Εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2014
Σελ. 368.
Η βιντεοταινία ως τεκμήριο της δεκαετίας του ογδόντα.
Η δεκαετία του ογδόντα κατέχει μία αξιοσημείωτη θέση στο σύμπαν των ιστορικών σπουδών. Υποτιμημένη πλήρως μέχρι πρόσφατα λόγω της ηγεμονικής θέσης που κατείχε στη συλλογική συνείδηση η «εκρηκτική» δεκαετία του εξήντα, ταυτισμένη με την υποχώρηση των μεγάλων αφηγήσεων, εποχή προϊούσας αποϊδεολογικοποίησης και βαθμιαίας αλλά σταθερής κατίσχυσης του κιτς, του ανούσιου και του εφήμερου στην καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων. Κοντολογίς, μια εποχή στη διάρκεια της οποίας η εμπέδωση του καταναλωτισμού, θεωρήθηκε όχημα ενός γενικευμένου τρόπον τινά «εκμαυλισμού» της ελληνικής κοινωνίας, μάλιστα ενίοτε αντιληπτού μέσα από μια ηθικολογία που υποβάθμισε περαιτέρω τα ερευνητικά ζητούμενα, με αποτέλεσμα να βρίσκεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να θυμηθούμε και ένα προσφιλές σύνθημα της περιόδου, «στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας».
Και ύστερα ήρθε η έκρηξη. Η οικονομική κρίση που ενέσκηψε μετά το 2009 μετέφερε τη δεκαετία του ογδόντα στο επίκεντρο της δημόσιας ιστορίας και την κατέστησε μνημονικό τόπο με έντονες φορτίσεις, μετατρέποντάς την σε μία πρωτόγνωρης έντασης διελκυστίνδα ανάμεσα σε υπερασπιστές της Μεταπολίτευσης και σε φανατικούς πολεμίους της, οι οποίοι, πότε εφορμώντας από τα κάστρα ενός ελιτισμού που «δυσφορεί» απέναντι στο φαινόμενο της εκρηκτικής κοινωνικής ανόδου και στα πολιτισμικά του παράγωγα, και πότε εκκινώντας από το «ψόφα» της ανεγκέφαλης ακροδεξιάς ρητορείας, δεν έβλεπαν τη δεκαετία του ογδόντα παρά μόνο ως μια θλιβερή παρέκκλιση από την όποια ορθότητα «αποσάρθρωσε η μικροαστική αμετροέπεια». Είχε προηγηθεί ωστόσο, λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση σε όλη της τη σφοδρότητα, η έκδοση του εμβληματικού Λεξικού για τη δεκαετία του ’80 υπό την επιστημονική επιμέλεια των Βασίλη Βαμβακά και Παναγή Παναγιωτόπουλου, μία έρευνα που επανατοποθέτησε τα eighties στον χάρτη των κοινωνικών επιστημών ως μία εποχή ιδιαίτερα σημαντική, της οποίας η κατανόηση δεν μπορεί να εξαντληθεί στην περιγραφή των πολιτικών εξελίξεων, έστω και αν η πολιτική ένταξη συνιστά ακόμη έναν πολύ σημαντικό άξονα γύρω από τον οποίον συγκροτούνται οι ταυτότητες των ανθρώπων και οργανώνεται η καθημερινή τους εμπειρία.
Στο πλαίσιο αυτό της ψύχραιμης αποτίμησης της δεκαετίας του ογδόντα με εργαλεία ανάλυσης που «έρχονται» από τις πολιτισμικές σπουδές, εντάσσεται το εξαιρετικό βιβλίο της Ορσαλίας Ελένης Κασσαβέτη, Η ελληνική βιντεοταινία (1985-1990). Ειδολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Το βιβλίο εξετάζει την άνθηση της βιντεοταινίας (η οποία, προσοχή, δεν θα πρέπει να συγχέεται με την κινηματογραφική ταινία που διανεμήθηκε επίσης σε «κασέτα») την περίοδο 1985-1990, δηλαδή περίπου μέχρι την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, η έκρηξη του βίντεο αποτέλεσε ένα πραγματικό φαινόμενο, καθώς ο αριθμός των συσκευών που «εισήλθαν» στα ελληνικά σπίτια αυξήθηκε περίπου κατά 900%, ενώ συνακόλουθα μόνο το 1988 λειτουργούσαν γύρω στα 2.500 βίντεο-κλαμπ σε όλη τη χώρα. Η επιτυχία της βιντεοταινίας μπορεί να κατανοηθεί μόνο στα συμφραζόμενα της εποχής, ως μία μορφή οικιακής ψυχαγωγίας που έδωσε λύση στην αδυναμία ικανοποίησης των ταχύτατα ανελισσόμενων μικροαστικών στρωμάτων από την μονολιθικότητα των κρατικών τηλεοπτικών προγραμμάτων και τις αφηγηματικές ή άλλες προτεραιότητες που χαρακτήριζαν τον κινηματογράφο «των Δημιουργών». Επιπρόσθετα, ως πρωτοποριακή συσκευή από την άποψη της τεχνολογίας, το βίντεο ενίσχυσε αυτό που η συγγραφέας ευφυώς αποκαλεί «σύνδρομο ανοδικού διαύλου του Έλληνα» επιβεβαιώνοντας έτσι «με ευτελή συμβολικά υλικά τη ζωή του».
