Η Κωνσταντίνα σε λίγο θα κλείσει τα δεκατρία. Είναι ένα παράξενο κορίτσι χωρίς φαντασία -όπως ισχυρίζεται η ίδια-, αλλά…
…
Ό, τι συμβαίνει μπορώ να το περιγράψω, και πολύ καλά μάλιστα. Γι’ αυτό είμαι άνιση. Πότε δεκαεννιά στην έκθεση, πότε έντεκα. Δηλαδή σ’ όλα μου είμαι άνιση. Πότε πάνω, πότε κάτω. Πότε αγαπώ, πότε μισώ. Να με κάνουν όμως να πιστέψω πως δεν θυμάμαι τη στιγμή που βγήκα από την κοιλιά της μαμάς, δε θα το καταφέρουν με καμία δύναμη.
Δεν τσίριζα, όπως ένα μωρό που είδα σ’ ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. Ήμουν τυλιγμένη σε αράχνες. Πάλευα με χέρια και με πόδια να ξεμπλέξω. Κάποιος είπε – όχι ο μπαμπάς, εκείνος μάλλον ο γιατρός, γιατί η φωνή ήταν αντρική: «Δεν ξανάδα βρέφος τυλιγμένο σε αράχνες». Κι ύστερα σου λένε δε θυμάμαι!
…
Η γιαγιά της, μόλις την πρωταντίκρυσε είπε πως ήταν: “κίτρινο σαν λειψανάκι”, μια φράση που κυνηγά την ηρωίδα μας σε όλη την μέχρι τώρα ζωή της. Αυτή ήταν και η αρχή μιας επεισοδιακής σχέσης, αφού γενικά -γιαγιά και εγγονή- δεν θα μπορούσαμε να πούμε πως τα πήγαιναν ιδιαιτέρως καλά. Πάντως τα αισθήματα ήταν σίγουρα αμοιβαία!
Λίγα χρόνια αργότερα, και ενώ η Κωνσταντίνα είναι πλέον μαθήτρια, οι γονείς της αποφασίζουν να μεταναστεύσουν οικογενειακώς στην Γερμανία, όπου και διορίστηκαν δάσκαλοι σε ελληνικά τμήματα γερμανικών σχολείων. Ο διευθυντής, ο χερ Χάινερ, την υποδέχεται θερμά στο καινούργιο της σχολείο και με τα λόγια του κατευνάζει όλους τους φόβους της. Δεν περνά καιρός και ήδη έχει δύο φίλους στο καινούργιο της σχολείο: την Σίγκριντ και τον Διαγόρα.
Με δύο γονείς που την αγαπούν και της το δείχνουν, με τη γιαγιά -που πάντα είχε ένα αιχμηρό λογάκι για όλα και όλους και ιδιαίτερα για τη μαμά- να είναι μακρυά στην Ελλάδα, και ένα ζεστό σχολικό περιβάλλον η ζωή κυλάει ήρεμα και η Κωνσταντίνα μας είναι ευτυχισμένη. Και εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά… Τέλος! Ο μπαμπάς την παίρνει να κάνουν την καθιερωμένη βόλτα τους στην Ανναστράσσε και της ανακοινώνει ούτε λίγο ούτε πολύ πως…
…
Και τότε άρχισε να βγάζει ολόκληρο λόγο, που στην αρχή είδα κι έπαθα να καταλάβω τι ήθελε να πει, μα, όσο προχωρούσε, ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν.
Άρχισε λοιπόν να μου λέει πόσο αυτός κι η μαμά αγαπιούνται, και τι σπουδαία γυναίκα είναι η μαμά μου, αφού τα καταφέρνει όλα και πάει και στο πανεπιστήμιο να πάρει δίπλωμα γερμανικής φιλολογίας -λες και δεν το ήξερα-, μα έρχονται φορές που, αν και οι άνθρωποι αγαπιούνται, βλέπουν πως δεν μπορούν να ζουν πια μαζί, κι ίσως, αν ζουν χωριστά…
…
Η ζωή της Κωνσταντίνας ανατρέπεται. Όλα όσα ήξερε και νόμιζε για σίγουρα έχουν ανεπιστρεπτί χαθεί. Η ζωή της πάλι μπλεγμένη στις αράχνες, σε ένα αδιέξοδο όπου δεν μπορεί να έχει και τους δύο γονείς συγχρόνως. Κι ας φαίνεται τώρα να την αγαπούν περισσότερο από πρώτα. Τώρα όχι μόνο έχουν χωρίσει αλλά και τη θέση του μπαμπά για την μαμά την έχει πάρει ο κύριος Μιχάλης και την θέση της μαμάς για τον μπαμπά την έχει πάρει η φράου Σαμπρίνε.
