Πέτρος Θ. Πιζάνιας
Η ιστορία των Νέων Ελλήνων. Από το 1400c. έως το 1820
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Αθήνα 2014
Σελ. 556.
Από ραγιάδες, Έλληνες.
Φαντάζει πραγματικά παράδοξο, αλλά η άνθηση των ιστορικών σπουδών στην χώρα μας την περίοδο που ακολούθησε την πτώση της Δικτατορίας χαρακτηρίζεται από μία εμφανή διστακτικότητα των ιστορικών (ακόμη και των έμπειρων, των καταξιωμένων) να καταπιαστούν με ολιστικά, στην σύλληψή τους τουλάχιστον, αφηγήματα που να αφορούν «μεγάλες» περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Πράγματι, θα πρέπει να ψάξει κανείς πολύ για να αποθησαυρίσει εγχειρήματα αξιώσεων, ανάλογα ως προς την απήχησή τους σε ένα ευρύ «πεπαιδευμένο» κοινό ή την επιρροή τους στη δημόσια ιστορία, με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κ. Παπαρρηγόπουλου λ.χ. ή τις μελέτες του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου τον 19ο αιώνα. Τα περισσότερα από τα σχετικά εγχειρήματα που λαμβάνουν χώρα είτε ανήκουν σε αυτοθαυμαζόμενους ιστοριοδίφες οι οποίοι έχουν βέβαια (και δυστυχώς θα έλεγα) το κοινό τους, είτε πραγματοποιούνται από επιφανή μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που συνήθως ωστόσο, αναμασούν με εκνευριστικά εμφανή τρόπο τα πορίσματα της σύγχρονης έρευνας. Στην καλύτερη των περιπτώσεων μελέτες αξιώσεων και αναμφίβολης εγκυρότητας προσεγγίζουν συνολικά μια πτυχή της ιστορικής πραγματικότητας, η οποία όμως και πάλι αποτελεί κάτι το μερικό σε σχέση με τα μεγαλεπήβολα εγχειρήματα που πραγματοποιήθηκαν πριν το 1974 (βλ. λ.χ. την Ιστορία της ελληνόκτητης Ναυτιλίας της Τζελίνας Χαρλαύτη, την Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου του Γιώργου Μαργαρίτη ή το θεμελιώδες Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής του Χάγκεν Φλάισερ).
Το βιβλίο του Πέτρου Πιζάνια για την ιστορία των Νέων Ελλήνων, αποτελεί ως εκ τούτου μια τομή από μόνο του. Ο συγγραφέας του δεν επιχειρεί να γράψει άλλη μία συνθετική ιστορία του Ελληνικού Έθνους στην οποία πολύ εύκολα θα μπορούσε να ενσωματώσει (μερικά από τα) πορίσματα της ιστορικής έρευνας των τελευταίων τριάντα χρόνων, αλλά κάτι πολύ δυσκολότερο. Επιχειρεί να θεμελιώσει μία διαφορετική (της κυρίαρχης τουλάχιστον) ερμηνεία για τη συγκρότηση της ταυτότητας του «νέου Έλληνα» μέσα στο δεδομένο πλαίσιο της οθωμανικής κυριαρχίας, την ανάδυση και την εξάπλωσή της. Κοντολογίς, για την εξέλιξη που οδήγησε στη διάρκεια περίπου τεσσάρων αιώνων από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, στην μεγάλη, θεμελιώδους σημασίας για ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία, ελληνική Επανάσταση του 1821.
