Την άνοιξη του 1937 η Ισπανία καλυπτόταν εδώ και δέκα περίπου μήνες από το μαύρο πέπλο του εμφυλίου πολέμου. Εκείνη την εποχή, στα δάση της Σεγκόβιας -μια περιοχή που ελεγχόταν από την φασιστική κυβέρνηση του Φράνκο- στάλθηκε από τον Δημοκρατικό στρατό ο Ρόμπερτ Τζόρνταν για να φέρει εις πέρας μια επιχείριση δολιοφθοράς. Κάθε τέτοια ενέργεια -πίσω από τις εχθρικές γραμμές- χρειάζεται λεπτομερή σχεδιασμό, επαφές με τους αντάρτες ή με κατοίκους του τόπου πρόθυμους να βοηθήσουν, θάρρος και αδιαφορία για το τι θα σου συμβεί αν συλληφθείς.
Ο Αμερικανός δυναμιτιστής γνώριζε τα προηγούμενα πολύ καλά και τα εφάρμοζε με θρησκευτική ευλάβεια. Στόχος του ήταν μια γέφυρα στον δρόμο προς την Λα Γκράνχα. Μια μεταλλική γέφυρα που δεν έπρεπε απλά να την ανατινάξει, αλλά να την καταστήσει αδιάβατη μια συγκεκριμένη ώρα. Η γέφυρα έπρεπε να πέσει την στιγμή που θα ξεκινούσε μια μεγάλη επίθεση των Δημοκρατών, ώστε να μην μπορούν οι φασίστες να στείλουν από εκείνο τον δρόμο ενισχύσεις.
Τι είχε όμως φέρει έναν νεαρό Αμερικανό από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού σε μια χώρα που αιμορραγούσε;
…
Τώρα πολεμούσε σ’ αυτόν τον πόλεμο, γιατί είχε ξεσπάσει σε μια χώρα που εκείνος αγαπούσε και γιατί εκείνος πίστευε στη Δημοκρατία και γιατί, αν αυτή γκρεμιζόταν, η ζωή θα ήταν αβάσταχτη για όλους τους ανθρώπους που πίστευαν σ’ αυτή. Βρισκόταν κάτω από κομουνιστική πειθαρχία στη διάρκεια του πολέμου. Εδώ στην Ισπανία οι κομουνιστές πρόσφεραν την καλύτερη, την πιο σταθερή και υγιή πειθαρχία για τη διεξαγωγή του πολέμου. Αποδεχόταν την πειθαρχία τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, γιατί, όσο βαστούσε ο πόλεμος, ήταν το μόνο κόμμα που εκείνος μπορούσε να σεβαστεί το πρόγραμμα και την πειθαρχία του.
Ποιες ήταν λοιπόν οι πολιτικές του πεποιθήσεις; Δεν είχε καμία τώρα, είπε μέσα του. Αλλά αυτό μην το πεις σε κανέναν άλλο, σκέφτηκε. Μην διανοηθείς να το παραδεχτείς ποτέ. Και μετά τι θα κάνεις; Θα γυρίσω πίσω και θα βγάζω το ψωμί μου διδάσκοντας ισπανικά, όπως και παλιά, και θα γράψω ένα γνήσιο βιβλίο. Στοίχημα πως θα το κάνω, είπε. Στοίχημα πως θα ‘ναι εύκολο.
…
Μέχρι όμως να μπορέσει να ασχοληθεί με την διδασκαλία και τη συγγραφή, είχε πολλά πράγματα να κάνει· πρώτο απ’ όλα να τινάξει στον αέρα μια γέφυρα ή και δύο αν του έφταναν τα εκρηκτικά.
Εκείνοι που θα τον βοηθούσαν από την πλευρά των ανταρτών ήταν η ομάδα του Πάμπλο. Μια ολιγομελής ομάδα πιστών στην δημοκρατία αντρών που πλαισιωνόταν και από δύο γυναίκες. Την Πιλάρ, την mujer του Πάμπλο, και την Μαρία. Την όμορφη Μαρία. Την χαμογελαστή και μυστηριώδη Μαρία που βρισκόταν λίγους μήνες στην αντάρτικη ομάδα, ακολουθώντας τους μετά την ανατίναξη ενός τρένου στο οποίο βρισκόταν, όντας φυλακισμένη των φασιστών. Την ήδη ταλαιπωρημένη από την ζωή Μαρία, που θα γίνει ο καταλύτης εξελίξεων στην ψυχή και την καρδιά του Ρόμπερτ.
Όταν ο, ειδικός στις ανατινάξεις, Ρόμπερτ ανέλαβε την αποστολή, ήταν εκατό τοις εκατό προσηλωμένος στην επίτευξη της. Μετά την συνάντηση όμως με την νεαρή Ισπανίδα, και των όσων συνέβησαν μεταξύ τους, το ποσοστό αυτό άρχισε να μειώνεται σταθερά… όσο σταθερά αύξανε ο έρωτας του για εκείνη, όσο σταθερά άρχισε να ονειρεύεται ένα μέλλον διαφορετικό, ένα μέλλον που δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη μόνος του.
Οι τρεις μέρες και οι τρεις νύχτες που πέρασε ο ήρωας μας μαζί με την ομάδα των ανταρτών -από το απόγευμα που τους συνάντησε έως το πρωινό της ανατίναξης- ξεδιπλώνονται στις 550+ σελίδες του μυθιστορήματος «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», του βραβευμένου με νόμπελ λογοτεχνίας (1954) συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Μέσα δε από τις αναπολήσεις και τους διαλόγους των ηρώων του, ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός της ζωής στην χώρα της ιβηρικής χερσονήσου τόσο πριν όσο και κατά τον πρώτο καιρό του ξεσπάσματος του εμφυλίου πολέμου.