Και τώρα τι; Πως θα συνεχιστεί η ζωή; Η Κωνσταντίνα μετά από παρότρυνση της παιδοψυχολόγου και του αγαπημένου της διευθυντή του σχολείου, παίρνει μόνη της την ευθύνη της απόφασης να πάει για ένα χρόνο να ζήσει με την γιαγιά της στην Ελλάδα. Εκεί, οι φίλες της γιαγιάς -οι Ασπασίες, κι ας μην είχαν όλες αυτό το όνομα- αναλαμβάνουν δράση και της ετοιμάζουν ένα δωματιάκι στο σπίτι της γιαγιάς. Η Κωνσταντίνα γράφεται στο σχολείο και ζει με την ελπίδα πως θα πραγματοποιηθεί η υπόσχεση που της έδωσαν οι γονείς της: πως θα πάνε να την δουν στις διακοπές των Χριστουγέννων. Αλλά…
…
Δεν ήρθαν. Η μαμά γιατί είχε πρόβλημα με το μωρό του κυρίου Μιχάλη και δεν μπορούσε να ταξιδέψει, κι ο μπαμπάς γιατί πήγε στα καλά καθούμενα κι έσπασε το πόδι του.
…
Το καινούργιο της σχολείο μικρό, ψυχρό και άχαρο. Οι συμμαθητές της κάνουν προσπάθειες να την πλησιάσουν αλλά σε κάθε ερώτησή τους κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό της. Μιλά μόνο με την Βίκη που δεν ρωτά τίποτα – μόνο μιλά για τα δικά της. Οι περισσότεροι καθηγητές της αδιάφοροι, εκτός από την ελληνικού που η Κωνσταντίνα ούτε σκέψη να της ανοιχτεί και ο κύριος Μπένος που ενδιαφέρεται πραγματικά για όλα τα παιδιά.
Μια μέρα, στο προαύλιο γνωρίζει έναν “μεγάλο” της τρίτης γυμνασίου που έχει έρθει κι αυτός από την Γερμανία και ξεκινά να συζητά μαζί του, παραβλέποντας το νόημα “όχι, όχι” της συμμαθήτριάς της. Της θυμίζει τον Λουμίνη τον φίλο του Πινόκιο, αυτόν που μεταμορφώθηκε σε γαϊδούρι.
Παλεύοντας την μοναξιά που νιώθει μέσα της αγοράζει ένα χαμστεράκι που γίνεται αιτία γερού καυγά με τη γιαγιά της. Ευτυχώς οι Ασπασίες έδωσαν μάχη, την κέρδισαν και ο “χερ Χάινερ” όπως το είχε ονομάσει κερδίζει την διαμονή του στο σπίτι της γιαγιάς.
Στα τέλη του Φλεβάρη αποφασίζεται να κάνουν μια εκδρομή στο Καρπενήσι, οι Ασπασίες, η Φαρμούρ (όπως λέει η Κωνσταντίνα τη γιαγιά της) και η Κωνσταντίνα. Μια αποκοτιά της Κωνσταντίνας να οδηγήσει δύο γερμανούς τουρίστες στον Προυσό αλλάζει ριζικά την ζωή της, περισσότερο και χειρότερα από όσο είχε μέχρι τώρα είχε ζήσει. Μιας και την απόφαση την είχε πάρει χωρίς να το ξέρει η γιαγιά της και όπως ήταν φυσικό φοβόταν να την αντιμετωπίσει, ο γερμανός τουρίστας της έδωσε ένα χαπάκι για να μην φοβάται. Και αυτή ήταν η αρχή του κατήφορου. Η Κωνσταντίνα χωρίς να καταλαβαίνει καλά καλά τι κάνει αρχίζει να κατρακυλάει στον κόσμο των ναρκωτικών, μπλεγμένη πιο πολύ παρά ποτέ με τις αράχνες της. Προμηθευτής της στην Αθήνα ο “Λουμίνης” που έχει αφεθεί και ο ίδιος στον δικό του εθισμό. Οι γονείς της, της λείπουν ολοένα και περισσότερο.
