Εκδόσεις Αρμός, 2021
Σελ. 148
Ο Στέφανος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καρδίτσα, σε δύσκολα και πέτρινα χρόνια. Πέρασε στη Σχολή Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Η επιβίωσή του ήταν το διάβασμα και το γράψιμο. Το «είναι» του σκαρφάλωνε στα χοντρά κλαδιά του πλατάνου και από εκεί σαν ηπειρώτικο μοιρολόι κρεμούσε την ψυχή του με ταξίδια μακρινά …ίσαμε τις ακτές που δεν έβλεπε. Εκεί έψαχνε το σχήμα των βράχων για να καταλάβει τη γλώσσα της θάλασσας. Την αγαπούσε τη θάλασσα. Νοερά στα ταξίδια του αφουγκράζονταν στιχομυθίες, ολάκερους διαλόγους με τον αγαπημένο του ποιητή …τον Καββαδία. Κάπως έτσι πέρναγαν τα χρόνια του τα φοιτητικά στην Αθήνα, ώσπου εκεί, μπήκε στη ζωή του η «φωνή των ματιών» του. Η Άννα. Μια φοιτήτρια που σπούδαζε δημοσιογραφία. Μια κοπέλα ήταν γι΄ αυτόν ολάκερος ο κόσμος. Ο πρώτος και παντοτινός έρωτάς του. Γίνεται ο έρωτας να διαρκεί για πάντα; Έτσι ήθελε να πιστεύει.
Έρωτας με την πρώτη ματιά. Ένας έρωτας σφοδρός, μα που δεν υπολόγισαν την από μέσα φόδρα του. Αυτή που ο χρόνος μονάχα σου γυρίζει και σ’ εσένα απομένει εάν είσαι έτοιμος να την φορέσεις. Ποτέ βέβαια δεν θα είσαι έτοιμος … «για πάντα, για πάντοτε».
Όταν πήρε το πτυχίο του ο Στέφανος πήγε στον στρατό, για να τελειώσει με τη θητεία του. 18 μήνες …ολόκληρη αιωνιότητα γι΄ αυτόν και την Άννα. Η Άννα συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές της φεύγοντας για τη Γαλλία. Η καινούργια αυτή πραγματικότητα ήρθε ως εγκαυματική εξιλέωση της υπομονής δύο εραστών που τελικά δεν άντεξε. Η επικοινωνία πλέον με την Άννα ήταν δυσκολότερη. Γυρίζοντας από τον στρατό ο Στέφανος αποφάσισε να σαλπάρει στα καράβια. Τα χρόνια πέρναγαν έως ότου εμφανίστηκε στη ζωή του η νοσοκόμα η Πίστη.
Σήμερα ο Στέφανος θα πήγαινε στην εκκλησία για τα σαραντάμερα της γυναίκας του… Είχε και την φροντίδα του νεογέννητου μωρού του. Όταν πέθανε και το μωρό, ο Στέφανος ήθελε να ξεχάσει και να ξεχαστεί. Δεν θα μπορούσε να επαναφέρει στην πραγματικότητα του ούτε το χαμένο παιδί του, ούτε τη χαμένη γυναίκα του, ούτε τη χαμένη ζωή του. Ένα μείγμα ενοχών, ενός παιδοκτόνου και συζυγοκτόνου τον διακατείχε. Άραγε θα γινόταν και δολοφόνος μιας αγάπης; Η Άννα, λοιπόν, η Άννα μόνο του απέμεινε ως πεμπτουσία για τη ζωή του. Τώρα όμως η Άννα έπρεπε να περιμένει. Να χαθεί για λίγο απ’ αυτήν. Μόνο για λίγο, μετά θα της έλεγε όλη την αλήθεια. Ποια αλήθεια; Την τερματική αλλά και την κουρελιασμένη. Ναι, με αυτήν θα ντυνόταν ζητιάνος και θα ζητούσε τη δύναμη της αγάπης της. Μήπως θεωρούσε δεδομένη την Άννα, ότι θα τα δέχονταν όλα αυτά, και μάλιστα περίμενε να τον θεραπεύσει από τις πληγές του; Μόνο ένας κτητικός έρωτας έχει δεδομένα. Η αγάπη ποτέ.
