Φθινόπωρο του 336π.Χ. και ο Αλέξανδρος ανεβαίνει στον θρόνο της Μακεδονίας μετά τον θάνατο – δολοφονία του πατέρα του Φίλιππου. Ένα χρόνο αργότερα, μετά από εκστρατείες στα βόρεια και νότια της χώρας, γίνεται ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός των Ελλήνων. Έχει έρθει πλέον η στιγμή να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο. Την εκστρατεία στην Περσία.
Αν και ήδη είναι ένας «έμπειρος» άντρας στην διοίκηση του στρατού και του κράτους -έχει εκπαιδευτεί άλλωστε γι’ αυτόν τον ρόλο από τα παιδικά του χρόνια- στον ερωτικό τομέα βρίσκεται στα πρώτα του βήματα. Με την παραίνεση της μητέρας του Ολυμπιάδος, η Λαρισαία εταίρα Παγκάστη αναλαμβάνει να τον μυήσει στις χαρές της Θεάς Αφροδίτης. Αυτό που προέβλεψε, εν μέρει, αλλά δεν μπόρεσε να ελέγξει η Ολυμπιάδα ήταν η αγάπη που έδεσε την Παγκάστη με τον Αλέξανδρο και οι βουλές της ειμαρμένης που επεφύλασσαν μια σκληρή ζωή και για τους δύο. Μια ζωή άσημη αλλά μακρά για την εταίρα και βραχεία όμως λαμπρή για τον μεγάλο στρατηλάτη.
Τις ζωές αυτές και την αγάπη που τις ένωσε έρχεται να φωτίσει -και τα καταφέρνει περίφημα- η Ελένη Τσαμαδού με το δεύτερο μυθιστόρημα της «Η εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου», που κυκλοφόρησε τον Μάη του 2007 από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Στην αρχή του βιβλίου -ορθώς- η συγγραφέας μας παρουσιάζει την ζωή της Παγκάστης μέχρι την στιγμή που γνώρισε τον Αλέξανδρο -η ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου εξάλλου είναι γνωστή τοις πάση. Κόρη μιας άλλης εταίρας, η Παγκάστη, από τα επτά της χρόνια άρχισε να εκπαιδεύεται για το επάγγελμα που έμελε να ακολουθήσει. Μη σας κάνει εντύπωση η λέξη «εκπαιδεύεται». Οι εταίρες στην αρχαιότητα ήταν στην ουσία διασκεδάστριες αφού πέρα από τα επί κλίνης καθήκοντα τους, χόρευαν, τραγουδούσαν, έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο και λάμβαναν μέρος σε ευχάριστες συζητήσεις στα συμπόσια στα οποία ασκούσαν κατά κόρον το επάγγελμα τους. Αφού ολοκληρώθηκε η μαθητεία της στις τέχνες της Αφροδίτης και έφτασε σε κατάλληλη ηλικία, άρχισε να ασκεί το επάγγελμα της εταίρας στην Λάρισα, αλλάζοντας το όνομα της από Παγκάστη σε Παγκάσπη. Η φήμη της άρχισε να εξαπλώνεται και θα μπορούσε να πει κανείς ότι έγινε για την Λάρισα ότι ήταν για την Αθήνα η Φρύνη και για την Κόρινθο η Λαΐδα (η γνωστή Λαΐδα από την φράση του Διογένη: «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς»).
Όλα αυτά όμως μέχρι την στιγμή που γνώρισε τον Αλέξανδρο και ανέλαβε να τον εκπαιδεύσει στα μυστικά του έρωτα ως πράξη αλλά και ως συναίσθημα. Αυτό το τελευταίο επεδίωκε κυρίως η Ολυμπιάδα: να πάρει ο γιος της το «βάπτισμα του πυρός» με μία εταίρα ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος να ερωτευτεί την πρώτη γυναίκα που θα βρισκόταν στον δρόμο του και θα του άνοιγε τις πύλες του πόθου και της αγάπης. Εδώ οφείλω να ανοίξω μία παρένθεση και να πω ότι η περιγραφή της πρώτης συνεύρεσης τους (με την βιβλική έννοια του όρου) στο βιβλίο «Η εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου» είναι, άκρως ποιητική. Κρύβει δε τόση «μαγεία» που σε κάνει να την διαβάζεις και να την ξαναδιαβάζεις μέχρι να πεις: “καλό θα ήταν να δω τι υπάρχει και στις επόμενες σελίδες”. Όταν διαβάσετε το βιβλίο θα καταλάβετε τι εννοώ.
Τι; Θέλετε να σας πω τι γίνεται στην συνέχεια; Άντε λίγο ακόμα… αλλά μην τα μάθετε και όλα! Φτάνει, λοιπόν, η στιγμή που ο Αλέξανδρος ξεκινά την μεγάλη εκστρατεία. Η Περσία τον περιμένει να την κατακτήσει. Η Παγκάσπη, ερωτευμένη πλέον με τον Βασιλιά των Ελλήνων, τον ακολουθεί με δική της ευθύνη μιας και ο ίδιος είναι επιφορτισμένος με την διοίκηση του στρατεύματος. Η σχέση τους θα περάσει από κύματα και περιπέτειες μέχρι να φτάσουν στην Αλικαρνασσό όπου και θα χωρίσουν. Η Παγκάσπη θα μείνει με την βασίλισσα της Καρίας, Άδα, ενώ ο Αλέξανδρος θα συνεχίσει να βαδίζει στον δρόμο του πεπρωμένου του. Γιατί χώρισαν; Ποια θα είναι η κατάληξη αυτής της αγάπης; Ποιος ο ρόλος του Απελλή -του διάσημου ζωγράφου- στην σχέση του Βασιλιά και της Εταίρας; Τις απαντήσεις αυτές αλλά και πολλές άλλες θα σας δώσει η Ελένη Τσαμαδού μέσα από της σελίδες του βιβλίου της «Η εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου».
