Η Λευκούλα, μια πολύ νεαρή και κάτασπρη περιστέρα, γεννήθηκε και ζει στο βάθος μιας μεγάλης αποθήκης. Μια φορά τη μέρα ο κυρ-Αντώνης ανοίγει διάπλατα τις πόρτες της για να πάρει από εκεί ό,τι χρειάζεται η κυρά-Τασία -η γυναίκα του- για το καθημερινό τους φαγητό. Αυτή ακριβώς η ώρα της ημέρας είναι και η πιο δύσκολη για όλα τα περιστέρια που ζουν μέσα στην αποθήκη! Με το άνοιγμα της πόρτας λες και χτυπάει κάποιος συναγερμός!
…
Κρυβόμασταν αμέσως πίσω από τα άχυρα που είχαμε μαζέψει, για να φτιάξουμε τις φωλιές μας. Μπαίναμε σχεδόν ολόκληρα μέσα, για να προστατευτούμε.
Δεν έπρεπε να μας δει το φως!
Θα μας έκαιγε τα φτερά!
Ο πρώτος κανόνας που μάθαμε από την αρχηγό, το περιστέρι με τα γαλάζια φτερά.
Δεν βγάζαμε ούτε το κεφάλι μέσα από τα άχυρα. Περιμέναμε να έρθει η νύχτα ή να κλείσει ο κυρ-Αντώνης την πόρτα. τότε ακούγαμε την αρχηγό να φωνάζει:
-Ελεύθεροι!
Και αμέσως βγαίναμε από την κρυψώνα μας.
…
Αυτή η αρχηγός τα ήξερε όλα και συχνά τους μιλούσε για τους κινδύνους που απειλούσαν όλα τα περιστέρια της φωλιάς τους, εάν ξεμυτούσαν έστω και λίγο -έστω και τόσο δα- στον έξω κόσμο. Το μόνο που επιτρεπόταν ήταν να ανεβαίνουν για λίγες στιγμές πάνω από τη σκεπή το βράδυ. Η Λευκούλα και οι δύο αδερφές της, βγαίνουν με ακόμη μεγαλύτερο φόβο τη νύχτα μιας και η μαμά τους -που τη θυμούνται ελάχιστα πια- έτσι χάθηκε! Όπως τους τονίζει η αρχηγός -το περιστέρι με τα γαλάζια φτερά- μια νύχτα βγήκε έξω και το πρωί δεν επέστρεψε. Και να ήταν μόνο αυτό; Σάμπως καθημερινά όλα τους δεν βλέπουν το δεξί τσακισμένο φτερό της αρχηγού τους; Δεν μιλάει ποτέ γι αυτό, αλλά το σίγουρο είναι ένα: το έπαθε στον έξω κόσμο.
Η Λευκούλα εκτός από το ξεχωριστό ολόλευκο χρώμα της, διαφέρει και σε ένα σωρό άλλα πράγματα από τα άλλα περιστέρια της αποθήκης. Να, για παράδειγμα, είναι γεμάτη περιέργεια και απορίες για το κάθε τι και ασυγκράτητη καθώς είναι, θέτει διαρκώς ερωτήσεις. Ιδιαίτερα στην αρχηγό.
…
Εκείνη με κοίταζε άγρια, και εγώ αμέσως ξεχνούσα τις επόμενες δέκα ερωτήσεις που είχα στο μυαλό μου. Τη φοβόμουν! Όχι μόνο εγώ, αλλά όλοι μας εκεί μέσα.
-Ποτέ μη βγείτε έξω από αυτήν την πόρτα!
Μας υπενθύμιζε κάθε πρωί και κατεβάζαμε όλοι τα κεφάλια μας.