Η μονογραφία της Ο.Ε.Κ. χαρακτηρίζεται από δύο μείζονα χαρακτηριστικά τα οποία θεωρώ πως πρέπει να τονιστούν. Το πρώτο είναι η μέριμνά της να εντάξει το υπό εξέταση θέμα στο γενικότερο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο της περιόδου, αρνούμενη να πέσει στην παγίδα μιας φλυαρίας που δεν σπανίζει στην κινηματογραφική ανάλυση και που υποβαθμίζει τις κοινωνικές συνιστώσες, ανάγοντας σε ύψιστο ερευνητικό ζητούμενο την εξαντλητική περιγραφή του τεκμηριωτικού υλικού (ενίοτε συμβαίνει και το ακριβώς αντίθετο). Το δεύτερο χαρακτηριστικό που θα πρέπει να επισημανθεί, είναι το επαρκές απόθεμα επαγγελματικής διαστροφής το οποίο φαίνεται να την χαρακτηρίζει. Η «διαστροφή» της δεν εντοπίζεται στην υποδειγματική ανάλυση ενός τεράστιου αριθμού ταινιών οι οποίες με βάση τα καλλιτεχνικά και αισθητικά κριτήρια του σήμερα, θα χαρακτηρίζονταν από «αφελείς» και «καλτ» έως «σκουπίδια», αλλά στην ώριμη, επαγγελματική και χωρίς ίχνος υφέρποντος σνομπισμού διαχείριση του προς εξέταση υλικού. Επισημαίνω το στοιχείο αυτό, καθώς η συγγραφέας, παρότι δεν εκκινεί από τον χώρο των ιστορικών σπουδών, συμμερίζεται, ίσως από ένστικτο- ίσως από έμφυτο σεβασμό προς το υλικό της, μια βασική αρχή της ιστορικής επιστήμης, την οποία συχνά βλέπουμε να καταστρατηγείται από, όχι λίγους, πούρους ιστορικούς: κάθε φαινόμενο πρέπει να εξετάζεται στα συμφραζόμενά του και να διερευνώνται οι αποτυπώσεις του ιστορικού χρόνου πάνω του. Στην περίπτωση της βιντεοταινίας, ο ερευνητής της δεκαετίας του ογδόντα μπορεί να επισημάνει όχι μόνο στοιχεία που συνδέονται με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής (το σκάνδαλο Κοσκωτά λ.χ., η πολιτική πόλωση ή ο ηθικός πανικός για τη νεολαία που καταγράφεται στις πλείστες ταινίες που συγκροτούν τον «κύκλο της αλητείας»), αλλά και μια εικονολογία που αποτελεί έναν ακόμη ανεξερεύνητο πλούτο για την μελέτη της ιστορίας των νοοτροπιών ή γενικότερα της καθημερινής εμπειρίας: η βωμολοχία, οι κοινωνικές προκαταλήψεις, το ντύσιμο των ανθρώπων, η διακόσμηση, το «καμάκι». Ειδικά η βιντεοταινία, εξαιτίας του πρόχειρου τρόπου με τον οποίον γυριζόταν, αποτελεί μια αφιλτράριστη μαρτυρία για μια σειρά από τέτοια ζητήματα, αν και όπως ορθά επισημαίνει η συγγραφέας, «ο βιντεορεαλισμός συνιστά μια πολύπλοκη κατασκευή, η οποία μόνο σε συνδυασμό με έγκυρες πληροφορίες και διατυπώσεις δύναται να ληφθεί υπ’ όψιν ως πολιτισμικό τεκμήριο». Ως προς τούτο, δεν μπορεί να μην επισημανθεί η υποκίνηση ενός μεγάλου αριθμού και ετερόκλητων ως προς την προέλευσή τους πηγών (δημοσιεύματα του Τύπου, επίσημες στατιστικές, λαϊκά ή επιστημονικά περιοδικά) οι οποίες πλαισιώνουν έξοχα την ανάλυση δίνοντας υπεραξία στο βιβλίο και καθιστώντας το πραγματικά πολύτιμο.
Κοντολογίς, η Ορσαλία Ελένη Κασσαβέτη μάς δίνει μία σημαντικότατη συμβολή για την κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του ογδόντα, καθώς η μονογραφία της μάς βοηθά να κατανοήσουμε μέσα από την ανάλυση της δημοφιλούς βιντεοταινίας, τα μικροαστικά στρώματα που κατά βάση συνδέθηκαν με την κατανάλωσή της, εντέλει την ίδια την εποχή. Έτσι κι αλλιώς, για να θυμηθούμε τα λόγια του Άντσο της Μελκ, «videmus nunc per speculum et in aenigmate, και πριν δούμε την αλήθεια ενώπιοι ενωπίω, δεν αντιλαμβανόμαστε παρά τα θραύσματά της».
Κώστας Κατσάπης
Ο Κώστας Κατσάπης ([email protected]) είναι ιστορικός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του βιβλίου: Το «πρόβλημα νεολαία». Μοντέρνοι νέοι, Παράδοση και Αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα (1964- 1974), Αθήνα 2013.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (ένθετο: ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ) στις 7 Μαρτίου 2015. Αναδημοσιεύεται στη Ματιά με την άδεια του συγγραφέα, για την οποία και τον ευχαριστούμε πολύ!