Κεντρική θέση του βιβλίου αποτελεί η άποψη ότι η εθνική συνείδηση δεν συνιστά μία υπεριστορική- μεταφυσικού τύπου ποιότητα, αλλά απότοκο ειδικών ιστορικών συνθηκών που συνδέονται άρρηκτα με τη εμφάνιση νέων κοινωνικών στρωμάτων τους δύο αιώνες που grosso modo προηγήθηκαν της μεγάλης Επανάστασης. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας βέβαια δεν πρωτοτυπεί, καταφέρνει ωστόσο να υπερβεί τόσο την (καθοριστική ακόμη για ό,τι τέλος πάντων ορίζουμε «επίσημη ιστορία») κληρονομιά του ρομαντισμού, όσο και τις απλουστεύσεις μιας κριτικής που συχνά τείνει να προβάλει στο παρελθόν έναν μη επαρκώς επεξεργασμένο ιστορικό υλισμό. Ο Π.Π. ξεκινώντας από τις προσπάθειες ανασυγκρότησης του αυτοκρατορικού προτύπου από τους Οθωμανούς (με τους δικούς τους όρους βέβαια), αναλύει έξοχα τις πραγματικότητες που χαρακτήρισαν τις κατακτημένες βαλκανικές περιοχές τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης αναδεικνύοντας μάλιστα τη σημασία πτυχών με εξαιρετικό ενδιαφέρον όπως το πνευματικό επίπεδο των ραγιάδων ή η εντυπωσιακή ανθεκτικότητα του προφορικού πολιτισμού. Η εμφάνιση νέων κοινωνικών στρωμάτων (μεγαλέμποροι, καραβοκύρηδες, διανοούμενοι) από τις αρχές του 18ου αιώνα που τις παραμονές της μεγάλης Επανάστασης θα έχουν καταφέρει να ελέγχουν το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας με την Ευρώπη, θα οδηγήσει σταδιακά στη διαμόρφωση μιας αυτοσυνειδησίας την οποία ο συγγραφέας αναπλάθει υποδειγματικά συνδέοντάς την με τις πολιτικές και πολιτισμικές εξελίξεις της περιόδου τόσο στα κατακτημένα Βαλκάνια όσο και στην Ευρώπη (Διαφωτισμός, Γαλλική Επανάσταση), όπου πλέον τα νέα αυτά κοινωνικά στρώματα στρέφονται μαζικά. Ο μείζων ερευνητικός στόχος που πολύ συνοπτικά περιγράψαμε, η ανάλυση δηλαδή της διαδικασίας μετατροπής του ραγιά σε «Έλληνα», υπηρετείται με συνέπεια, είναι δε πραγματικά εντυπωσιακό ότι τα μεγάλα ερμηνευτικά σχήματα συνυπάρχουν με μία τεκμηρίωση πρωτογενή και βιβλιογραφική τόσο πλούσια και εξαντλητική που από μόνη της θα αρκούσε να καταστήσει το βιβλίο πολύτιμο.
Πέραν τούτων ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί κάτι που θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό. Ο Π. Πιζάνιας (το γράφει εξάλλου στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του) επιχειρεί να εισαγάγει έναν -διαφορετικό του συνήθους- τρόπο γραφής, αιρετικό και πολιτικό κάνοντας τον αναγνώστη συμμέτοχο στην προβληματική του (είναι πολύ ενδιαφέρον ως προς τούτο ότι σε πολλά σημεία του βιβλίου απευθύνεται κατευθείαν στον αναγνώστη, ωσάν ο τελευταίος να είναι φοιτητής του στα πανεπιστημιακά έδρανα). Ενώ ωστόσο πρόκειται για ένα βιβλίο καθαρά πολιτικό, ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση δεν προδίδει τον μείζονα στόχο του εμπλεκόμενος με τις τρέχουσες (ή πρόσφατες) αντιπαραθέσεις που ταλάνισαν την δημόσια ιστορία (λ.