«Η δράση του Ελληνικού Ναυτικού στη διάρκεια του Β΄ ΠΠ» περιλαμβάνει:
1. Παρουσίαση των προετοιμασιών για πόλεμο της χώρας, όσον αφορά το Ναυτικό, με αναφορά στη προπαρασκευή του Πολεμικού Στόλου, στην ίδρυση των ναυπηγείων Σκαραμαγκά και στα μέτρα που ελήφθησαν για τη παράκτια άμυνα.
2. Παρουσίαση της πολεμικής περιόδου για τη χώρα μας, με συστηματική αναφορά στο τορπιλισμό της Έλλης, στη δράση των μονάδων επιφανείας, στη δράση των υποβρυχίων και της Αεροπορίας του Ναυτικού, στη δράση του Ναυτικού των ανταρτών (ΕΛΑΝ), στη δράση του Εμπορικού Ναυτικού, των καϊκιών και της υγειονομικής υπηρεσίας και στην επίδραση του επερχόμενου εμφυλίου στα πλοία.
Σε παράρτημα του βιβλίου παρουσιάζονται:
α. Οι απώλειες Πολεμικού και Εμπορικού Ναυτικού στη περίοδο του πολέμου
β. Εκθέσεις αξιωματικών του Ναυτικού για το τορπιλισμό του «Έλλη» και τα ηρωικά κατορθώματα του «Αδρία».
γ. Γράμμα του Πλωτάρχη Γ. Μπλέσσα, κυβερνήτη του «Βασίλισσα Όλγα», προς τον αδελφό του.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
Το 1940, το Πολεμικό μας Ναυτικό, αριθμούσε περίπου, 6.500 άνδρες και 30 μάχιμα πλοία με συνολικό εκτόπισμα 29.572t. και κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον Ιταλικό Στόλο, που ήταν μεγαλύτερος, πανίσχυρος και σύγχρονος και του οποίου το εκτόπισμα έφτανε τους 658.398t.
Η κύρια αποστολή του Πολεμικού Ναυτικού την περίοδο εκείνη, ήταν η συνοδεία νηοπομπών που μετέφεραν προσωπικό και εφόδια στο μέτωπο. Χαρακτηριστικά, από τον Ελληνικό Στόλο μεταφέρθηκαν στην Αλβανία 86.400 άνδρες και 31.300 ζώα. Η δράση των πλοίων επιφανείας επεκτάθηκε με τη συνοδεία νηοπομπών, ιδίως μετά την ανάπτυξη της αγγλοελλληνικής συνεργασίας. Τα ελληνικά αντιτορπιλικά συνόδευαν συμμαχικές νηοπομπές μεταξύ Πειραιώς, Ελλησπόντου, Σούδας και Αλεξάνδρειας, ενώ τα ελληνικά υποβρύχια αποστέλλοντο για περιπολία σε διάφορα σημεία του Αιγαίου και του Ιόνιου. Ταυτόχρονα τα βοηθητικά απασχολούνται με τον έλεγχο των προσβάσεων του Σαρωνικού, του Πατραικού, του Ευβοικού και του Θερμαικού.
Εκτός αυτών, δεν έλειψαν οι πολεμικές αποστολές του Ελληνικού Στόλου που έπληξαν το ηθικό των Ιταλών, ενώ ταυτόχρονα ανύψωσαν το ηθικό των Ελλήνων (βομβαρδισμοί των ιταλικών θέσεων στη Σαγιάδα, επιδρομές στα στενά του Οτράντο). Έτσι οι Ιταλοί φοβούμενοι το Ελληνικό Ναυτικό, εκτελούσαν τις θαλάσσιες μεταφορές τους όχι μέσω της γραμμής Πρίντεζι – Αυλώνα, αλλά παράλληλα με τις ακτές της Αδριατικής και από κει προς τις δαλματικές και αλβανικές ακτές.
