Βρισκόμαστε στην Θεσσαλονίκη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Μια Θεσσαλονίκη προσφυγομάνα από τη μία και σπουδαίο εμπορικό κέντρο από την άλλη. Οι φτωχοί πρόσφυγες, οι μεροκαματιάρηδες και οι μεγαλόσχημοι Εβραίοι κεφαλαιοκράτες ζούνε μαζί σε μια πόλη. Μια πόλη που αγάπησαν πολλοί, τότε και τώρα, μια πόλη αγαπημένη.
Ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της πόλης είναι πρόσφυγες. Ανάμεσά τους και δύο νεαροί, ο Στράτος και ο Δημήτρης, από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Η Καλλίπολη…
Απ’ το κατάστρωμα το πλήθος παρακολουθούσε τα διεθνή αγήματα, που είχαν παραταχθεί για την υποστολή της ελληνικής σημαίας. Ο Έλληνας ναύτης έσυρε το σχοινάκι, αλλ’ η σημαία έμεινε στη θέση της. Τράβηξε, ξανατράβηξε. Κανένας χειρισμός δεν μπορούσε να μετακινήσει τη σημαία. Ώσπου στο τέλος αναγκάστηκε ν’ αναρριχηθεί στον ιστό ο ίδιος ο ναύτης και να την κατεβάσει σφίγγοντάς την στο στήθος του. Δάκρυα βουβά μούσκευαν το καράβι ως τη στιγμή που ακούστηκαν οι αλυσίδες της άγκυρας. Τότε ξέσπασε ο μεγάλος θρήνος, όπως ακριβώς τη στιγμή που κατεβαίνει το φέρετρο στη γη και ξέρεις πια ότι αποχωρίζεσαι για πάντα τους αγαπημένους.
Εννέα ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από το μαρτυρικό ’22. Οι περισσότεροι από τους μικρασιάτες αδερφούς μας δεν έχουν ενταχθεί στον κοινωνικό ιστό της πόλης. Είτε γιατί δεν θέλουν να ριζώσουν είτε λόγω φτώχειας, κατοικούν -οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εξ αυτών- σε παράγκες. Δεν χτίζουν σπίτια από πέτρα ή τούβλα. Ζουν με την άγκυρα σηκωμένη και το βλέμμα στραμμένο συνεχώς στην ανατολή, στην πατρίδα. Στον αντίποδα, οι νέοι, που κοιτούν μπροστά και προσπαθούν να χτίσουν τη ζωή τους στο νέο τόπο. Και ποια πιο γερά θεμέλια από τον έρωτα και την οικογένεια μπορεί να σκεφτεί κανείς;
Ο έρωτας! Αυτός ο σκανταλιάρης φτερωτός τοξότης που σε ένα πέρασμα του πάνω από την νύφη του Θερμαϊκού, λάβωσε και την καρδιά του Δημήτρη. Ξύπνησε μέσα του τον πόθο για την Υβόν, μια πλούσια εβραιοπούλα που μάλιστα ήταν αρραβωνιασμένη και ερωτευμένη με έναν ομοεθνή της. Έτσι ξεκίνησε η πιο συγκλονιστική περίοδος της ζωής του νεαρού Καλλιπολίτη. Μια σειρά ετών από το 1931 έως και το 1945 στα οποία έζησε την απόλυτη ευτυχία και την απόλυτη δυστυχία, να εναλλάσσονται συνεχώς. Έτσι όπως γίνεται, εξάλλου, σε κάθε μεγάλο έρωτα ανεξαρτήτου εποχής, εθνικότητας και κοινωνικής τάξης.
Ξεκίνησε ο Δημήτρης να παρακολουθεί την Villa Ida – το σπίτι της αγαπημένης του, με την κρυφή ελπίδα να την δει, έστω από μακρυά. Δείλιαζε να της μιλήσει, αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά της. Ο φίλος του ο Στράτος κίνησε γη και ουρανό να τον πείσει να κάνει το επόμενο βήμα. Κάποιες, όχι και τόσο, τυχαίες συναντήσεις, το κόρτε (με τα μάτια να το λες…) και δειλά-δειλά τα πρώτα ραντεβουδάκια.
