Εκδόσεις Εστία, 2016
Σελ. 85
Την συγγραφέα την ενδιαφέρει έντονα το θέμα του θανάτου της μητέρας της. Θέλει να μπορέσει να φέρει πίσω για λίγο την μητέρα της, που πέθανε πρόσφατα, έστω για ένα λεπτό, να την αγκαλιάσει και να την φιλήσει ακόμη μία φορά.
Αποφασίσανε η συγγραφέας, η Φερέοικη και η Ξένη να πάνε στον κόσμο του Άδη. Αν δεν είσαι συγγραφέας, ήρωας μυθιστορήματος ή αλαφροΐσκιωτος αναγνώστης, δεν τον βλέπεις τον Άδη ποτέ. Πώς θα πηγαίνανε εκεί; Της είχε δοθεί η Χάρις να γίνει η μεσίστρια των δύο κόσμων. Όποιος υποφέρει πολύ για πολυαγαπημένο νεκρό δεν είναι πλέον ζωντανός αλλά ούτε και νεκρός, είναι μεσάζων.
Από τον χώρο του Μνήματος ξεκινήσανε για τον άλλο κόσμο, τον κόσμο του Άδη. Η Ξένη μας οδήγησε στον κόσμο των νεκρών που δεν ήταν χθόνιος ή επίγειος τρισδιάστατος κόσμος, αλλά εντελώς οριζόντιος και παράλληλος. Ήταν ένα παράλληλο σύμπαν. Λεύκες και νεκροί μεταλλάσσονταν και μεταμορφώνονταν εναλλάξ, οι λεύκες γίνονταν νεκροί και αντιστρόφως, αδιάφοροι για την παρουσία των γυναικών. Φαινόταν πως δεν υπήρχε καμία επικοινωνία μαζί τους, δένδρα και νεκροί σιγοψιθύριζαν. Η συγγραφέας κοίταξε μια την Ξένη και μια την Φερέοικη. Αυτές βλέπανε τους νεκρούς, ενώ για κείνους δεν ήταν οι γυναίκες ορατές. Προσπάθησε η συγγραφέας να διακρίνει την μητέρα της, δεν μπόρεσε όμως, γιατί οι σκιές ήταν πανομοιότυπες, όπως και τα δένδρα.
– Αυτός είναι λοιπόν ο κόσμος των νεκρών; Τι γίνεται εκεί; Μπορούμε να τον επισκεφτούμε, αλλά δεν βλέπουμε τον δικό μας νεκρό. Πώς νικιέται ο θάνατος; Πώς, τι, γιατί; έλεγε η Φερέοικη.
– Ας είμαστε χαρούμενοι, της είπαμε, που πήγαμε στον κόσμο των νεκρών, ας μην διακρίναμε τους δικούς μας. Όταν γίνουμε και εμείς νεκροί θα αναγνωρίσουμε τους δικούς μας.
– Η υπομονή είναι το πεπρωμένο μας, είπε η Φερέοικη.
Υπήρχαν από καταβολής του κόσμου δυο μορφές: του θανάτου και της Μητέρας. Η μητέρα γεννούσε, ανάσταινε τον άνθρωπο και νικούσε τον θάνατο. Ο θάνατος σκότωνε, ακύρωνε την ανάσταση και νικούσε τη ζωή. Μπροστά στα μάτια τους παιζόταν αυτό το θαύμα και το δράμα των αιώνων, η ατέλειωτη μάχη απ’ την αρχή του κόσμου και μέχρι την συντέλειά του μέχρι την τελική ισοπαλία.
Η Φερέοικη μου άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη: Έτσι εγώ, η συγγραφεύς του βιβλίου, μεταμορφώθηκα σε Φερέοικη, και περιμένω με απέραντη υπομονή να ξαναγεννηθεί ένα ροδαλό βρέφος, το οποίο θα ξαναγίνει η μητέρα μου…
Οι ηρωίδες του βιβλίου φτάνουν μέχρι τη χώρα της Μνήμης και μέχρι τις πύλες του Άδη, για να αποδεχθούν τελικά την ανθρώπινη μοίρα. Γιατί ο άνθρωπος κουβαλά το πεπρωμένο του όπως τα φερέοικα ζώα το όστρακό τους.
Ένα συγκλονιστικό βιβλίο για το νόημα του θανάτου, το νόημα της ανάστασης, τον κατευνασμό του πένθους. Διαβάστε το.
Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άλλα έργα της είναι: «Χάλκινος ύπνος», «Η θητεία», «Η Χάρις», «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι», «Ο ονειρόσακκος», «Τα άλογα των συγγραφέων», «Ταραντούλα», «Οι θεές», κ.α.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ξαναβγήκαμε στο σύθαμπο, όπου υπήρχε ένας μεγάλος τάφος αφιερωμένος στην ομαδική Μητέρα. Πάνω του βρισκόταν καθήμενο το επιτύμβιο άγαλμα μιας μητρικής μορφής χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά.
Περιεργαστήκαμε για λίγο το ταφικό μνημείο και η Φερέοικη με ξανάπιασε από το χέρι, για να με οδηγήσει εκεί όπου ήθελε.
Άρχισε να παίρνει πρωτοβουλίες σαν να ήταν αυτή η δημιουργός, κι εγώ μια άβουλη ηρωίδα μυθιστορήματος, ενώ είχε αδυνατίσει κι άλλο, τόσο πού έγινε διάφανη, τόσο διάφανη, ώστε σε λίγο θα διαγράφονταν τα σωθικά της.
Με απομάκρυνε από τον κοινό τάφο, ενώ συγχρόνως άρχισε να απαγγέλλει στίχους.
«Πρόσεξε», μου είπε, «ὁ τίτλος του ποιήματος λέγεται: “Αυτά είπαν οι νεκροί στα δέντρα.” Είναι του ποιητή πού αγαπώ…»
Άκουγα την φωνή της πού βάθαινε, εκφραστική σαν να ανήκε σε μέτζο σοπράνο, να ηχεί μέσα στο αργυρένιο σούρουπο.
Τι λοιπόν
δέντρο
χρυσαφένια αρχή στη χάση και στη φέξη
κατάδυση ή παιχνίδι αστραπής και κόσμου με το μανιακό σκοτάδι;
Στο τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά αποσυμπλέκονται τα πλέον δύσβατα και τα πλέον καίρια νήματα της ανθρώπινης ύπαρξης: το νόημα του θανάτου, το νόημα της ανάστασης, ο κατευνασμός του πένθους. Η Φερέοικη διαβάζεται απνευστί (ή βλέπεται σαν όνειρο). Σε αυτήν πρόσωπα ρεαλιστικά, αλλά και πρόσωπα κατ’ εικόνα της συγγραφέως, σκηνές κοινωνικής ιστορίας και συγγραφικές τεχνικές αποσυμβολοποιούνται και προσφέρονται στον αναγνώστη ως μια απολαυστική σημερινή και ταυτόχρονα αρχαία αφήγηση, όπου οι ήρωες φτάνουν μέχρι τη χώρα της Μνήμης και μέχρι τις πύλες του Άδη, για να αποδεχθούν τελικά την ανθρώπινη μοίρα.
Γιατί ο άνθρωπος κουβαλά το πεπρωμένο του όπως τα φερέοικα ζώα το όστρακό τους.