Δεν ενημέρωσε ο Στέφανος καθόλου την Άννα, αλλά αυτή ανακάλυψε τον θάνατο του μωρού και έφυγε πικραμένη.
Η Άννα άφησε ένα γράμμα: «Αγάπη μου με είχες ρωτήσει στο τηλέφωνο αν σε αγαπώ ακόμα και σου απάντησα ότι σε αγαπώ όπως ο θάνατος τη ζωή. Κραταιά ως θάνατος αγάπη. Αυτή είναι η αγάπη που νιώθω για σένα. Αγάπη μου, φεύγω… για πάντα. Όχι από τον χρόνο της αγάπης μας. Γιατί πάντα θα είμαστε μαζί όσο μακριά και αν είσαι. Αλλά από τον τόπο της αγάπης μας. Η αγάπη τρέφεται μόνον με το χρόνο γιατί είναι αιώνια…»
Ο Στέφανος θα βρει πάνω στο κρεβάτι του 24 λευκούς φακέλους. Κατά σειρά. Κάθε φάκελος είχε γραμμένο μπροστά του και από ένα γράμμα της αλφαβήτου. Κοιτούσε τους φακέλους αποσβολωμένος. Ακίνητος. Τρομαγμένος. Λες και ο φόβος του γινόταν πεποίθηση πως το κάθε γράμμα της αλφαβήτου στον κάθε φάκελο θα ήταν οι ερμηνείες. Οι ερμηνείες που αφορούσαν τον ίδιο και την Άννα. Όλα αυτά τα γράμματα θα τον σκέπαζαν… θα έντυναν τη ζωή του…
Και έτσι αρχίζει ένα γαϊτανάκι γραμμάτων του αλφαβήτου και ημερολογίου (ερωτικές επιστολές) του Στέφανου. Ο έρωτας του Στέφανου για την Άννα, τον εξυψώνει αλλά και τον καταρρακώνει. Στο ενδιάμεσο παρεμβάλλεται ως αφηγητής της κάθε ζωής, ο θάνατος… αυτός που σεργιανάει στα μονοπάτια των ζωών μας. Ως περιπατητής. Ως αφηγητής. Και απλά αλλάζει ρούχα. Ποιανού ρούχα; Μα αυτά του έρωτα. Μας παρουσιάζει τα ρούχα της αλφαβήτου μας λοιπόν. Απλώς φορέστε τα αγαπητοί αναγνώστες και ερμηνεύστε τις ζωές σας και τις ζωές του Στέφανου και της Άννας.
Η ζωή δίνει τη σκυτάλη στο θάνατο και την απώλεια και ο θάνατος τη σκυτάλη στην αγάπη… σε έναν αγώνα που δεν υπάρχει νικητής ή ηττημένος.