Ο Δημήτρης είχε διάφορα όνειρα για τη ζωή του. Δεν άργησε όμως να καταλάβει ότι στα μάτια του Γιακό Περέζ, του πατέρα της Υβόν και πλούσιου καπνοβιομήχανου, δεν θα μέτραγε περισσότερο από ένα ζητιάνο. Σημαντικές δυσκολίες όπως η έλλειψη κεφαλαίου εκκίνησης και οι υπέρογκοι δασμοί στα προϊόντα εισαγωγής, τον οδήγησαν – μες στην απελπισία του – στο λαθρεμπόρειο. Άρχισε να βάζει έτσι χρήματα στην άκρη, τα χρήματα που πίστευε ότι θα τον ανέβαζαν κοινωνικά στα μάτια του μέλλοντα πεθερού του. Πίστευε ότι θα μπορούσε να ζητήσει το χέρι της Υβόν αν γινόταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας.
Νοίκιασε γραφεία στη στοά Λομβάρδο, τύπωσε επιστολόχαρτα, φακέλους, επισκεπτήρια, παράγγειλε σφραγίδες, καινούργια γραφομηχανή, κι έκανε την πρώτη του εξόρμηση με μια παρτίδα γερμανικά ραδιόφωνα. Δούλευε νυχθημερόν για να κερδίσει το στοίχημα της ζωής του, η Υβόν όμως δεν τον έβλεπε αρκετά και δυσανασχετούσε.
Το λαθρεμπόρειο κόντεψε να στοιχίσει πολύ περισσότερα στο Δημήτρη από όσα θα απέδιδε ποτέ. Ένα θετικό γύρισμα της τύχης θα τον φέρει σε θέση ισχύος οικονομικά και θα απεμπλακεί απ’ τις παράνομες δραστηριότητες. Παράλληλα, στη Γερμανία, ο Χίτλερ έχει εκλεγεί καγκελάριος και ένα μαύρο πέπλο δυστυχίας και θανάτου ετοιμάζεται να σκεπάσει την Ευρώπη κι όλο τον κόσμο.
Ο Δημήτρης δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η οικονομική ευρωστία δεν θα αρκούσε στους γονείς της Υβόν. Και δεν είχε ακούσει τι είπε η Ίντα Περέζ στη κόρη της για τους γάμους με αλλόθρησκους…
Όχι, δεν ήταν δυνατόν από τόσους και τόσους η Υβόν να επιμένει ακόμη στο χριστιανό! Όχι, δεν ήθελε ν’ ακούσει απολύτως τίποτα! Το ήξερε πως για να τον παντρευτεί έπρεπε να αλλαξοπιστήσει; Το ήξερε ότι κανείς στην οικογένειά τους δεν αλλαξοπίστησε ποτέ ούτε από συμφέρον ούτε από φόβο; Και τώρα αυτή για έναν άντρα να προδίδει την οικογενειακή της παράδοση, να προδίδει την πίστη της! Πώς ήταν δυνατόν, δεν μπορούσε να καταλάβει η κυρία Ίντα, πώς ήταν δυνατόν ένας άντρας, ένας οποιοσδήποτε άντρας, να στέκει πάνω απ’ τον Δαυίδ και πάνω απ’ τον Μωυσή! Ο θείος (σημείωση: ήταν ραβίνος) δεν θα την συγχωρούσε ποτέ. Όσο για τον Θεό, να είναι βέβαιη γι’ αυτό, θα την τιμωρούσε σκληρά.
Και οι γονείς προσπαθούσαν να παντρέψουν την Υβόν με διάφορα συνοικέσια.
“Εσένα ούτε η Πηνελόπη δε θα μπορούσε να σε συναγωνιστεί!” είπε η Ασπασία σχολιάζοντας τον τρόπο που ξεπάστρευε η Υβόν τους υποψήφιους μνηστήρες.
Προβλήματα είχαν παρουσιαστεί νωρίτερα και στη μεριά του Δημήτρη.
(Ο Παναγιώτης του θύμισε) πώς πετούσαν γυαλιά στους Έλληνες αιχμαλώτους να ματώνουν τα πόδια τους και πώς γελούσαν φαρμακερά. … Μόνο η Ελένη φάνηκε διαλλακτική. Είχε ακούσει μια παροιμία που έλεγε “Πάρε Ελληνίδα απ’ τη Σμύρνη, Τουρκάλα απ’ την Πόλη κι Εβραία απ’ την Θεσσαλονίκη”.
