Η Μαρία, η τρίτη κόρη της Ελένης και του Σωτήρη γεννήθηκε το 1919 στη Σύμη την εποχή που υπήρχε μεγάλος αναβρασμός ενάντια στην ιταλική κατοχή. Γεννιέται δύσκολα και πρόωρα, μιας και η μάνα της κατεβαίνει στο συλλαλητήριο και διαμαρτύρεται για το "Αιματηρό Πάσχα" του 1919. Η Μαρία λοιπόν, η ηρωίδα του βιβλίου, μεγαλώνει έχοντας τις δύο μεγαλύτερες αδερφές της να την προσέχουν και με τη σειρά της φροντίζει κι εκείνη τα μικρότερα αδέρφια της, δυο κορίτσια κι ένα αγόρι.
Η Ελένη αγωνίζεται και καταφέρνει να στείλουν τη Μαρία στο σχολείο μαζί με άλλα παιδιά των βοσκών. Αναγκαζόντουσαν να περπατούν μια ώρα για να φτάσουν εκεί, κάτω από δύσκολες συνθήκες, αλλά αυτό καθόλου δεν ενοχλεί τη Μαρία που διψάει για μόρφωση. Κάθε βράδυ που επιστρέφει στο σπίτι της διηγείται τα όσα έμαθε στις αδερφές της. Πώς όμως να περιγράψει στα αδέρφια της το "θαύμα" του ηλεκτρισμού, όπως τους το εξήγησε η δασκάλα και το έζησε η ίδια εκείνο το βράδυ του 1928 που η Σύμη ηλεκτροδοτήθηκε για πρώτη φορά.
Ο χρόνος κυλάει και η Μαρία, φτάνοντας στα 12, αφήνει την αγκαλιά της οικογένειάς της. Την άνοιξη του 1931 μια θεία της από την Αίγυπτο προτείνει να πάρει μαζί της στο Πορτ Τεουφίκ της Αιγύπτου ένα από τα κορίτσια της οικογένειας. Η Μαρία λοιπόν, η μόνη που θέλει να φύγει, βγάζει πασαπόρτι κι επιβιβάζεται στο πλοίο που θα την πάει στην Αλεξάνδρεια. Εκεί γνωρίζει και την ανθρωπιά που της δείχνει η κυρία Θέκλα, μια εθελόντρια στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο, που την ξεναγεί στην πόλη και την βοηθά να επιβιβαστεί στο τραίνο ώστε να φτάσει στο σπίτι της θείας της. Φτάνοντας εκεί όμως, ανακαλύπτει πως η θεία της την ήθελε για υπηρέτρια.
Ο γιος της θείας την παίρνει σαν γκουβερνάντα στο σπίτι για τον έξι μηνών γιο του, όμως η συμπεριφορά της γυναίκας του είναι απαράδεκτη και αρνούνται να της δώσουν το διαβατήριο και τους μισθούς της όταν αυτή τα ζητά. Η Φαουζία, μια Αιγύπτια υπηρέτρια την βοηθά. Έτσι η Μαρία που ξεκίνησε από την Ιταλοκρατούμενη Σύμη για να πάει στην Αίγυπτο λίγο πριν την κήρυξη του πολέμου, βρίσκεται από το Πορτ Σάιντ στην Αλεξάνδρεια για παρηγοριά στη στοργική αγκαλιά της κυρίας Θέκλας, βιώνει τον πόλεμο και τις ανθρώπινες απώλειές του, βλέπει από κοντά τον τορπιλισμό και την βύθιση του Medway, το καμάρι του αγγλικού στόλου που ήταν και βάση υποβρυχίων και συνεχίζει την ζωή της γνωρίζοντας από κοντά το γιατρό και διάσημο ειρηνιστή Γρηγόρη Λαμπράκη.
Το «Έρως, Θέρος, Πόλεμος», της Ευγενίας Φακίνου, είναι ένα βιβλίο που το διαβάζεις μονορούφι και με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά από τις άψογες περιγραφές που σε μεταφέρουν στη Σύμη, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα της εποχής εκείνης. Οι συνθήκες, οι συνήθειες και οι καταστάσεις ξετυλίγονται εμπρός σου σαν κινηματογραφική ταινία. Η Ευγενία Φακίνου είτε μιλάει για τη Σύμη του 1919 – 1931 και την εποχή των θαυμάτων, είτε για την Αλεξάνδρεια 1931-1945 τα χρόνια της δράσης, είτε για την Αθήνα του 1945-1990 στα μικροαστικά, σε κάνει σε κάθε σελίδα που περνάει να καταλαβαίνεις, να νιώθεις, να αισθάνεσαι πως έζησες κι εσύ σ’ αυτά τα χρόνια, πως ήσουν παρών στα θαύματα ή στις καταστροφές, πως αναγκάστηκες να παλέψεις με νύχια και με δόντια για να βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς σου. Με λίγα λόγια ένα καταπληκτικό και βαθιά ανθρώπινο βιβλίο. Διαβάστε το!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Σύμη 1919
Η εποχή των θαυμάτων για το νησί. Ο ηλεκτρισμός, το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος αλλά και η σκληρή Ιταλική Κατοχή. Η Μαρία ζει μια «αρχαία» ζωή στα ορεινά του νησιού. Στα δώδεκά της φεύγει μόνη για τη Γη της Επαγγελίας, την Αίγυπτο.
Αλεξάνδρεια 1938
Ο πόλεμος προ των πυλών. Ως νοσοκόμα πια, θα γνωρίσει την αγριότητα των χειρουργείων της ερήμου, τους βομβαρδισμούς αλλά και το πάθος για ζωή της νεολαίας.
Αθήνα 1945
Το Άγνωστο. Θα ξεκινήσει πάλι απ’ την αρχή, μέσα στις δύσκολες συνθήκες, μ’ ένα παιδί και μια αφόρητη μοναξιά.
Η Μαρία δε διαμόρφωσε την Ιστορία. Δεν όρισε καμία της στιγμή. Υπήρξε μόνο μία κουκκίδα στα ιστορικά γεγονότα, όπως τόσοι άλλοι της γενιάς της. Ατομική και συλλογική μνήμη και ποτέ νοσταλγία. Η μνήμη μας βοηθά να διαμορφώσουμε την ταυτότητά μας κι όχι να την αρνηθούμε. Να συμφιλιωθούμε με τις «σκοτεινές» στιγμές που έρχονται στην επιφάνεια. Να συγχωρέσουμε και να υπερβούμε τον πόνο που προκαλεί η ανάμνηση.