Ο διδακτικός χαρακτήρας -χαρακτηριστικό όλων των έργων του Χέμινγουεϊ– καθώς και η λεπτομερής σκιαγράφηση των ηρώων του είναι τα δύο στοιχεία που συμβάλουν στο να είσαι σοφότερος μετά το πέρας της ανάγνωσης του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Δεν θεωρείται άλλωστε τυχαία το κορυφαίο έργο του συγγραφέα και ένα από τα καλύτερα πολεμικά μυθιστορήματα όλων των εποχών.
Η ερωτική σχέση ανάμεσα στον Ρόμπερτ και την Μαρία ελαφραίνει τις στενόχωρες αποκαλύψεις γύρω από τις φρικαλεότητες που έλαβαν μέρος και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές· ο συγγραφέας τα είχε ζήσει από κοντά ως πολεμικός ανταποκριτής που κάλυψε δημοσιογραφικά τα τότε γεγονότα.
Ο τσιγκάνος Ραφαέλ και η Πιλάρ είναι οι φορείς αισιοδοξίας και δροσιάς στην στενοχώρια και στην λάβα του εμφυλίου σπαραγμού. Ο Πάμπλο είναι ο κουρασμένος από την δράση αγωνιστής, που πλέον δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανείς, ενώ στον αντίποδα ο γέρος Ανσέλμο είναι ο απλός άνθρωπος που η πίστη και η αφοσίωση του στον αγώνα συγκινεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει δική του κρίση, σκέψη και άποψη…
…
Στην άλλη άκρη του δρόμου, στο πριονιστήριο, έβγαινε καπνός από την καμινάδα και ο Ανσέλμο τον οσμιζόταν, καθώς τον έφερνε ο άνεμος προς το μέρος του μες στο χιόνι. Οι φασίστες είναι στα ζεστά, σκέφτηκε, έχουν τις ανέσεις τους, κι αύριο βράδυ θα τους σκοτώσουμε. Είναι παράξενο αυτό και δε μου αρέσει να το σκέφτομαι. Τους παρακολουθούσα όλη μέρα, άντρες είναι κι αυτοί, ίδιοι όπως κι εμείς. Πιστεύω πως μπορώ να πάω ίσαμε το πριονιστήριο και να χτυπήσω την πόρτα και να με καλοδεχτούνε, με τη διαφορά πως έχουν διαταγή να αιφνιδιάζουν όλους τους ταξιδιώτες και να τους ζητούν να δουν τα χαρτιά τους. Το μόνο που μας χωρίζει είναι διαταγές. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι φασίστες. Εγώ τους λέω έτσι, αλλά δεν είναι. Είναι φτωχαδάκια σαν κι εμάς. Πολύ κακώς πολεμάνε εναντίον μας και δε μ’ αρέσει να σκέφτομαι τους σκοτωμούς.
…
Τραγικές φιγούρες οι ήρωες του Χέμινγουεϊ στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», πιόνια σε ένα θανάσιμο παιχνίδι. Τα πράγματα που αναγκάζονται να κάνουν, να υπομείνουν, ακόμα και να νιώσουν λόγω του πολέμου, οδηγούν στα άκρα τις ψυχές τους και βγάζουν στην επιφάνεια το καλύτερο ή το χειρότερο. Όπως συμβαίνει πάντοτε σε καταστάσεις όπου το μόνο που έχεις είναι το σήμερα, το τώρα, καθώς το αύριο είναι εξαιρετικά αμφίβολο και απίστευτα μακρινό.
Η παρουσίαση-κριτική του εξαίσιου αυτού μυθιστορήματος-μαθήματος βασίστηκε στην έκδοση που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Καστανιώτη το 2006 και επανακυκλοφόρησαν το 2010 στην σειρά «συλλογή Βραβεία Νόμπελ», πάντα σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου. Αν δεν το έχετε ήδη διαβάσει, σπεύσατε! Είναι από τα βιβλία που αφήνουν το χνάρι τους όχι μόνο στον ουρανό της παγκόσμιας λογοτεχνίας άλλα και στην ψυχή του καθενός αναγνώστη τους ξεχωριστά.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Bασισμένο στις εμπειρίες του από τον Iσπανικό Eμφύλιο, το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» θεωρήθηκε από τους βιβλιοκριτικούς ως το κορυφαίο έργο του συγγραφέα και ένα από τα καλύτερα πολεμικά μυθιστορήματα όλων των εποχών. Περιγράφει τέσσερις μέρες από τη ζωή του ήρωα και πρωταγωνιστή Ρόμπερτ Τζόρνταν, ενός Αμερικανού που έχει σταλεί με την ιδιότητα του δυναμιτιστή, για να ανατινάξει μια στρατηγικής σημασίας γέφυρα. Τέσσερις μονάχα μέρες, στα τέλη της άνοιξης του 1937 στην Ισπανία, και συγκεκριμένα στα δάση γύρω από τη Σεγκόβια. Στη διάρκεια αυτών των κρίσιμων ημερών, ο Τζόρνταν βιώνει συγκλονιστικά τον έρωτα στο πρόσωπο της πανέμορφης και βασανισμένης Μαρίας, το φόβο και την αγωνία σε μια σπαρασσόμενη από τον Eμφύλιο χώρα, την αφοσίωση και τη φιλία, αλλά και τη δεισιδαιμονία στα πρόσωπα των Ισπανών ανταρτών. Παντού γύρω του ελλοχεύει ο θάνατος, που δίνει σε όλα τα συναισθήματα μια ολότελα διαφορετική διάσταση και ένταση.