με ένα σπασμένο κεραμικό είναι : Ωθήστε ΑΡΓΑ.
Η Βερονίκη αγαπά τρελά τον Γάλλο, ο οποίος της έταξε ότι μια μέρα θα εξαγοράσει την ελευθερία της και θα την παντρευτεί. Οι άλλες πόρνες δεν πιστεύουν τα λόγια του Γάλλου, αλλά είναι σίγουρες ότι εκμεταλλεύεται τη Βερονίκη, για να κάνει έρωτα, χωρίς να πληρώνει.
Η Διδώ θα αγαπήσει τον σκλάβο Νίκανδρο. Αλλά γνωρίζει ότι για να ζήσουν μαζί, είναι αδύνατον να απελευθερωθούν και οι δυο.
Η Αμάρα (είναι κάπου ανάμεσα στην αγάπη και την πίκρα, από το amare, amarum) ήταν μια μικρή Ελληνίδα Λύκαινα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στις Αφίδνες δωδεκάτη πόλη της Αττικής, κάποτε πατρίδα της Ωραίας Ελένης. Ήταν κόρη του γιατρού Τίμαιου, του πιο μορφωμένου γιατρού των Αφιδνών. Είχε σπίτι. Είχε ζωή. Δεν ήταν σκλάβα. Το όνομά της ήταν Τιμαρέτη, εδώ στην Πομπηία, το όνομά της είναι Αμάρα. Ήταν μορφωμένη και έπαιζε λύρα. Όταν όμως πέθανε ο πατέρας της αυτή και η μητέρα της ξεμείνανε από χρήματα. Πουλήσανε όλα τα πράγματα και το τελευταίο πράγμα που έμεινε της μητέρας της, ήταν να πουλήσει την Αμάρα, ως παλλακίδα, σε ένα παλιό ασθενή του πατέρα της, στον Χρέμη. Αυτός μετά την πούλησε όχι σαν οικιακή σκλάβα, αλλά για πόρνη και την αγόρασε ο Φήλικας. «Πόρνα εις. Είσαι μια κοινή πόρνη. Έστω και αν παίζεις λύρα» της είχε πει κάποτε υποτιμητικά ο Φήλικας.
Η Αμάρα κάθε μέρα πεθαίνει για αυτό το πρόστυχο επάγγελμα που κάνει και θέλει να μαζέψει πολλά χρήματα, να απελευθερωθεί και να πάει στο σπίτι της. Το ονειρεύεται, το βλέπει. Όμως δεν γίνεται. Φταίει η ντροπή γι’ αυτό που είναι τώρα. Ο πόθος να δραπετεύσει την κυριεύει, ριζώνει βαθιά κάτω από το δέρμα της, τη διαλύει. Θέλει να το σκάσει, ούτε τον Φήλικα φοβάται, τον μισεί φοβερά. Αν μπορούσε θα τον σκότωνε, για αυτά τα δεινά που περνά, από αυτόν τον πορνοβοσκό και τοκογλύφο.
Η Αμάρα θέλει να γίνει μια ελεύθερη γυναίκα. Αρκεί από σκλάβα να γίνει ελεύθερη. Θα προτιμούσε να είναι ελεύθερη γυναίκα που διευθύνει ένα σιδεράδικο παρά μια σκλάβα που δουλεύει για τον Φήλικα. Πώς θα μπορέσει να γίνει ελεύθερη;
Η Αμάρα θα γνωρίσει και θα αγαπήσει τον βοηθό αγγειοπλάστη Μένανδρο, σκλάβος και αυτός, που ήταν γιος του Κλείτου, του καλύτερου αγγειοπλάστη των Αθηνών και τότε τον λέγανε Καλλία.
Όλες οι αισθήσεις της ζωής της ως πόρνης: αηδία, πανικό, ισοπεδωτικό κενό. Μια αποστροφή στα τόσα αγγίγματα τόσο έντονη, που απορεί πώς πέρασε έστω και μια νύχτα στο πορνείο χωρίς να ουρλιάξει, χωρίς να αποκρούσει όλους αυτούς τους άνδρες. Ποτέ δεν ένιωσε τίποτε για κανένα.
