Γκιολδζούκ, Τουρκία, αρχές του 21ου αιώνα.
Ο Ρουστέμ, ο καϊμακάμης (τοποτηρητής) της πόλης που έχει μείνει πρόσφατα χήρος, ζει με την μοναχοκόρη του την Ακιντέ. Το μάτι του, συχνά πυκνά πέφτει πάνω στις λεύτερες γυναίκες και ξεκουράζεται, αλλά μία είναι αυτή που μαγνήτισε το βλέμμα του και σκλάβωσε για πάντα την καρδιά του. Μια Ελληνίδα στην καταγωγή και κρυφοχριστιανή στην πίστη. Η Σωσάννα ή κατά το καθημερινώς χρησιμοποιούμενο, για ευνόητους λόγους, Σουζάνα!
Την είδε, τον είδε και είπαν να ενώσουν τις στράτες τους κόντρα σε όσα και όσους τους χωρίζουν. Η Σωσάννα έγινε τύποις μουσουλμάνα ενώ ο Ρουστέμ έγινε κρυφά χριστιανός. Στα φανερά βέβαια και οι δύο, ακολουθούν ευλαβικά τον τρόπο ζωής που επιβάλει η μουσουλμανική θρησκεία. Από αυτήν την γεμάτη δυσκολίες αλλά στέρεη λόγω των βαθιών συναισθημάτων σχέση, γεννήθηκε ο Εμμανουήλ ή κατά το επίσημο Σουκρής.
Στην νέα αυτή οικογένεια του Ρουστέμ, υπάρχουν και αντιμάχονται συνεχώς δύο πόλοι. Ο χριστιανικός με εκφραστή του την Σωσάννα και ο μουσουλμανικός με κορυφή την Ακιντέ. Τα υπόλοιπα μέλη, ο πατέρας και ο γιος, βρίσκονται στην μέση και προσπαθούν να συμβιβάσουν τα πράγματα. Ιδιαίτερα ο Εμμανουήλ -που είναι ακόμα αμούστακο και άβουλο πουλαράκι- θαρρείς πως στέκεται μετέωρος ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους. Ίσως γέρνει λιγάκι περισσότερο προς τον μουσουλμανικό μαχαλά, με βασικό αίτιο την καπατσοσύνη της Ακιντέ…
…
Είχε η Ακιντέ τον τρόπο να παίρνει πάντα αυτό που ήθελε απ’ τους ανθρώπους. Απ’ τον πατέρα να πιάσω, που του φερότανε μ’ ένα τρόπο ανεξήγητο, μια να του φιλά τα γένια και τα χέρια κάνοντας ό,τι της ζητούσε, μια να τον παιδεύει σαν που παιδέψανε οι Εβραίοι το Χριστό, σαν ζηλιάρα αγαπητικιά, σαν γάτα αγριεμένη να βγάνει τα νύχια της, σαν αντάρτης Ρωμιός που δεν ανέχεται το χαλινάρι και πιάνει πόλεμο με το δοβλέτι. Αλλά, την κρίσιμη στιγμή, την ώρα που έλεγες πια δεν νταγιαντιέται, που έλεγες μέχρι εδώ είναι δεν την βαστώ άλλο, άλλαζε ξαφνικά, μεταμορφωνότανε σ’ ένα πλάσμα αλλόκοτα γλυκό, σαγηνευτικό, σαν τη νάγια που σε κοιτά κατάματα και σε καθηλώνει, μ’ όλο που ξέρεις καλά πως το φαρμάκι κρύβεται στα δόντια της. Έτσι κέρδιζε πάντα! Τουλάχιστον, έτσι κέρδιζε πάντα εμένανε! Κι ούτε ξέρω ακόμα, αν δεν έχω εθιστεί τόσο πολύ στο φαρμάκι της, έτσι που εθίζονται κάποιοι στ’ αφιόνι και το ζητά ο οργανισμός τους συνέχεια, γιατί βλέπω πως παρ’ όλο που θέλω να γλιτώσω απ’ εκείνη, όλη την ώρα γι’ αυτήνα μιλώ.
…
…που προσπαθούσε να πάρει προς το μέρος της τον Εμμανουήλ με κάθε μέσο. Αλλά, με κάθε μέσο!
Η πολυτάραχη και γεμάτη ανατροπές αυτή ζωή, είναι και ο κορμός της πλοκής του μυθιστορήματος, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μπατσιούλα τον Νοέμβρη του 2010, με τίτλο «Η λίμνη της φωτιάς» και ηθικό αυτουργό-συγγραφέα τον Αλέξανδρο Γ. Τσαγκαρέλλη.
Η ζωή ενός ανθρώπου που βγήκε στην καταιγίδα της βιοπάλης χωρίς την σταθερά της ρίζας, της φυλής. Στεκούμενος ανάμεσα σε δύο χώρες και σε δύο λαούς, σε μια εποχή που τα Βαλκάνια βράζουν.
