Εκδόσεις Κέδρος, 2017
Σελ. 255
Ο J. G. Ballard (1930 – 2009) γεννήθηκε στη Σαγκάη, όπου πέρασε δυόμισι χρόνια σε ένα ιαπωνικό στρατόπεδο αλλοδαπών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, πριν επιστρέψει στη Βρετανία το 1945. Έζησε λίγα χρόνια στα προάστια του Πλίμουθ και ύστερα στο Κέιμπριτζ, όπου τελείωσε το λύκειο και μπήκε στην Ιατρική σχολή, την οποία εγκατέλειψε όταν κατετάγη στην Καναδική Αεροπορία. Στην αεροπορική βάση ανακάλυψε τα αμερικανικά περιοδικά επιστημονικής φαντασίας και άρχισε να γράφει διηγήματα, τα οποία δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο New Worlds και στο Science Fantasy. Το πρώτο του μεγάλο μυθιστόρημα, The Drowned World, κυκλοφόρησε το 1962, και το 1966 ακολούθησε ο Κρυστάλλινος κόσμος. Θεωρήθηκε κατεξοχήν εκφραστής του νέου κύματος της βρετανικής επιστημονικής φαντασίας, παρότι το έργο του ξεπερνάει κατά πολύ το πλαίσιό της.
Πολλά από τα μυθιστορήματά του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο: η Έκθεση ωμοτήτων από τον Τζόναθαν Γουάις, το Crash από τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και Η αυτοκρατορία του ήλιου (μια ημιαυτοβιογραφική εξιστόρηση της ζωής στο στρατόπεδο) από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Το 1984 Η αυτοκρατορία του ήλιου τιμήθηκε με το Guardian Fiction Prize και το James Tait Black Memorial Prize (το παλαιότερο λογοτεχνικό βραβείο που απονέμεται στη Μεγάλη Βρετανία). Μεταγενέστερα έργα του, όπως τα Νύχτες κοκαΐνης (1997), Super-Cannes (Commonwealth Writers’ Prize, 2000) και Άνθρωποι του Μιλένιουμ (2004), απέσπασαν ενθουσιώδεις κριτικές από τον διεθνή Τύπο, τιμήθηκαν με βραβεία και διακρίσεις, σόκαραν και προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις.
[grbk https://www.greekbooks.gr/catalog/product/view/id/282235/s/high-rise/%5D
Στο μυθιστόρημα «High-Rise» παρακολουθούμε την ζωή των κατοίκων ενός τεράστιου πολυτελούς οικοδομικού συγκροτήματος, στο οποίο η κοινωνική διαστρωμάτωση ακολουθεί το ύψος των ορόφων, κι όπου κυριαρχεί ένας ιδιότυπος νόμος της ζούγκλας.
Ένας ουρανοξύστης τετρακοσίων μέτρων ύψος, στον οποίο συμβίωναν 2.000 άνθρωποι κλεισμένοι μέσα σε χίλια μικρά κουτάκια στοιβαγμένα ψηλά, μέχρι τον ουρανό. Ένας ουρανοξύστης που έμοιαζε να αψηφά τον ήλιο. Το πολυώροφο κτίριο, ήταν μια μικρή πόλη σε κάθετη διάταξη. Ένα κτίριο με σουπερμάρκετ και πισίνες, τράπεζα και σχολείο. Ο ουρανοξύστης έμοιαζε με τεράστια μηχανή σχεδιασμένη να εξυπηρετεί όχι το σύνολο των ενοίκων, αλλά τον καθένα ξεχωριστά. Παρείχε στους ενοίκους μια αδιάκοπη ροή φροντίδας και περιποίησης, η οποία έναν αιώνα νωρίτερα θα απαιτούσε μια ολόκληρη στρατιά άοκνων υπηρετών.
