Όταν κάποιος βουλιάξει στα σκοτάδια του μυαλού και της ψυχής του για πολύ καιρό, είναι τρομακτικά δύσκολο να αναδυθεί στο φως. Σε τέτοια, πυκνά σκοτάδια, έχει εγκλωβίσει και εκείνη τον εαυτό της. Έχει κλείσει την πόρτα της καρδιάς της, την έχει διπλοκλειδώσει και έχει βάλει και δεκατρείς αμπάρες… μία για κάθε χρόνο από εκείνη την ημέρα που ο Αλέξης έπαψε να υπάρχει στην ζωή της. Έφυγε; Τον έδιωξε; Ποιος ξέρει; Στρείδι κλειστό η τριανταοκτάχρονη δημόσια υπάλληλος Ευτέρπη Λεονάρδου, στέκει μόνη και προφυλαγμένη πίσω από τα ψηλά και γερά τείχη που ύψωσε η ίδια τριγύρω της…
…
Θα το μετανιώσεις, της είχε απαντήσει και η Ισμήνη, αλλά το αυτί της άλλης δεν ίδρωνε από κάτι τέτοιες τυποποιημένες προειδοποιήσεις για τον επερχόμενο… γεροντοκορικό βίο, επειδή πολύ απλά είχε ήδη επέλθει η συμφιλίωση της με την ιδέα. Ράφι; Ράφι. Το είχε το ράφι δηλαδή; Αρκεί να έχει ωραία θέα, όπως το σπίτι της, και να είναι καλοφτιαγμένο και τακτοποιημένο, όπως το σπίτι της επίσης. Αν είσαι στο ράφι, δεν έχεις σκοτούρες, δεν έχεις μοιρασιές ούτε καβγάδες. Ράφι ίσον ελευθερία. Ούτε άγχος για τα κοιτάγματα, ούτε ερωτηματικά για ύποπτες νυχτερινές αργοπορίες και παράπονα για λεκέδες από κραγιόν, ούτε κοκκινισμένα χέρια απ’ τη χλωρίνη για να ασπρίσουν τα γαριασμένα σώβρακα. Αυτή τη θεωρία αναμασούσε η Ευτέρπη.
«Έχω το μισθό μου, το σπίτι μου, το γάτο μου τον Φίλιξ. Μια χαρά είμαι. Όλα τα υπόλοιπα είναι μόνο για μπελάδες», η απόλυτη φιλοσοφία της.
…
Να όμως, που κάποιες φορές συμβαίνει ένα τυχαίο -συνήθως δυσάρεστο- γεγονός που γίνεται το “χέρι” που μας τραβάει στην επιφάνεια και μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα που επιδεικτικά αγνοούσαμε για μακρύ χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση της Ευτέρπης, το “χέρι” αυτό, ήταν ένα τραγικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην Αθηνών-Σουνίου. Θύματα του η δίδυμη αδερφή της, η Θάλεια, και ο άντρας της. Μοναδικός επιζών το παιδί τους, η ανιψιά της Ευτέρπης, η Ευδοξία.
Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι που και η δική του μέχρι τώρα ψυχή κινούνταν στα σκοτάδια. Οι δύο αυτές γκρίζες ζωές συναντήθηκαν και ξεκίνησαν να βαδίζουν σε ένα κοινό μονοπάτι…
…
Η Ευδοξία ήξερε ότι η Ευτέρπη έπρεπε να αποφασίσει αν θα την έπαιρνε κοντά της. Την έβλεπε την μάχη που γινόταν μες στην ψυχή της. Την πρόδιδαν τα μάτια της όποτε την κοιτούσε. Και ήξερε ότι είχε αρχίσει να την αγαπάει. Το ένιωθε από τον τρόπο που την σκέπαζε, από τα γλυκόλογα που χρησιμοποιούσε, από το χάδι της στα μαλλιά της και από το φιλί στο μέτωπο, όποτε νόμιζε ότι κοιμόταν κι έσκυβε πάνω απ’ το προσκεφάλι της. Και την εμπιστευόταν. Ας την ήξερε τόσο λίγο.
…
Έτσι απλά μπήκε η μία στη ζωή και στην καρδιά της άλλης. Χωρίς πολλά λόγια ή μάλλον, μιλώντας με τα μάτια. Και οι ματιές τους οι σμαραγδένιες αστραποβόλησαν μόλις αντάμωσαν, παρά τη θλίψη που κουβαλούσε η ψυχή τους.
…
Θα μπορέσει το τραγικό γεγονός να τις οδηγήσει και τις δύο στο φως; Θα φύγουν τα σύννεφα που καλύπτουν τις δύο ζωές τους ή θα πυκνώσουν και θα στραγγίξουν κάθε ελπίδα από τις πονεμένες ψυχές τους; Θα το ανακαλύψετε όταν διαβάσετε το βιβλίο στο οποίο διαδραματίζονται όλα τα παραπάνω καθώς -φυσικά- και η συνέχεια της ιστορίας. Τίτλος του «Φτερά από μετάξι», ηθικός αυτουργός η Πασχαλία Τραυλού και μέσο οι εκδόσεις Ψυχογιός που το κυκλοφόρησαν τον Φεβρουάριο του 2008.