Όπως αποδεικνύεται από τη σύγκριση των ναυτικών δυνάμεων των δύο χωρών, παρά τις πολεμικές προετοιμασίες, η Ελλάδα, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αντιπαρατάξει υπολογίσιμη ναυτική δύναμη, απέναντι στον πανίσχυρο Ιταλικό στόλο. Ωστόσο και παρά τη παλαιότητα του υλικού του Ελληνικού Στόλου και τη τρομακτική υπεροπλία του Ιταλικού στόλου, αριθμητικώς και ποιοτικός και, κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες (ομίχλες, πολύ μεγάλους κυματισμούς, βροχές και ισχυρούς ανέμους) χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες των πληρωμάτων, οι επιτυχίες του Στόλου μας ήταν εντυπωσιακές. Τα αντιτορπιλικά, εκτέλεσαν με ιδιαίτερη επιτυχία και χωρίς καμία απώλεια τις συνοδείες πλοίων και τις επιδρομικές επιχειρήσεις, ενώ ανάλογη ήταν και η επιτυχία των υποβρυχίων.
Η υψηλή απόδοση του Ναυτικού ήταν αποτέλεσμα άρτιας προπαρασκευής. Και αυτό γιατί δόθηκε ιδιαίτερη μέριμνα στην άσκηση, οργάνωση και εκπαίδευση του προσωπικού. Για το σκοπό αυτό, η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη προχωρήσει στη λήψη μέτρων όπως η παραγγελία νέων πλοίων, η ίδρυση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, η αναδιοργάνωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας, η ίδρυση σχολών εκπαίδευσης αξιωματικών και υπαξιωματικών και τα ετήσια γυμνάσια για τη συμπλήρωση της εκπαίδευσης του συνόλου του μάχιμου προσωπικού του Στόλου κάτω από συνθήκες πολέμου. Ταυτόχρονα, έγινε συγκρότηση Παρακτίου Αμύνας με οχυρά, αντιαεροπορικά πυροβολεία, ναρκοπέδια και φράγματα στους κλειστούς κόλπους (Σαρωνικός, Κορινθιακός, Πατραϊκός, Ευβοϊκός, Παγασητικός, Θερμαϊκός και Σούδας Κρήτης).
Παράλληλα, το Πολεμικό Ναυτικό, είχε ήδη προβεί στην καθολική επισκευή των παλαιότερων πολεμικών πλοίων, στην κάλυψη των αναγκών σε βοηθητικά πλοία και στην οργάνωση διαφόρων ναυτικών υπηρεσιών. Ωστόσο τα χρήματα που δόθηκαν για τον εξοπλισμό του Ναυτικού ήταν ελάχιστα (μια και οι περισσότερες πιστώσεις είχαν δοθεί για τον εξοπλισμό του Στρατού Ξηράς). Όμως, το μαχητικό πνεύμα και ο αλτρουισμός των Ελλήνων έκαναν το θαύμα τους.
Μετά την κατάκτηση της Ελλάδος από τους Ναζί, όλες οι αξιόμαχες μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού, οι οποίες είχαν απομείνει, δεν παραδόθηκαν και δεν υπέστειλαν τις Σημαίες τους, αλλά έπλευσαν στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσουν να μάχονται μέχρι το 1945, σε όλες τις θάλασσες, μέχρι τη λήξη του Β΄ ΠΠ. Ήταν μία σύσσωμη αποδημία Στόλου σύμμαχης Χώρας, την οποία κατέλαβε ο Άξονας.
Τα πλοία του Στόλου κατάφυγαν στην Αλεξάνδρεια το τελευταίο δεκαήμερο Απριλίου του 1941 και ενώθηκαν με τα βρετανικά. Ωστόσο κάποια δεν γλίτωσαν από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Γερμανών. Στην Αλεξάνδρεια έφτασαν συνολικά μέχρι τις αρχές Μαΐου 1941 το καταδρομικό «Αβέρωφ», 6 αντιτορπιλικά, 3 τορπιλοβόλα, 5 υποβρύχια και το πλωτό συνεργείο «Ήφαιστος». Στην αρχή συνόδευαν νηοπομπές και ενεργούσαν περιπολίες μεταξύ της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, της Συρίας και της Κύπρου, ενώ τα υποβρύχια προχωρούσαν μέχρι τη Ρόδο. Από τον Ιανουάριο έως και τον Απρίλιο του 1942, τα ελληνικά πλοία συνόδευαν νηοπομπές στον Ινδικό Ωκεανό και στην Ερυθρά Θάλασσα και αργότερα και στην Κεντρική Μεσόγειο. Τα υποβρύχια επεξέτειναν τις περιπολίες τους στο Αιγαίο, μέχρι τις Κυκλάδες, αλλά και στις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας, εκπληρώνοντας ποικίλες αποστολές και υποχρεώνοντας τους Γερμανούς να διαθέσουν μεγαλύτερες δυνάμεις για την προστασία των θαλάσσιων μεταφορών τους.