Το «ημερολόγιο» αυτού του έρωτα, ξεδιπλώνει στις σελίδες ενός εξαίσιου μυθιστορήματος, η ταλαντούχα συγγραφέας Λία Μεγάλου Σεφεριάδη. Φέρει τον τίτλο «Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά» και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1999. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο, που μας παραπέμπει στην περίφημη φωτογραφία της Υβόν στην βιτρίνα του φωτογραφείου, είναι η Μαρίκα Μεγάλου, φωτογραφημένη από τους Λιόντα και Μαυρίδη το 1936.
Η παλιά Θεσσαλονίκη με χαρακτηριστικά μέρη και τοπωνύμια περνούν μπροστά απ’ τα μάτια μας. Το σινεμά Καπρίς και το σινεμά Πατέ (που έγινε αργότερα το γνωστό Ράδιο Σίτυ), το Διεθνές με την περίφημη κρεμ ρουαγιάλ και το Ζαχαροπλαστείο Φλόκα – “ούτε στο Παρίσι δεν έβρισκες σαντιγύ ισάξια του Φλόκα”. Τα Κάστρα (Επταπύργιο – Γεντί Κουλέ, η Μονή Βλατάδων και τα προσφυγικά καφενεδάκια και σπίτια), τα καραβάκια και το Μεντιτερανέ στην παραλία όπου “η ορχήστρα του Εντουάρντο Μπιάνκο έπαιζε τανγκό και βαλς”. Η Εξοχή, ο Χορτιάτης, το Ντεπό, ο Βαρδάρης, η Αγία Σοφία, η Αμερικανική Γεωργική Σχολή, τα Εκπαιδευτήρια Ζαχαριάδη και το καζίνο Femina, δρόμοι και περιοχές όπως η Εγνατία, η Βενιζέλου, η Συγγρού, η Κολόμβου, η Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Παναγία Χαλκέων και φυσικά η πλατεία Αριστοτέλους, βρίσκουν μια θέση στην αφήγηση, δίνοντας ένα άρωμα μιας άλλης, περασμένης δυστυχώς, εποχής.
Μπαίνοντας στο πνεύμα αυτής της άλλης εποχής, βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες τις διαφορές στα ήθη και στα “πρέπει”. Τότε, ο χωροφύλακας παραμόνευε τα… απρόσεχτα ζευγαράκια μήπως κάτσουν σε κάποιο παγκάκι στο πάρκο, για να τους συλλάβει αφού πρώτα τους δείξει την πινακίδα που απαγορεύει να κάθονται ζευγάρια στα παγκάκια. Ένας άνδρας ήταν πολύ χαρούμενος αν καταφέρει να κρατήσει το χέρι της αγαπημένης του. Σήμερα απ’ την άλλη όλα γίνονται με το “καλημέρα σας”.
Όπως και σε άλλα βιβλία που έχει γράψει η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, η αφήγηση είναι διανθισμένη με ιστορικά στοιχεία και τροφή για σκέψεις. Για παράδειγμα υπάρχουν αναφορές στην Πρωτομαγιά του 1936, όπου ένας απ’ τους πρώτους νεκρούς του εργατικού αγώνα ήταν ο Εβραίος Ματαράσσο. Αν και η πλειοψηφία των Εβραίων είχε συγκεντρώσει στα χέρια της το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου, υπήρχαν και κάποιοι φτωχοί μεροκαματιάρηδες που προσπάθησαν χέρι-χέρι με τους Έλληνες να αλλάξουν την κατάσταση. Η αφήγηση συνεχίζεται με τα χρόνια της Κατοχής. Ο Διωγμός των Εβραίων απ’ τους Ναζί περιγράφεται γλαφυρά, και υπάρχει αναφορά στον ραβίνο Θεσσαλονίκης που προέτρεψε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης να παραδοθούν στους Ναζί. Δε θα μπορούσε να λείψει η αναφορά στο πώς σώθηκαν πολλοί Εβραίοι, από Έλληνες που τους “χαρτογραφούσαν” Χριστιανούς.