…
Το χειρότερο ήτανε που δεν είχα ο δόλιος κανένα εφόδιο. Μήτε τη γενιά μου ήξερα καλά καλά να ξεχωρίσω, αφού η μάνα μου, απ’ τη μια μεριά, μου σφύριζε κρυφά στ’ αυτί λόγια ρωμαίικα, τη γλώσσα της που πολεμούσε να μου μάθει και της γενιάς της το μεγαλείο κι απ’ την άλλη ο χότζας, οι μπαρμπάδες μου κι η Ακιντέ που είχανε βάνει σκοπό να με κρατήσουνε γερά καρφωμένο στην αγάπη του Οσμάν, στου Μουχαμέτη τ’ αγκάλιασμα.
…
Στο Γκιολδζούκ όπου γεννήθηκε περνούσε η οικογένεια τους χειμώνες, ενώ στο Καϊμακάζ περνούσαν τα καλοκαίρια. Εκεί, στον κρυφό ορεινό τόπο, όπου όσα συνέβησαν κάποια στιγμή, έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα της ενήλικης ζωής του Εμμανουήλ και των όσων έπραξε στον χρόνο που του δόθηκε. Από τότε δηλαδή που γεννήθηκε, μέχρι να τα καταγράψει στο χαρτί και να αφήσει την τελευταία του πνοή πολύ μακριά από τον πατρογονικό τόπο. Να σας αναφέρω μόνο ότι βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στην Μυτιλήνη ακόμα και πάνω στα ελληνικά βουνά πολεμώντας στο πλευρό των ανταρτών τα χρόνια του εμφυλίου. Αλλά όλα αυτά και πολλά πολλά ακόμα θα τα διαβάσετε, όμως, όταν βρεθείτε με το εξαίρετο «Η λίμνη της φωτιάς», του Αλέξανδρου Γ. Τσαγκαρέλλη, στα χέρια σας.
Δύο στοιχεία με έκαναν να απολαύσω τα μάλα την ανάγνωση του. Το πρώτο είναι η καθαρά λογοτεχνική γλώσσα, την οποία ο συγγραφέας έχει δουλεμένη με περισσή φροντίδα και τέχνη και διακοσμημένη με ιδιωματισμούς -μικρά γλωσσικά πολύτιμα πετράδια. Το δεύτερο είναι η πολύ όμορφη και εθιστική στην ανάγνωση ιστορία του γιου της Ελληνίδας Σωσάννας και του Τούρκου Ρουστέμ, του Εμμανουήλ θυμίζοντας καράβι που το μαστιγώνουν τα κύματα αλλάζοντάς του κάθε τόσο κατεύθυνση. Πιστεύω ακράδαντα ότι θα σας συνεπάρει και θα σας ταξιδέψει. Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
«Χριστιανή θα μείνεις, γκιοζούμ! Χριστιανός θα γίνω κι εγώ για την αγάπη σου, ψυχούλα μου! Αλλά, κρυφά! Θα το ξέρουμε οι δυο μας μονάχα, ντιλνταρίμ!» Είπε κι άπλωσε το χέρι του κι έκλεισε το δικό της μέσα στην απαλάμη του, που ήτανε μαλακή σαν μπαμπάκι, αρωματισμένη που ήτανε με σαφράνι και ναρδόσταχυ.
Σαν έδινε αυτήν την υπόσχεση ο Ρουστέμ ντερέμπεης στην ρωμιά Σωσάννα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο κόσμος όλος θα γύριζε τ’ απάνου-κάτου σε λίγα χρόνια. Ακόμα, δεν φανταζότανε την αντίδραση της μοναχοκόρης του, της Ακιντέ, απ’ την Τσερκέζα, την προηγούμενη γυναίκα του.
Ο Ρουστέμ θαρρούσε πως πάνω στην αητοφωλιά του Καϊμάζ θα προφύλασσε την φαμίλια του απ’ τους τσέτες και χαϊντούκους, που λυμαίνονταν το δοβλέτι. Εκεί, η φλογερή, δολοπλόκα Ακιντέ τυλίγει στα ερωτικά της δίχτυα τον ετεροθαλή αδερφό της με την διπλή γενιά, γιό της Σωσάννας, ψάχνοντας να εκδικηθεί την Ρωμιά μητριά της για την πίστη της, την γενιά της, την “κλεμμένη” αγάπη του πατέρα της. Τελικά, όμως, μπλέκει κι η ίδια, σαν την νυχτοπεταλούδα, να πετάει ολοτρίγυρα στην φλόγα του έρωτα.
Μια ιστορία όπου τ’ ανθρώπινα πάθη αναδεύονται συνεχώς, πότε σε προσωπικό, πότε σε φυλετικό, πότε σ’ ιδεολογικό επίπεδο. Πάθη δυνατά και λάθη, που απαιτούν την κάθαρση, σαν σε αρχαία τραγωδία.