Η Αμάρα εκτός του πορνείου και του λιμανιού που έβρισκε πελάτες συμμετείχε και σε συμπόσια και πάρτι, που διοργάνωναν πλούσιοι Ρωμαίοι πολίτες και σε γιορτές, όπως τα Σατουρνάλια και τα Βινάλια. Εκεί πήγαινε με την Διδώ και η μία έπαιζε λύρα και η άλλη τραγουδούσε στίχους της Σαπφώς, μια συλλογή τραγούδια για τη Φλόρα (θεά των λουλουδιών και του γαμησιού) και την άνοιξη, το οσκικό τραγούδι του Σάλβιου καθώς και τον μύθο του Κρόκου και της Σμίλακος. Πρόσφεραν επίσης και σεξουαλικές υπηρεσίες στους άντρες των συμποσίων. Για αυτές τις υπηρεσίες τους έπαιρναν αρκετά φιλοδωρήματα, τα περισσότερα όμως τα κρατούσε ο Φήλιξ.
Σε συμπόσια η Αμάρα θα γνωρίσει τους Ρωμαίους πολίτες: τον Ζωίλο, τον Κορνήλιο, τον Εγνάντιο, τον Πρίσκο, τον Σάλβιο, τον Αυρήλιο, τον Φύσκο, τον Πλίνιο, τον αρχηγό του στόλου, τον Ρούφο και την απελεύθερη Δρουσίλλα.
Ο Ρούφος ήταν ένας νεαρός Ρωμαίος που δεν είχε πολλές εμπειρίες με γυναίκες. Ήταν ρομαντικός και λίγο αφελής. Αυτόν τον νεαρό ζήτησε ο γέρος Πλίνιος από την Αμάρα να του προσφέρει σεξουαλικές υπηρεσίες. Αυτός ο πλούσιος νεαρός, που είχε όλο τον κόσμο στα πόδια του, ζήλευε μια απένταρη σκλάβα, η οποία τραγουδούσε για έκφυλους πελάτες στα διάφορα πάρτι. Την πήγαινε στο θέατρο και σιγά σιγά άρχισε να την ερωτεύεται. Η Αμάρα δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα. Δεν της ανήκει ούτε καν ο εαυτός της, το σώμα της, η ίδια της η ζωή. Επί πλέον είχε πάει με πάρα πολλούς άντρες και δεν ήθελε κανέναν τους.
Εκείνο που σκέπτεται η Αμάρα είναι να κάνει τον Ρούφο να την αγαπήσει τρελά και να της υποσχεθεί ότι θα την ελευθερώσει. Γιατί να την αφήσει να είναι σκλάβα, όταν έχει τη δύναμη να την ελευθερώσει; Γιατί; Αυτή ήταν η ευκαιρία που η Αμάρα έψαχνε τόσα χρόνια.
Θέλει ο Ρούφος να την αγοράσει από τον Φήλικα και να την παντρευτεί. Αλλά αν την ελευθερώσει πρέπει να της δώσει το όνομα της οικογένειάς του. Δεν είναι τόσο απλό…
Η Αμάρα είναι σίγουρη πως ο Ρούφος θα την ελευθερώσει, αλλά κι αν δεν το κάνει, αν μόνο την αγοράσει, και πάλι θα είναι χιλιάδες φορές καλύτερα να γίνει δική του σκλάβα παρά να ανήκει στον Φήλικα. Όλοι οι νεαροί της τάξης του Ρούφου κοιμούνται με τις σκλάβες τους. Τα αισθήματά τους για αυτές δεν είναι και τόσο γνήσια. Αν τις βαρεθούν τις εγκαταλείπουν. Ο Ρούφος δεν θα είναι λιγότερο απάνθρωπος απέναντί της. Αυτός είναι το αφεντικό και αυτή μια σκλάβα και πόρνη.
Ο Ρούφος της είχε υποσχεθεί πως θα την αγοράσει, όμως πάντα βρίσκει δικαιολογίες για να το καθυστερεί. Θα το κάνει τελικά;
Θα ξεφύγει από την Κόλαση του πορνείου και της σκλαβιάς η Αμάρα;
«έτσι αρχίσαμε να φυλακίζουμε ζώα,
για τα οποία η φύση έχει ορίσει τους ουρανούς ως στοιχείο τους»
Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Historia Naturalis, για την αιχμαλωσία των πτηνών
Ένα πολύ καλό και παραστατικό ιστορικό μυθιστόρημα.
Διαβάστε το.
Η Ελόντη Χάρπερ είναι δημοσιογράφος και βραβευμένη συγγραφέας. Η ιστορία της «Wild Swimming» κέρδισε στο διαγωνισμό σύντομου διηγήματος 2016 Bazzar of Bad Dreams, με κριτή τον Στέφεν Κινγκ. Είναι ρεπόρτεερ στο I TV, και έχει εργαστεί ως παραγωγός για το Channel 4 News.
Τραχανάς Κώστας