Όμως στην κοινότητα των 2.000 ενοίκων μπορούμε να εξερευνήσουμε τον εύθραυστο χαρακτήρα των κοινωνικών δομών. Έχουμε δηλαδή μια αποσάθρωση των κοινωνικών δομών του κτιρίου. Παρατηρείται ένα μοτίβο κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Ο συγγραφέας Τ. Γ. Μπάλλαρντ προσπαθεί να αναλύσει τι ακριβώς συμβαίνει γύρω μας και κατά πόσο διαφέρουμε από τους πολιτισμένους ανθρώπους που νομίζουμε ότι είμαστε. Επίσης προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα αν οι ουρανοξύστες μπορούσαν να οργανωθούν σε βιώσιμες κοινωνικές δομές.
Η κοινωνία αυτού του ουρανοξύστη βρίσκεται υπό κατάρρευση. Σε όλα τα διαμερίσματα επικρατούσε χάος. Όλο αυτό το χάος λειτουργούσε σαν ορατός δείκτης της αποσάθρωσης του κτιρίου. Ενδόμυχα όλοι οι ένοικοι επιθυμούσαν τον περαιτέρω εκτροχιασμό της κατάστασης. Παρά το εντεινόμενο χάος γύρω τους, οι ένοικοι έδειχναν να ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για τον έξω κόσμο. Οι ένοικοι του κτιρίου απολάμβαναν την ολοκληρωτική κατάρρευση του συστήματος υπηρεσιών, καθώς και τον αυξανόμενο αριθμό των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων. Τα πάντα είχαν αρχίσει να παρεκτρέπονται. Ήταν σίγουρο ότι σύντομα θα επερχόταν μια μεγάλη κρίση. Θα άνοιγαν οι πύλες της κολάσεως…
Στα δωμάτια του ουρανοξύστη, των σαράντα ορόφων, ζούσαν οικογένειες ευκατάστατων επαγγελματιών, νευροχειρουργών, ανώτερων ακαδημαϊκών, χρηματιστών, πρωταγωνιστών της τηλεόρασης, πλουσίων, κροίσων, μεγαλοαστών και αστών, που προσπαθούν να επιβιώσουν, συχνά στα όρια της παρανομίας. Δημιουργούνταν αντίπαλες συμμορίες, που μάχονταν για την κυριαρχία του χώρου τους. Σκοπός των ενοίκων των επάνω ορόφων ήταν να χωρίσουν το κτίριο στα δύο ακριβώς, στον 25ο όροφο. Ο πραγματικός εχθρός των κατοίκων των κάτω ορόφων, δεν ήταν η κατεστημένη ιεραρχία των πάνω ορόφων, αλλά η εικόνα του κτιρίου στο μυαλό τους, οι διαδοχικές στρώσεις τσιμέντου, που τους κρατούσαν κολλημένους στο έδαφος. Οι φασαρίες, οι καβγάδες, οι λεηλασίες άδειων διαμερισμάτων και οι διαπληκτισμοί μεταξύ των ενοίκων των διαφόρων ορόφων, ήταν συνεχείς. Αυτό που εξόργιζε τους περισσότερους ενοίκους ήταν ο τρόπος με τον οποίον το φαινομενικά ομοιογενές σύνολο των υψηλόμισθων επαγγελματιών του ουρανοξύστη είχε καταφέρει να διασπαστεί σε τρία διαφορετικά στρατόπεδα, επιβεβαιώνοντας ότι ο από αρχαιοτάτων χρόνων διαχωρισμός της κοινωνίας βάσει εξουσίας κεφαλαίου και συμφέροντος ίσχυε και εδώ όπως και σε οποιαδήποτε άλλο μέρος.
Ένας κοσμηματοπώλης αυτοκτόνησε πηδώντας από τον 40ο όροφο, χωρίς αυτό να ενοχλήσει και να προβληματίσει τους άλλους ενοίκους, που παρακολουθούσαν το τραγικό θέαμα από τα μπαλκόνια τους. Τουλάχιστον χίλιοι άνθρωποι είχαν δει το πτώμα με τα ίδια τους τα μάτια. Γινόταν κάθε βράδυ πάρτι σε διάφορους ορόφους και γι’ αυτό πολλοί ένοικοι τους ταλάνιζε η αϋπνία.
