Βρισκόμαστε στο Γαλαξίδι στα μέσα του 1871. Ο Μανώλης –τυφλός εδώ και χρόνια- προσπαθεί μαζί με τον Δημητρό να συνεχίσει τη ζωή του μετά τα γεγονότα και όσα ακολούθησαν αυτά της εξόδου του Μεσολογγίου. Στην προσπάθειά του να διασώσει ένα κομμάτι της Ελληνικής ιστορίας, το οποίο έζησε και ο ίδιος, αφηγείται τις θύμησές του στον Δημητρό, ο οποίος τις γράφει σε χαρτί ώστε να τις διαφυλάξει για τις επόμενες γενιές.
Η ιστορία που μας διηγείται ο Μανώλης ξεκινά με τη γέννησή του, κοντά στην Άρτα, στα 1808. Δώδεκα χρόνια αργότερα ορφάνεψε και άρχισε να περιπλανιέται στα γύρω βουνά με μοναδική συντροφιά δύο σκυλιά. Εκεί τον βρήκε ο Θανάσης Ραζηκότσικας ο οποίος και τον έφερε στο Μεσολόγγι. Στην ιστορική πόλη μπήκε ο Μανώλης σε ηλικία 14 ετών, το 1822.
Η Ελληνική επανάσταση κατά των Τούρκων έχει ήδη ξεκινήσει και το Μεσολόγγι είναι ένα από τα λίγα μέρη της Ελλάδας που μέχρι τότε δεν είχε πατήσει τουρκικό πόδι. Ο Μανώλης τίθεται στην υπηρεσία της πόλης και βοηθά στα αμυντικά έργα που κάνουν οι Μεσολογγίτες καθώς ετοιμάζονται για την τελευταία –όπως θα αποδείξει η ιστορία- πολιορκία της πόλης.
Στα 17 του και ενώ το Μεσολόγγι ζει τους τελευταίους μήνες ελευθερίας, ο Μανώλης ερωτεύεται την Κατερίνα η οποία δίνει νόημα στη ζωή του. Ο Κιουταχής πολιορκεί ήδη το Μεσολόγγι για οκτώ μήνες χωρίς αποτελέσματα. Τα ηνία της πολιορκίας αναλαμβάνει τελικά ο Ιμπραήμ. Τα στρατεύματά του θα αντιμετωπίσουν τελικά οι Μεσολογγίτες όταν το βράδυ της 10ης προς 11η Απριλίου του 1826 εγκατέλειψαν την πόλη τους προσπαθώντας την ύστατη ώρα να σώσουν το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου που είναι η ζωή του.
Το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα του Λευτέρη Σακκά είναι ένα βιβλίο γεμάτο αυτοθυσία, θάρρος, αγώνα, πόνο, λεβεντιά και Ελλάδα. Είναι ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό μιας και πρόκειται για το πρώτο βιβλίο ενός νέου -σε ηλικία αλλά και σε έργο- Έλληνα συγγραφέα. Αποτελεί έναν φόρο τιμής στους αγωνιστές του Μεσολογγίου που στάθηκαν παλικαρίσια απέναντι στα γεγονότα της Ιστορίας και υπερέβην εαυτόν.
Η ανάγνωση του βιβλίου ρέει αβίαστα κρατώντας τον αναγνώστη καθηλωμένο και με κομμένη την ανάσα για το τι θα συμβεί στην επόμενη σελίδα. Οι εικόνες που δίνει ο συγγραφέας είναι ολοζώντανες, τόσο ώστε σου δημιουργείται η εντύπωση ότι συμβαίνουν γύρω σου, ενώ τα συναισθήματα που σου μεταφέρει είναι τόσο έντονα που δεν είναι λίγες οι φορές που ανατριχιάζεις.
Δύο σημεία του βιβλίου έχουν μείνει χαραγμένα στην μνήμη και την ψυχή μου. Το πρώτο είναι η φράση: «η ποσότητα των αμυνόμενων είναι πολλές φορές αντίστροφα ανάλογη με τα αποτελέσματα, όταν πρόκειται για Έλληνες». Μια φράση που έχει αποδειχθεί πολλάκις στην Ελληνική ιστορία. Το δεύτερο και πιο συνταρακτικό είναι η σκηνή κατά την οποία οι στρατιώτες του Ιμπραήμ εκτελούν μπροστά από τα τείχη της πόλης ομήρους ενώ μέσα από αυτά παρακολουθούν την εκτέλεση οι συγγενείς και φίλοι τους. Σε ερώτηση του Ραζή προς τον Δημητρό, αν πρέπει να θυσιαστούν 300 παλικάρια για την μηδαμινή πιθανότητα να σωθεί η γυναίκα του και οι υπόλοιποι όμηροι, ο Δημητρός απαντά με ένα ΟΧΙ το οποίο ένιωσα να αντηχεί γύρω μου.
Το ότι σας το προτείνω να το διαβάσετε είναι αυτονόητο. Προσωπικά πιστεύω ότι πρέπει να επιδιώξετε να βρεθεί τόσο στα δικά σας χέρια όσο και στων έφηβων παιδιών σας, μιας και η «Έξοδος» είναι ένα βιβλίο που διδάσκει ιστορία όχι με λέξεις αλλά με συναισθήματα.
Το θαυμάσιο αυτό βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατσιούλας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ήξεραν ότι δεν είχαν καμία ελπίδα. Το μόνο που τους έμενε ήταν να πεθάνουν ελεύθεροι.
Πεινασμένοι, εξουθενωμένοι, χωρίς πολεμοφόδια και νερό, αποκομμένοι από κάθε βοήθεια, άντεξαν. Υπερασπιστές περήφανοι, γεμάτοι ανδρεία και τόλμη που πέρασαν στην αθανασία. Η ενδοξότερη στιγμή της νεότερης ελληνικής ιστορίας που συγκλόνισε το παγκόσμιο στερέωμα γράφτηκε σε μια μικρή πόλη της εξεγερμένης Ελλάδας, το Μεσολόγγι.
"Όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει"
Διονύσιος Σολωμός