Τι κοινό έχουν ο Elvis Presley, ο Morgan Freeman, η Oprah Winfrey, ο Quentin Tarantino, η Tina Turner και η Haven Moore; Φυσικά και είναι το Τενεσί, η νοτιοανατολική πολιτεία των ΗΠΑ. Τώρα ξέρω… ψάχνετε να βρείτε σε ποιο χώρο έχει διακριθεί η τελευταία. Αχ… μα, στην λογοτεχνία! Όχι, δεν είναι συγγραφέας. Είναι λογοτεχνική ηρωίδα και είμαι βέβαιος ότι όσο περνά ο χρόνος γίνεται όλο και πιο γνωστή και αγαπητή στο διεθνές αναγνωστικό κοινό! Θα την συναντήσετε στον κεντρικό ρόλο του «Οι αιώνιοι», της Κίρστεν Μίλερ, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πλατύπους, τον Οκτώβριο του 2011 σε μετάφραση της Λένας Ταχμαζίδου.
Στο Τενεσί των ΗΠΑ λοιπόν, και πιο συγκεκριμένα στο Snope City -μια μικρή επαρχιακή πόλη-, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια η Χέιβεν Μουρ. Χρόνια που από την στιγμή που σκοτώθηκε ο πατέρας της σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα έγιναν γκρίζα. Η μητέρα της ένα άβουλο πλάσμα λυγισμένο από όσα της έδωσε η ζωή και η γιαγιά της ένας κέρβερος που ήθελε να έχει υπό την εξουσία της τις ζωές τόσο της κόρης όσο και της εγγονής της. Ευτυχώς που υπήρχε και ο Μπο, ο κολλητός της φίλος, και έτσι η νεαρή κοπέλα είχε κάποιον να μιλήσει και να στηριχτεί.
Πολλά παιδιά που έχουν μεγαλώσει στην επαρχία έχουν σαν όνειρο να φύγουν μακριά από την γενέτειρα τους και να ζήσουν την μεγάλη ζωή της πόλης. Η μεγάλη αυτή ζωή για την ηρωίδα μας έχει την μορφή της Νέας Υόρκης και των σπουδών στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μόδας (Fashion Institute of Technology) που υπάρχει εκεί. Η καριέρα στην υψηλή ραπτική είναι όμως ο ένας λόγος, ο φυσικός, που θέλει να βρεθεί στο Μεγάλο Μήλο! Ο δεύτερος βρίσκεται στον χώρο του μεταφυσικού… Η Χέιβεν από μικρή βλέπει οράματα που έχουν να κάνουν με κάποια από τις προηγούμενες ζωές της. Με την αμέσως, μάλιστα, προηγούμενη ζωή της -στις αρχές του 20ου αιώνα στην Νέα Υόρκη– που έληξε άδοξα με τον θάνατο της σε μια πυρκαγιά. Αυτά τα οράματα είναι που λειτουργούν εδώ και χρόνια σαν ισχυρός πόλος έλξης, στον οποίο αντιστέκεται με μεγάλη δυσκολία…
…
Κάποτε μάλιστα, ο ιεροκήρυκας της είχε δώσει μια καρτ-ποστάλ, μια εναέρια άποψη του Μανχάταν με το εκθαμβωτικό του δάσος από τσιμέντο και ατσάλι. Η Χέιβεν την καρφίτσωσε στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας της και μελετούσε την εικόνα κάθε βράδυ πριν πέσει για ύπνο. Καθώς εξέταζε όλα τα κτήρια και ακολουθούσε όλους τους δρόμους, μεγάλωσε και η αίσθηση της βεβαιότητας της. Πίσω από ένα από τα παράθυρα -ή μέσα σε ένα από εκείνα τα αυτοκίνητα- υπήρχε κάποιος ή κάτι που έπρεπε να βρει. Καμία φορά, ήταν σχεδόν αδύνατο να αντισταθεί στην ανάγκη να ξεκινήσει αμέσως την αναζήτηση, και προσευχόταν να την περιμένει ακόμη αυτό, ό,τι κι αν ήταν, όταν θα τα κατάφερνε να το σκάσει από τη Σνόουπ Σίτυ. Σε ηλικία δέκα ετών, η Χέιβεν άρχισε να μετράει αντίστροφα τις μέρες.
…
Να όμως, που η αντίστροφη αυτή μέτρηση μηδενίστηκε! Η νεαρή κοπέλα είναι πλέον δεκαεπτά ετών και ετοιμάζεται για το μεγάλο βήμα. Η αυταρχική γιαγιά, βέβαια, δεν έχει σκοπό να της κάνει την ζωή εύκολη. Προσπαθεί -όπως πάντα- να την κρατήσει υπό τον έλεγχο της. Το σπινθήρα για την απαγκίστρωση θα τον δώσει ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο χαρτιά με σημειώσεις του πατέρα της. Η ώθηση δίνεται, το ταξίδι πραγματοποιείται και τόσο το παρόν όσο και το μέλλον της ηρωίδας μας αλλάζουν άρδην!