Ακόμα, το Ναυτικό μετείχε στις επιχειρήσεις της Βορείου Αφρικής, στις αποβατικές επιχειρήσεις στη Σικελία και στην απόβαση στη Νότιο Γαλλία στις 15/8/44. Ο Υποναύαρχος Ντέιβιντσον αναλύοντας την επιχείρηση το μεσημέρι της 13ης Αυγούστου τόνισε ότι δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι η πιο δύσκολη και η επικίνδυνη φάση της επιχείρησης, από την οποία εξαρτάται η επιτυχία της όλης απόβασης, ανατέθηκε σε ομάδα πλοίων, που αντιπροσώπευε τα Ναυτικά των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, τα ελληνικά πλοία συνέχισαν με αυξημένη ένταση την προστασία νηοπομπών.
Αλησμόνητο θεωρείται το κατόρθωμα του «Αδρία» που τον Οκτώβριο του 1943, προσέκρουσε σε νάρκη, ωστόσο το πλήρωμα του κατόρθωσε μετά από πολλές περιπέτειες και κατέπλευσε το βαριά τραυματισμένο πλοίο στην Αλεξάνδρεια υπό τις επευφημίες των εκεί συμμαχικών πλοίων.
Δυστυχώς το κίνημα που εκδηλώθηκε στο Ναυτικό κατά τον Απρίλιο του 1944, προκάλεσε βαθύ ρήγμα στις σχέσεις των Ελλήνων ναυτικών. Παράλληλα συντέλεσε στο κλονισμό της εμπιστοσύνης των συμμάχων προς το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Σε σήμα του που κοινοποιήθηκε στον Ελληνικό Στόλο στις 24 Απριλίου 1944, ο Αρχηγός Στόλου Μεσογείου Σερ Τζων Κάνινγκαμ έγραφε χαρακτηριστικά «… οι αξιωματικοί και οι άνδρες του Ελληνικού ΒΝ σε πολλές περιστάσεις έχουν αποδείξει τη γενναιότητα τους κατά τη μάχη. Τα τελευταία όμως γεγονότα απέδειξαν δυστυχώς επίσης, ότι, κατά περιόδους σχετικής αδράνειας, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος ότι τα ελληνικά πλοία θα λάβουν ολόψυχα μέρος στη μάχη… Η εμπιστοσύνη μου στον Ελληνικό Στόλο κλονίστηκε βαριά… αυτό το αποτέλεσμα θα με αναγκάσει, αναπόφευκτα, να διαθέσω τα ελληνικά πλοία σε σταθμούς και έργα, τα οποία μπορεί να είναι χωρίς ενδιαφέρον και δυσάρεστα… Ποτέ κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν ήταν η απελευθέρωση της Ελλάδας τόσο κοντά… Δεν υπάρχει συνεπώς πολύς χρόνος για να αποκαταστήσετε την εμπιστοσύνη μου στις ικανότητες σας…». Έτσι χρειάστηκαν πολλές και επίπονες προσπάθειες για την ανασυγκρότηση του Ελληνικού Στόλου.
Ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι Έλληνες ναυτικοί που είχαν παραμείνει στην υπόδουλη Ελλάδα, συνέχισαν τον αγώνα κατά των δυνάμεων του Άξονα. Η δράση του Ναυτικού κάλυψε κυρίως τους τομείς της διαφυγής του προσωπικού του Ναυτικού στη Μέση Ανατολή, της διοχέτευσης πληροφοριών στους συμμάχους και της μέριμνας των οικογενειών του προσωπικού του Ναυτικού που υπηρετούσε στη Μέση Ανατολή.