…
Ο Λουμίνης της είπε πως έτσι ήταν κι αυτός στην αρχή, όλο μυξόκλαιγε σαν κι εμένα. Δε μ’ άρεσε καθόλου το “μυξόκλαιγε” και προσπάθησα να σταματήσω. Εκείνος δε μου έδινε σημασία και συνέχιζε, κι έλεγε πως βαρέθηκε να κλαίει και τη βρήκε τη λύση. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαπάκι και το κατάπιε στα βιαστικά με μια γουλιά νεσκαφέ. Ύστερα ξανάχωσε το χέρι στην τσέπη. Μέσα στη χούφτα του βρισκόταν θρονιασμένο ένα γαλάζιο χαπάκι, σαν κι αυτό που μου είχε δώσει ο Γερμανός στον Προυσό.
– Πάρ’ το να συνέρθεις, έκανε. Εγώ έτσι τη βρίσκω, με μπλε, κίτρινα, άσπρα. Μόνο που κοστίζουν.
…
Άραγε τα δύο παιδιά, θα καταφέρουν να βγουν από τον ιστό των προβλημάτων τους;
Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της, είναι ένα βιβλίο αληθινό, συγκινητικό, που θίγει καίρια σημεία των καιρών μας και δείχνει στον αναγνώστη πόσο εύκολα μπορεί κανείς να μπλεχτεί σε έναν ιστό εξαιτίας των προβλημάτων του. Δεν έχει σημασία αν τα προβλήματα αυτά είναι οικογενειακής φύσεως, είτε προσαρμογής, είτε μοναξιάς. Το δίχτυ καραδοκεί και οι πρώτοι που πιάνονται σε αυτό είναι οι έφηβοι που έχουν πλήρη άγνοια των κινδύνων.
Είναι ένα εφηβικό μυθιστόρημα που διαβάζεται γοργά και με μεγάλη αγωνία. Η ταλαντούχα και πολυγραφότατη Άλκη Ζέη, σε βάζει στην υπόθεση, λες και σου δείχνει στο εκράν, πως τα προς τα κάτω σκαλοπάτια διαδέχονται το ένα το άλλο, το πόσο ανήμπορο νιώθει ένα παιδί στα 13 όταν δεν το καταλαβαίνουν οι γύρω του -όταν δεν έχει δέσιμο με την οικογένειά του-, πόσο εύκολο είναι -ειδικά σήμερα- να μπλεχτεί στον κόσμο των ναρκωτικών που βρίσκονται παντού γύρω του.
Το εντυπωσιακό είναι πως η ηρωίδα είχε παρακολουθήσει μάθημα κατά των ναρκωτικών στο σχολείο της στη Γερμανία. Κι όμως αφέθηκε να πιστεύει πως με αυτό το χαπάκι, το οποίο η ίδια το είχε συσχετίσει με τη λέξη φάρμακο, θα γίνει πιο τολμηρή, θα ξεφύγει από τα προβλήματα.
Ρεαλιστικό, συγκινητικό, ανθρώπινο, και με έντονα συναισθήματα στο «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της» της Άλκης Ζέη, η ζωή δεν είναι ούτε κατά διάνοια ρόδινη. Η γιαγιά, ειδικά στην αρχή φαίνεται απάνθρωπη, δεν αγαπά με την πρώτη το εγγόνι της, ούτε καν με την δεύτερη ή την τρίτη. Κολλημένη μονίμως στο παρελθόν ενδιαφέρεται και προτιμά να φροντίζει περισσότερο τους Κούρδους σαν φιλάνθρωπη που είναι. Οι γονείς πριν καλά καλά χωρίσουν βρίσκουν συντρόφους, η δε μαμά δεν χάνει στιγμή και μένει έγκυος πριν καλά καλά αποφασίσουν πως θα χωρίσουν.