Το τι θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Χέιβεν θα το ανακαλύψετε όταν βυθιστείτε στα λογοτεχνικά κύματα της Κίρστεν Μίλερ. Και το “κύματα” δεν είναι κατ’ ευφημισμόν. Σε όλες τις ζωές που έχουν προηγηθεί η Χέιβεν έχει αποκτήσει ένα μεγάλο αιώνιο έρωτα, φίλους, εχθρούς και παθιασμένους επίδοξους εραστές. Όταν όλοι αυτοί διεκδικούν την θέση τους στη σημερινή της ζωή, τα πράγματα περιπλέκονται. Από το παρελθόν τα οράματα της φανερώνουν πολύ λίγα και η απόφαση σχετικά με το ποιόν θα εμπιστευτεί φαντάζει γόρδιος δεσμός. Οι αποφάσεις και οι κινήσεις της όντως θυμίζουν κύματα που την οδηγούν πότε από την μια και πότε από την άλλη πλευρά της θάλασσας των σχέσεων και συναισθημάτων που κολυμπάει.
Η Κίρστεν Μίλερ έχει γράψει ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα! Έχει μοναδική καλοδουλεμένη πλοκή και ολοζώντανα σκιαγραφημένους ήρωες. Ο ρυθμός που εξελίσσονται τα γεγονότα είναι συνεχώς αυξανόμενος δημιουργώντας στον αναγνώστη ένα κρεσέντο αναγνωστικής απόλαυσης που σαγηνεύει. Η αέναη ανάμιξη του νέου με το παλιό, του καλού με το κακό, της αγάπης με το μίσος, χρωματίζει τόσο έντονα το κείμενο που κάποιες στιγμές σε αφήνει άφωνο!
Ένα μόνο οφείλω να σας πω… τρέξτε! Οι αιώνιοι βρίσκονται στα βιβλιοπωλεία! Δεν είναι κρίμα να αργήσετε να απολαύσετε ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα που κυκλοφορούν αυτή την στιγμή σε όλο τον πλανήτη; Αυτό λέω κι εγώ! Καλή ανάγνωση και ως συμβουλή… πριν φτάσετε στην τελευταία σελίδα, μην προδικάσετε τίποτα! 🙂
Από το αυτί του βιβλίου μεταφέρουμε:
Η Χέιβεν Μουρ έχει ζήσει όλη της τη ζωή στη μικρή πόλη Σνόουπ Σίτι του Τενεσί. Όμως, από όσο μπορεί να θυμηθεί, πάντοτε βίωνε οράματα μιας προηγούμενης ζωής, όπου λεγόταν Κόνστανς, και η αγάπη της για ένα αγόρι με το όνομα Ίθαν έληξε σε φλεγόμενη τραγωδία.
Μια μέρα, η εμφάνιση του διαβόητου πλεϊμπόι Ίαν Μόροου στην τηλεόραση κάνει τη Χέιβεν να χάσει τις αισθήσεις της. Η Χέιβεν φεύγει βιαστικά για τη Νέα Υόρκη για να αναζητήσει τον Ίαν, και εκεί παρασύρεται σε μια επική ιστορία αγάπης, που φαίνεται εξίσου βαθιά μοιραία όσο και τρομακτικά επικίνδυνη. Είναι ο Ίαν ο αγαπημένος της Ίθαν; Ή είναι ο δολοφόνος της σε μια προηγούμενη ζωή; Η Χέιβεν ζητάει τη βοήθεια των μελών της ισχυρής και μυστηριώδους Εταιρείας Ουροβόρος για να ξεκλειδώσει τα μυστήρια της μετενσάρκωσής της και να ανακαλύψει τα μυστικά που κρύβονται στις προηγούμενες ζωές, και αγάπες της, προτού όλα χαθούν και ο κύκλος ξεκινήσει ξανά. Όμως τι είναι η Εταιρεία Ουροβόρος; Και πώς μπορεί η Χέιβεν να γνωρίζει ποιον μπορεί να εμπιστευτεί;
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
«Και πώς δουλεύει όλο αυτό;» ρώτησε η Χέιβεν. «Πώς βρίσκουν ξανά οι άνθρωποι ο ένας τον άλλον;»
«Το μόνο που ξέρω είναι ότι μας ελκύουν άνθρωποι που έχουμε αγαπήσει στο παρελθόν.»
«Και βρίσκουμε πάντα ο ένας τον άλλον, σε κάθε ζωή;»
Η θλίψη στο πρόσωπο του Ίαν της έδωσε μια αίσθηση του πόσο λίγα γνώριζε.
«Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο. Σε αναζητώ σε κάθε ζωή αλλά δεν σε βρίσκω πάντα. Και καμιά φορά, σε βρίσκω πολύ αργά».