Συνολικά, από το Μάιο του 1941 έως και το 1944 τα ελληνικά πολεμικά πλοία διέτρεξαν 1.929.117 ναυτικά μίλια επί 189.157 ώρες πλεύσεως. Αργότερα ο Τσώρτσιλ θα έγραφε «το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό μικρό αριθμητικώς, αλλά πολύς μεγάλης αξίας,… διακρίθη σε πολλές από τις επιχειρήσεις μας στη Μεσόγειο».
Η επιχείρηση με την οποία ο Στόλος θα γύριζε στην Πατρίδα πήρε το όνομα «Μάννα». Πρώτο έφτασε στο Καψάλι των Κυθήρων το «Θεμιστοκλής», μαζί με 3 πλοία στα οποία είχε επιβιβαστεί η Β΄ Μοίρα του Ιερού Λόχου. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944, το πρωί ο κυβερνήτης του «Θεμιστοκλής» αποβίβασε στη ξηρά άγημα. Τον Οκτώβριο είχε φτάσει στη Πατρίδα όλος ο Στόλος. Το πρωί της 18ης Οκτωβρίου, στο λιμενίσκο του Αγίου Γεωργίου στον Πειραιά, αποβιβάστηκε η ελληνική κυβέρνηση από το θωρηκτό «Αβέρωφ». Οι νεκροί του Πολεμικού Ναυτικού ξεπερνούσαν τους 700 με πολλαπλάσιους τραυματίες.
Σημαντική ήταν και η δράση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Ναυτικού (ΕΛΑΝ, ναυτικό τμήμα του ΕΛΑΣ) το οποίο άρχισε να οργανώνεται μεθοδικά από το Σεπτέμβριο του 1943. Από τότε και μέχρι την απελευθέρωση, το ΕΛΑΝ είχε πάνω από 80 συγκρούσεις με τον εχθρό στις οποίες κυρίεψε ή βύθισε περίπου 200 σκάφη όλων των κατηγοριών (από βάρκες μέχρι εξοπλισμένα τσιμεντόπλοια) προκαλώντας 350 περίπου νεκρούς στις δυνάμεις κατοχής και συλλαμβάνοντας άλλους τόσους αιχμαλώτους. Με την απελευθέρωση, η κύρια απασχόληση του ΕΛΑΝ ήταν η σύνδεση των διαφόρων πόλεων μεταξύ τους, αφού το οδικό δίκτυο είχε καταστραφεί και η τροφοδότηση των πολιτών με καύσιμα και τρόφιμα. Από το σώμα αυτό πέρασαν 1.200 περίπου άνδρες και αξιωματικοί οι οποίοι επάνδρωσαν 120 περίπου σκάφη και δεκάδες ναυτικά φυλάκια.
Δράση ανάλογη με τα πολεμικά ανέπτυξαν και τα πλοία του Εμπορικού Ναυτικού. Από την αρχή του πολέμου το Ελληνικό Εμπορικό Ναυτικό με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης και τη συνεργασία εφοπλιστών και πληρωμάτων βοήθησε τους συμμάχους στην πολεμική τους προσπάθεια. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου τα πλοία του Εμπορικού Ναυτικού υπό την προστασία του Πολεμικού Ναυτικού μετέφεραν ασφαλώς περί το 80% του πολεμικού υλικού και των στρατευμάτων σε λιμάνια κοντά στο μέτωπο, χρησιμοποιώντας περί τα 140 φορτηγά, 47 επιβατηγά και 56 ρυμουλκά. Συνολικά κατά το διάστημα αυτό του Β΄ Π.Π. οι Έλληνες ναυτικοί διέσχισαν όλα τα πελάγη της υδρογείου και πλήρωσαν βαρύτατο φόρο αίματος με 2.500 περίπου νεκρούς και απώλειες του 74% των φορτηγών και του 94% των επιβατηγών πλοίων Ελληνικής πλοιοκτησίας.
Αυτή η συμβολή του Ελληνικού Ναυτικού, Πολεμικού, Ανταρτικού και Εμπορικού, είναι λιγότερο γνωστή στο ευρύτερο κοινό, παρά το ότι ήταν εφάμιλλη της Εποποιίας των Αλβανικών βουνών, που έγραψε ο Ελληνικός Στρατός.