Η συγγραφέας μας θυμίζει και το Ράδιο Τσιγγιρίδη, τον πρώτο ραδιοφωνικό σταθμό της Ελλάδας που είχε φτιάξει με προσωπικά έξοδα και κόπο ο Χρίστος Τσιγγιρίδης στην Θεσσαλονίκη το 1926, χρονιά που διοργανώθηκε για πρώτη φορά η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Ένας θεσμός σύμβολο της πόλης της Θεσσαλονίκης, που κάθε Σεπτέμβρη φέρνει ομορφιές απ’ τις τέσσερεις γωνίες του κόσμου.
Εκατοντάδες περίπτερα ανοίγανε παράθυρα στο μεγάλο κόσμο. Απ’ τους ροδώνες της Βουλγαρίας ως τα δάση της Φινλανδίας. Απ’ την Κρήτη ως την Θράκη. Απ’ τα Αλλαντικά Τσοχατζόπουλου ως τις Εκδόσεις Ελευθερουδάκη, πρέσες Γερμανίας, λαμπτήρες και γαλλικά αρώματα, ζύθος ΦΙΞ, χαλιά της Μέριμνας Ποντίων Κυριών, υποδείγματα κατασκηνώσεων της ΧΑΝΘ, που μόλις είχε αποπερατωθεί το επιβλητικό της κτήριο.
Φυσικά δεν θα ήταν δυνατόν να λείπουν τα απαραίτητα παιχνίδια, περιστρεφόμενα αλογάκια, κούνιες και βαρκούλες για τα παιδιά, αλλά και ταχυδακτυλουργοί και φακίρηδες για να διασκεδάζουν τους μεγάλους.
Η συγγραφέας μας κάνει σιωπηλούς μάρτυρες στην ερωτική ιστορία του Δημήτρη και της Υβόν. Σε αυτόν τον τόσο δυνατό, απελπισμένο, ακαταμάχητο έρωτα που αποτελεί και τον βασικό κορμό της πλοκής. Και φυσικά δεν σταματά εκεί. Έντονο άρωμα της εποχής, της Θεσσαλονίκης, οι ευωδιές των κήπων, του νοτισμένου ξύλου, του ούζου σε κατακλύζουν. Ο παφλασμός των κυμάτων, τα δέντρα θαρρείς πως θροϊζουν πλάι σου, κάνοντάς σε να σκέφτεσαι για άλλη μια φορά ότι η κυρία Σεφεριάδη έχει δημιουργήσει ένα λογοτεχνικό κόσμημα.
Για να υπάρχει ποικιλία, η συγγραφέας σερβίρει και σφηνάκια από την Αθήνα και την Βιέννη της ίδιας εποχής. Είναι συγκλονιστικές οι λεπτομέρειες από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της εποχής που προηγούνταν και έπονταν ενός παγκοσμίου πολέμου. Μιας εποχής που η Θεσσαλονίκη άλλαξε ριζικά πρόσωπο. Το εβραϊκό στοιχείο, οι πρόσφυγες, και τα πολιτικά παιχνίδια των τότε χρόνων θα σας συγκλονίσουν, λύνοντας σας ταυτόχρονα πολλές απορίες που πιθανόν να είχατε.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
H φωτογραφία της γυναίκας με το λοξό καπέλο στη βιτρίνα του κυρίου Tσάβες γίνεται η αιτία ενός δύσβατου έρωτα ανάμεσα σε μια Εβραία μεγαλοαστή κι έναν Έλληνα πρόσφυγα στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου. Ενός έρωτα που δοκιμάζεται από αλλεπάλληλες δεσμεύσεις, προκαταλήψεις και διακρίσεις, έως την ακραία και τερατώδη φυλετική διάκριση του ναζισμού. H πόλη με τους δρόμους, τις πλατείες, τα κάστρα, τις επαύλεις των Εξοχών και τα προσφυγικά, το “Λουξεμβούργο” και το “Mεντιτερανέ”, τη ΔEΘ, “του Φλόκα”, τα καραβάκια του Θερμαϊκού, το Σέιχ Σου, το Aρσακλί και τον Xορτιάτη αποτελεί το ολοζώντανο φόντο, όπου προβάλλεται και δοξάζεται η δύναμη του έρωτα – αυτή που κάνει τους αδύναμους δυνατούς και τους δυνατούς αδύναμους.