Ήρθε όμως η στιγμή -έχοντας διαβάσει και το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως «Οι Θεοί πέθαναν στη Ρώμη»- να δηλώσω ερωτευμένος με την γραφή της Ελένης Τσαμαδού. Μια γραφή απλή αλλά επ’ ουδενί απλοϊκή, που ρέει αβίαστα σε γοργό ρυθμό και σε γεμίζει εικόνες παρόλο που οι περιγραφές της είναι λιτές. Δεν ξέρω πως το καταφέρνει αυτό, αλλά είναι γεγονός. Μαγευτική! Απολαμβάνεις την ανάγνωση κάθε παραγράφου και ανυπομονείς να δεις τι θα γίνει στην συνέχεια. Όταν δε, φτάσεις στην τελευταία σελίδα λες “ας είχε λίγο ακόμα…”, σαν τα τραγούδια που ζητάμε από τον αγαπημένο μας καλλιτέχνη στο τέλος μιας συναυλίας.
Και σε αυτό το βιβλίο της, όπως και στο πρώτο, η Ελένη Τσαμαδού φωτίζει πτυχές της ιστορίας του λαού μας και μας δείχνει τα πράγματα από μια άλλη οπτική γωνία. Με εργαλείο την γυναικεία της ματιά, στέκεται στις λεπτομέρειες της ζωής των ηρώων της και φανερώνει κυρίως τον χαρακτήρα και την καθημερινότητα τους.
Έτσι από την μια χαρίζει στην Παγκάστη την αιωνιότητα -κάτι που το αξίζει η γυναίκα που αγάπησε τον Μέγα Αλέξανδρο όσο κανείς άλλος- και από την άλλη μας δείχνει την προσωπικότητα του μεγάλου στρατηλάτη. Την προσωπικότητα του, έτσι όπως αυτή καθρεπτίζεται στα μάτια μιας ερωτευμένης γυναίκας. Της Πακάτης -όπως ο ίδιος την αποκαλούσε- που το μόνο που ήθελε από αυτόν ήταν να βρίσκεται δίπλα του. Την ιδιότητα ας την επέλεγε εκείνος, της αρκούσε μόνο να ήταν εκεί!!!
Σε ένα σημείο του βιβλίου, η Ελένη Τσαμαδού γράφει: «Ο πόλεμος είναι δουλειά των αντρών, των γυναικών η αγάπη». Έτσι κι εκείνη αφήνει στους ιστορικούς τα στεγνά γεγονότα και κρατάει για τον εαυτό της -και τους αναγνώστες της- τις ευαίσθητες πλευρές και τρυφερές λεπτομέρειες της ζωής των ιστορικών προσώπων. Τις λεπτομέρειες που και για εκείνους ήταν σημαντικές, μιας και αποτελούσαν το άλας του βίου τους. Είναι μεγάλη απόλαυση -και εμπειρία τολμώ να πω- να έρχεσαι κοντά στους προγόνους σου μέσα από ένα τέτοιο κείμενο, μια τέτοια ματιά. Συγχαρητήρια στην συγγραφέα και ευχή να μας χαρίζει πάντα τέτοια αναγνώσματα.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Φθινόπωρο του 336 π.χ.
Στο θρόνο της Μακεδονίας ανέρχεται ένας νέος είκοσι ενός ετών. Το όνομά του, Αλέξανδρος.
Παραμονές της εκστρατείας στην Ασία, η Ολυμπιάδα φροντίζει να μυηθεί ο γιος της στα μυστήρια της Αφροδίτης. Μια εταίρα θα μισθωθεί για το έργο αυτό. Όλα τα έχει προνοήσει η βασίλισσα, όχι όμως τον έρωτα. Αυτόν που θα ορίσει τη ζωή δύο ανθρώπων: της εταίρας και ενός ζωγράφου. Όσο για το βασιλιά, ποιος ξέρει τι ρόλο παίζει ο έρωτας δίπλα στον μεγάλο Πόθο που τον κατέχει; Είναι ο έρωτας κινητήρια δύναμη ή αυτός που του θυμίζει τη θνητή του φύση; Και ποιος ξέρει να πει πόσο κρατάει ο έρωτας; Όσο η φλόγα στο λυχνάρι. Μια αιωνιότητα. Στο λυχνάρι όσο έχει λάδι, στην καρδιά, όσο υπάρχει μνήμη.
Αυτή είναι η ιστορία ενός βασιλιά και ενός ζωγράφου, μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας. Είναι η ιστορία ενός έρωτα και ενός δώρου, που, όπως τα νομίσματα, έχει δύο όψεις: της μεγαλοψυχίας και της εκδίκησης. Ενός δώρου που πλήγωσε και αυτόν που το πρόσφερε και αυτόν που το έλαβε.
Μια ιστορία για έναν μεγάλο έρωτα ξεχασμένη στη σκόνη του χρόνου…