Μια νέα τάξη έχει εγκαθιδρυθεί, και η ζωή στον ουρανοξύστη περιστρεφόταν γύρω από τρεις έμμονες ιδέες: τη διαφύλαξη της ασφάλειας, το φαγητό και το σεξ. Οι ήρωες του μυθιστορήματος (ο Λανγκ, η Άλις, η Έλενορ, η Έλεν, η Σάρλοτ, η Αν, ο Πάνγκμπορν, ο Ρόιαλ, ο Γουάιλντερ, ο Στιλ, ο Κρόσλαντ, κ.α.) φτιάχνουν το δικό τους περιχαρακωμένο βασίλειο, όσο ο κόσμος γύρω τους διαλύεται, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για κατεστραμμένους, κτηνώδεις, φθονερούς και διεφθαρμένους ανθρώπους. Έβλεπες μια συλλογική παράνοια. Η βία εξαπλωνόταν με ραγδαίους ρυθμούς. Η βία αποτελούσε ένα από τα πολυτιμότερα συνεκτικά στοιχεία της κοινωνίας του ουρανοξύστη. Οι φυλές που υπήρχαν στο οικοδόμημα είχαν διασπαστεί σε μικρότερες ομάδες φονιάδων και σε μοναχικούς κυνηγούς, οι οποίοι έστηναν παγίδες σε άδεια διαμερίσματα είτε παραμόνευαν έτοιμοι να επιτεθούν σε κάποιον αμέριμνο περαστικό. Όταν γινόταν διακοπές ρεύματος σε διάφορους ορόφους μέσα στο σκοτάδι μπορούσε να εντρυφήσει κανείς επαρκώς στον ψυχαναγκασμό και να φέρει στην επιφάνεια όλα τα καταπιεσμένα του ένστικτα. Αδημονούσε για τη στιγμή που δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να επιστρατεύσει όλες τις διεστραμμένες πτυχές του χαρακτήρα του.
Πολλοί ένοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τον ουρανοξύστη. Βιασμοί γυναικών γινόταν, ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων βρισκόταν σε εξέλιξη, υπήρχαν ρατσιστικές προκαταλήψεις, ανάμεσα στους ενοίκους των αντίπαλων ορόφων ενεργοποιούνταν ο μηχανισμός του μίσους και της εχθρότητας, συνεχείς διακοπές ρεύματος, κατεστραμμένο το σύστημα κλιματισμού, μαγειρεύανε οι ένοικοι σε φωτιές που ανάβανε στα μπαλκόνια, κανένα από τα είκοσι ασανσέρ δεν λειτουργούσε, τα φρεάτια των απορριμμάτων ήταν ξέχειλα από αποφάγια και νεκρούς σκύλους, άλλοι κατουρούσαν στις σκάλες και στα μπαλκόνια, πετούσαν τα σκουπίδια από τα μπαλκόνια, σπασμένα μπουκάλια εκσφενδονίζονταν από τα μπαλκόνια κάτω στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, έπνιγαν γάτες και σκυλιά στην πισίνα του ουρανοξύστη, όταν άρχισαν να πεινάνε τρώγανε σκυλοτροφές ακόμα και γάτες και σκύλους…
Ο ουρανοξύστης έμοιαζε με έναν τεράστιο αδίστακτο σαδιστή τεραστίων διαστάσεων, ο οποίος είχε βάλει σκοπό να κάνει τη ζωή των ενοίκων μαρτύριο. Ο ουρανοξύστης έβρισκε διαρκώς τρόπους να καλλιεργεί τα χαμηλότερα των ενστίκτων των ενοίκων του. Αυτό το τεράστιο κτίριο, αυτό το μετέωρο παλάτι, ήταν πλέον ετοιμοθάνατο…
Τελικά μήπως φταίει το κτίριο και όχι οι ένοικοι;
Μια μελλοντική δυστοπία και για κάποιους απολύτως προφητική εικόνα της ανθρωπότητας σε μερικές δεκάδες χρόνια.
Αναμφίβολα, ένα από τα πλέον εντυπωτικά μυθιστορήματα του Τ. Γ. Μπάλλαρντ.
[grbk https://www.greekbooks.gr/catalog/product/view/id/282235/s/high-rise/%5D