…«Σε αγαπώ όπως ο θάνατος αγαπά τη ζωή» λέει η Άννα στον Στέφανο. Το μεγαλείο της τραγικότητας. Όμως έτσι είναι. Δεν γίνεται διαφορετικά. Ο Στέφανος μέσα από αυτό πρέπει να βρει την απάντηση. Ο θάνατος αγαπά τη ζωή ατελέσφορα, πάνω απ’ όλα. Με τη μεγαλύτερη απαιτητική και διεκδικητική δύναμη. Μα για να συνυπάρχει η αγάπη -που ενώνει τη ζωή με το θάνατο- οφείλεται να υπάρχει απόσταση μεταξύ τους. Ένας εφήμερος διαχρονικός χωρισμός. Η επιλογή του Στέφανου είναι μόνο μία. Όσο ακριβώς και η ζωή του. Πρέπει να αποφασίσει μόνος, πρέπει να έρθει σε ρήξη με όλους τους κόσμους που τον περικλείουν, μόνος. Και αυτό δεν κρύβει κανένα ίχνος εγωισμού. Η αγάπη είναι η μοναξιά του εγωισμού…
…Μονάχα αυτές οι λέξεις που σου γράφω με καταλαβαίνουν. Με κρατούν συντροφιά στην ολοζώντανη μιζέρια μου από τότε που σε έχασα. Είχα τρελαθεί. Και εσύ δεν με έχεις δει να τρελαίνομαι. Ζητώ πλέον, όπως στην αρχαία τραγωδία, την κάθαρση. Μακάρι να ήξερες πόσο σε αγαπώ… Ο έρωτάς μας ήταν τελικά γλυκό με γεύση πορτοκαλιού. Θυμάσαι πόσο σου άρεσε αυτό το γλυκό; Τέτοιο χρώμα και γεύση έχουν οι θύμησές μου… γλυκόπικρες…
…Και ο έρωτας σαν χρόνος έξω από τον χρόνο φαντάζει κι εσύ καραδοκείς φευγαλέα τις στιγμές του. Και μέσα σ’ αυτό τον χρόνο πλέει ένα «πάντα» και ένα «ποτέ». Σ’ αυτά δεν ορκίζεται αενάως ο έρωτας;
…Πεθαίνει η αγάπη για να ζήσει;
Χάνει για να κερδίσει;
Είναι το ναι στο όχι;
…Γιατί η αγάπη δεν είναι το πλην μιας αφαίρεσης.
Δεν βρίσκεται στο δια μιας διαίρεσης.
Αλλά στο συν μιας συγχώρεσης
και στο επί μιας επίρρωσης.
Να αγαπάς τον άνθρωπό σου
όχι γιατί και όταν έχει φύγει,
αλλά γι΄ αυτά που έκανε και ήταν
όσο ζούσε…
…Η αυλαία τούτων των λέξεων και η παραληρηματική βεβαιότητα πέφτει με το τελευταίο γράμμα του Έρωτα…
Γράμμα Ω. Ώρα σου είναι. Ώρα σου είναι να με κάνεις ωραίο στην άσχημη ζωή μου, χωρίς οι προτάσεις της να αρχίζουν με ΩΣΟΤΟΥ, ΩΣΠΟΥ, ΩΣΤΕ…
Ένα βαθιά υπαρξιακό βιβλίο.
Αλληγορικό και λιτό αφήγημα. Αλληγορική κατάληξη που οδεύει στη συνεχόμενη συντριβή…
Ένα βιβλίο που θα συνοδέψει τους αναγνώστες του για πολύ καιρό και ίσως κάποιους από αυτούς να τους στοιχειώσει μετά την τρίτη ή την τέταρτη ανάγνωση που θα χρειαστούν για να το χωνέψουν και να μπορέσουν να ξεδιαλύνουν τις φωνές του πίσω απ’ τις φωνές της δικής τους συνείδησης.
Διαβάστε το.
Ο Άγγελος Τάσκος γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στο Χαϊδάρι σε μια εποχή που ακόμα το παιχνίδι με τους φίλους γίνονταν σε αλάνες. Ακολούθησαν οι σπουδές στη δημοσιογραφία, ελπίζοντας να βρει έναν μοναδικό τρόπο να αποτυπώσει την αλήθεια των γεγονότων. Η ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία διήρκεσε λίγο χρονικό διάστημα. Ακολούθησε η ενασχόληση με τον ιδιωτικό τομέα και πιο συγκεκριμένα το χώρο της λιανικής πώλησης. Του αρέσει η απλότητα, αλλά εκτιμά την πολυπλοκότητα των σκέψεων. Θέλει να μαθαίνει συνέχεια, να γελά και να χαίρεται μέσα από την καρδιά του και να αποφεύγει να λέει στη ζωή του «κρίμα που δεν τόλμησα». Τα τελευταία χρόνια καταγράφει τον τρόπο που αντιμετωπίζει την καθημερινότητά του στο angelostaskos.blogspot.com με την ονομασία: Είμαι ότι έχω ξεχάσει;
Τραχανάς Κώστας