…
Μέσα σε αυτό το κλίμα του φόβου, οι τρεις γούτοι, οι επτά περιστέρες και η Λευκούλα με τις αδερφές της, περνούν τις μέρες τους, ίδιες και απαράλλακτες η μια με την άλλη. Όλοι τους τρώνε ελάχιστα μιας και η μοναδική τους τροφή είναι τα σπόρια του καλαμποκιού που τους ρίχνει ο κυρ-Αντώνης αραιά και που. Όποτε το θυμάται. Το ίδιο συμβαίνει και με το νερό. Βρώμικο και λιγοστό. Όσο για το πέταγμά τους; Χρησιμοποιούν τις φτερούγες τους ολοένα και λιγότερο μιας και η μοναδική διαδρομή που μπορούν να κάνουν είναι από το πάτωμα της αποθήκης μέχρι τα δοκάρια της στέγης. Τα φτερά τους είναι αδύναμα, θαμπά. Η όψη τους αρρωστημένη. Μόνο η αρχηγός έχει λαμπερά φτερά. Μόνο αυτή. Άραγε γιατί; Η απάντηση θα έρθει την ημέρα που η περίεργη Λευκούλα αποφασίζει την ώρα του “συναγερμού” να μην κλείσει σφιχτά τα μάτια της και να μην χώσει το κεφάλι της μέσα στα άχυρα της αποθήκης…
«Η αποθήκη», το νέο βιβλίο του Βασίλη Κουτσιαρή, κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2015 σε μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση της Ελληνοεκδοτικής, με την πανέμορφη εικονογράφηση της Θέντας Μιμηλάκη. Είναι ένα παιδικό βιβλίο που μιλά για τον φόβο και την ελευθερία. Τον φόβο που δημιουργεί η πιο σκληρή, η πιο σκοτεινή φυλακή. Τη φυλακή που δημιουργεί ο καθένας για τον εαυτό του όταν για οποιονδήποτε λόγο δεν αφιερώνει χρόνο και φαιά ουσία για να αναλύσει τα πως και τα γιατί του περιβάλλοντός του. Μιλά για την ελευθερία που μπορεί κάποιος να στερηθεί θέτοντας τον εαυτό του υπό τον έλεγχο ενός άλλου ατόμου που δρα αποκλειστικά για το δικό του συμφέρον και όχι για το κοινό καλό. Ακόμα μιλά για την διέξοδο που μπορεί να προσφέρει σε κάποιον η εμπιστοσύνη που δείχνει σε άτομα που πραγματικά τον αγαπούν αλλά και για το λυτρωτικό συναίσθημα της συγχώρεσης που αποτελεί χαρακτηριστικό των αξιόλογων ανθρώπων. Μέσα από την όμορφη ιστορία της Λευκούλας οι μικροί αναγνώστες της προσχολικής ηλικίας και των πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου θα έρθουν σε επαφή με τις προαναφερθείσες έννοιες, που όπως συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο θα παίξουν σημαντικότατο ρόλο τόσο στην παιδική αλλά και περισσότερο στην ενήλικη ζωή του.
«Η αποθήκη» είναι ένα ιδιαίτερα ωφέλιμο ανάγνωσμα για τα παιδιά που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην κοινωνική τους ζωή. Διαβάζοντάς το μαζί τους έχει να μας διδάξει αρκετά που ίσως έχουμε πια ξεχάσει. Όμως βασικά η αποθήκη έχει να μας μάθει το ότι τα ερεθίσματα που δεχόμαστε από το περιβάλλον μας πρέπει να τα σκεπτόμαστε και να τα αναλύουμε και όχι να τα ενστερνιζόμαστε άκριτα. Καλό διάβασμα!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Κάτι παράξενο συνέβαινε σε αυτή την αποθήκη…
Μόλις άνοιγε η πόρτα,
συναγερμός χτυπούσε για όλα εμάς τα περιστέρια.
Μπαίναμε σχεδόν ολόκληρα μέσα στα άχυρα,
για να προστατευτούμε.
Δεν έπρεπε να μας δει το φως!
Θα μας έκαιγε τα φτερά!
Ο πρώτος κανόνας που μάθαμε από την αρχηγό,
το περιστέρι με τα γαλάζια φτερά.
Ολυμπία Κατσένη