Η γνωστή συγγραφέας σε αυτό της το βιβλίο μας οδηγεί σε λογοτεχνικά μονοπάτια που είναι χαραγμένα στην σημερινή εποχή με ποικίλους ήρωες να κινούνται σε αυτά. Βασικά -βέβαια- μέλη του “θιάσου” οι δύο γυναίκες: η Ευτέρπη και η Ευδοξία. Γύρω από αυτές -από την ζωή τους και τα όνειρα τους- είναι χτισμένο όλο το μυθιστόρημα. Τις παρακολουθούμε σε μια μακρά πορεία, που διαρκεί πολλά έτη στον δικό τους χρόνο, στην οποία η καθεμιά από το δικό της μετερίζι και αφού προηγουμένως έχει -κατά το κοινώς λεγόμενο- πιάσει πάτο, προσπαθεί να αναδυθεί στην επιφάνεια.
Η πλοκή μου άρεσε αρκετά όμως μου φάνηκε τραβηγμένη από τα μαλλιά. Θα μπορούσε να συμπτυχθεί στα 2/3 των σελίδων που τελικά καταλαμβάνει, χωρίς να χάσει στάλα από το σασπένς και τις διάφορες πτυχές τις ιστορίας και κυρίως χωρίς να κάνει κοιλιά σε αρκετά σημεία που αποτελούν τροχοπέδη στην ροή της ανάγνωσης. Ένα άλλο σημείο που μου χτύπησε άσχημα είναι κάποιες λεπτομέρειες στην δράση των ηρώων που δεν “κάθονται” καλά βάση της κοινής λογικής. Μικροπραγματάκια, αλλά που προσωπικά με ενοχλούν όταν τα συναντώ σε κάποιο μυθιστόρημα. Θαρρώ ότι ήθελε περισσότερο “δούλεμα” το κείμενο πριν παραδοθεί στα εκδοτικά πιεστήρια και κατόπιν στο αναγνωστικό κοινό.
Σε κάποια site του διαδικτύου, διάβασα γνώμες αναγνωστών που εκθείαζαν το γεγονός ότι η μια από τις ηρωίδες του βιβλίου είναι ανάπηρη, και ότι μέσω αυτής η συγγραφέας καυτηριάζει θέματα που έχουν να κάνουν με τις συνθήκες διαβίωσης των ΑΜΕΑ στην χώρα μας. Πιστεύω ότι πράγματι ένας τέτοιος χαρακτήρας σου δίνει την δυνατότητα να μιλήσεις για κάποια από τα κακώς κείμενα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Μια δυνατότητα όμως που στο εν λόγω ανάγνωσμα, η συγγραφέας εκμεταλλεύτηκε σε μικρό βαθμό μιας και θεωρώ ότι ασχολήθηκε με το θέμα αυτό επιδερμικά. Αυτό βέβαια οφείλουμε να το σεβαστούμε όλοι. Ένα βιβλίο δεν πρέπει να αντιστοιχεί στις κριτικές που του γίνονται αλλά ακριβώς το αντίθετο. Απλά το αναφέρω γιατί κριτικές που έθιγαν αυτό το σημείο, συνάντησα σε αρκετά site.
Πιστεύω, ακράδαντα, ότι η Πασχαλία Τραυλού είναι μια αξιόλογη συγγραφέας. Γνωρίζει να χειρίζεται πολύ καλά την ελληνική γλώσσα και έχει ήδη δημιουργήσει λογοτεχνικά κοσμήματα όπως το «Η ματζίκα της αγάπης», το οποίο λάτρεψα από τις πρώτες του σελίδες. Το «Φτερά από μετάξι» είναι κατά την γνώμη μου σαφώς υποδεέστερο του προαναφερθέντος. Όλοι βέβαια δικαιούμαστε να έχουμε τις καλές και τις κακές στιγμές μας. Το αφήνω στο παρελθόν της αναγνωστικής μου ζωής και κοιτάω μπροστά προσμένοντας νέα λαμπρά δείγματα από μια αναμφίβολα ταλαντούχα συγγραφέα. Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα μας αφήσει παραπονεμένους.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Έβγαινε εκείνη από το ασανσέρ πάνω στο αναπηρικό της καροτσάκι κι έμπαινε ο έρωτας μ’ ένα τσιγάρο αναμμένο στα χείλη, θυμίζοντάς της αυτόματα μια αφίσα του Τζέιμς Ντιν που είχε κρεμασμένη αντίκρυ στο κρεβάτι της. Φαρδύ στέρνο σ’ ένα κορμί λιγνό σαν μίσχος, ίδιο με χορευτή μπαλέτου, πουκάμισο λευκό, λινό, και δυο μάτια κάρβουνα, με βλέμμα που, όταν βυθίστηκε στη σμαραγδένια θάλασσα της ματιάς της, έκανε την κοπέλα να αναριγήσει.
Με κοίταξε σαν να είμαι ένα κορίτσι όπως όλα τα άλλα, σκεφτόταν, κι από εκείνη τη συνάντηση ένιωσε αυτό που χρόνια γύρευε έπειτα από το καταραμένο ατύχημα: να την κοιτάξει ένας άντρας απλώς ως γυναίκα, χωρίς ίχνος οίκτου στο βλέμμα του, και να κοιτάξει κι αυτή το μέλλον χωρίς να σκοντάφτει πάντα στο παρελθόν…
Μα πάνω που χάραζε, μια βροχή έσταξε το βαρύ της δάκρυ, λες και ήξερε κάτι σκληρό που το κορίτσι αγνοούσε. Ευτυχώς, ο φύλακας άγγελός της με τα φτερά από μετάξι ήταν εκεί…