χ. το ζήτημα του Κρυφού Σχολειού). Αντιθέτως. Αφοπλιστικά αιρετικός αποδομεί με έναν δικό του, sui generis, τρόπο την εικόνα που διαχέεται από την επίσημη ιστορία για το «σκλαβωμένο» έθνος, επισημαίνοντας με νηφαλιότητα τους συσχετισμούς δυνάμεων και συμφερόντων που χαρακτήρισαν τις ελίτ του οθωμανικού συστήματος, τους ανταγωνισμούς τους, αλλά και τις εν γένει πραγματικότητες που μάλλον θα αποτελέσουν τροφή για σκέψη για τον ανυποψίαστο αναγνώστη αν δεν τον σοκάρουν. Ένα μικρό παράδειγμα. Στα μέσα του 15ου αιώνα ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων θα χρησιμοποιήσει τον όρο «Έλληνες» για τους κατοίκους της Πελοποννήσου, υποκινώντας ιστορικά και γλωσσικά επιχειρήματα που συνιστούν μια συγκλονιστική τομή, δεδομένου ότι αφήνουν για πρώτη φορά μετά από αιώνες εκτός του κάδρου τον χριστιανισμό. Η πολιτική σκέψη του Πλήθωνα, όπως άλλωστε και συνολικά η στρατηγική των Παλαιολόγων, (υποστηρίζεται πως) στερήθηκαν κοινωνικών αναφορών και ηττήθηκαν. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού εξαντλημένη από τις πολυετείς συγκρούσεις επέλεξε συνειδητά την Pax Ottomanica, το «πολιτικό συμβόλαιο των Οθωμανών» όπως εύστοχα υποστηρίζεται, κάτι που έπραξε άλλωστε και η εκκλησιαστική αριστοκρατία η οποία ενσωματώθηκε στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας ανακτώντας έτσι την όποια ισχύ είχε απωλέσει τα προηγούμενα χρόνια. Θυμίζει κάτι από τα παραπάνω τις πομφόλυγες περί σκλαβωμένου έθνους; Μάλλον όχι, ο ίδιος ο συγγραφέας εξάλλου, ως καλός ιστορικός που συγκροτεί και ιστορικοποιεί τις έννοιές του, έχει ξεκαθαρίσει ότι οι «Έλληνες» υπό οθωμανική κυριαρχία δεν υπήρξαν σκλάβοι (όπως οι αφροαμερικανοί στις φυτείες του αμερικάνικου νότου λ.χ.), αλλά υποτελείς.
Συνοψίζοντας. Habent sua fata libelli (έχουν και τα βιβλία τη δική τους μοίρα), όπως έγραφε ο Τερεντιανός Μαύρος τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Είναι σίγουρο ότι το βιβλίο του Πέτρου Πιζάνια θα έχει καλή τύχη, θα καρπίσει και θα βρει τη θέση του δίπλα στις θεμελιώδεις μελέτες για την ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Βιβλίο στιβαρό, αντίδοτο στην διανοητική αποχαύνωση των καιρών, ως εκ τούτου βιβλίο ξεκάθαρα πολιτικό. Με τα λόγια του Μπρεχτ από τις «Πέντε δυσκολίες για να γράψεις την αλήθεια», τα οποία ο ίδιος ο Π.Π. όχι χωρίς λόγο επιλέγει να εμβάλει σε κάποιο σημείο της μελέτης του: «Πρέπει να έχεις το κουράγιο για να γράψεις την αλήθεια όταν παντού καταπνίγεται. Την εξυπνάδα να την αναγνωρίσεις όταν συγκαλύπτεται. Την τέχνη να την μετατρέψεις σε εύχρηστο όπλο. Αρκετή οξύνοια για να επιλέξεις εκείνους στα χέρια των οποίων θα γίνει αποτελεσματική, και την πονηριά για να τη διαδώσεις σε αυτούς».
Κώστας Κατσάπης
[grbk https://www.greekbooks.gr/petros-pizanias.person%5D
Ο Κώστας Κατσάπης ([email protected]) είναι ιστορικός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του βιβλίου: Το «πρόβλημα νεολαία». Μοντέρνοι νέοι, Παράδοση και Αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα (1964- 1974), Αθήνα 2013.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (ένθετο: ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ) στις 3 Οκτωβρίου 2015. Αναδημοσιεύεται στη Ματιά με την άδεια του συγγραφέα, για την οποία και τον ευχαριστούμε πολύ!