Η δε μικρή σε έναν κόσμο δικό της -που όποιος θέλει να επικοινωνήσει μαζί της πρέπει να την ρωτήσει τουλάχιστον τρεις φορές το ίδιο πράγμα προκειμένου να πάρει απάντηση- δέχεται σαν πύρινη βροχή τις αποφάσεις των γονιών της και την αδιαφορία των περισσότερων καθηγητών, που απλά κάθονται όρθιοι στον πίνακα και λένε το μάθημά τους χωρίς έγνοια για τα ίδια τα παιδιά. Τα ψέματα που λέει σε κάθε ευκαιρία, προκειμένου να καθησυχάσει τους γύρω της και να μην καταλάβουν την εξάρτησή της, δυσκολεύουν τον καθηγητή της (ευτυχώς που υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις στον κανόνα) που κάτι υποψιάζεται πως τρέχει αλλά μάλλον δεν του περνάει και από το μυαλό η αλήθεια.
Το «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της» της Άλκης Ζέη κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2002, ενώ από τον Ιούνιο του 2011 κυκλοφορεί -με ένα ξεχωριστό εξώφυλλο- από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Είναι ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, που όχι μόνο πρέπει να το διαβάσει όλη η οικογένεια, αλλά θα πρέπει μετά την ανάγνωση του όλοι μαζί να συζητήσουν οπωσδήποτε, αναλύοντας ένα ένα τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου. Εύγε Άλκη Ζέη!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
«Μα δεν πήρες είδηση τίποτα;» «Όχι, Φάρμουρ, τίποτα.»
Η Κωνσταντίνα, όταν μετακόμισε με τους γονείς της στη Γερμανία, ήταν τόσο ευτυχισμένη με την καινούρια της ζωή, που ποτέ δεν της πέρασε από τον νου πως μια μέρα θα άλλαζαν όλα. Καταπληκτικό σχολείο, νέοι φίλοι, βόλτες και ζεστή σοκολάτα τα απογεύματα με τον μπαμπά, παγοδρόμιο. Ώσπου μια μέρα της το ανακοίνωσαν: οι γονείς της χωρίζουν τελεσίδικα και είναι καλό γι’ αυτήν να επιστρέψει στην Ελλάδα στη γιαγιά της, τη Φάρμουρ. Όχι, δεν είναι αυτό το πραγματικό όνομα της κυρίας Ισμήνης: Φάρμουρ, τη φωνάζει η Κωνσταντίνα στα σουηδικά. Μα πώς γκρεμίστηκαν όλα; Χωρίς δικό της μεγάλο χώρο, χωρίς πουπουλένιο πάπλωμα, χωρίς δικό της γραφείο, χωρίς κλειδιά δεν μπορεί να αντέξει άλλο την γκρίνια της γιαγιάς της και έχει βαρεθεί να ακούει ξανά και ξανά τις ιστορίες που της διηγείται μαζί με τις τρεις αχώριστες φίλες της για την Κατοχή και την Αντίσταση. Εκείνη ποιος θα την καταλάβει; Ας είναι καλά ο Λουμίνης, ένα μεγαλύτερο αγόρι από το νέο της σχολείο, και το θαυματουργό γαλάζιο χαπάκι που την κάνει να τα ξεχνάει όλα και να μην τη νοιάζει τίποτα: ούτε ο χωρισμός των γονιών της και οι καινούριες τους οικογένειες ούτε η δύσκολη συμβίωση με τη γιαγιά της. Και μετά όμως τι; Ακόμα ένα χαπάκι κι άλλο ένα κι άλλο ένα… και η Κωνσταντίνα μια στα ουράνια και μια στον γκρεμό, στο δικό της σύμπαν όπου κυριαρχεί το ψέμα, παγιδευμένη στις αράχνες της να παλεύει με χέρια και με πόδια να ξεμπλεχτεί και να μην μπορεί. Ή μήπως μπορεί;
Ολυμπία Κατσένη