Ο Άρης είναι ένας από τους πιο πετυχημένους chef στη Νέα Υόρκη. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μετοίκησε -αφήνοντας πίσω την μητέρα του και τον Βόλο- για να σπουδάσει γιατρός. Αντί για την ιατρική γράφτηκε σε μια σχολή εφηρμοσμένης διαιτολογίας και μετά το πέρας των σπουδών, εργάστηκε ως διαιτολόγος. Ήταν όμως ο χώρος της κουζίνας που τον κέρδισε τελικά και οριστικά.
Όλα αυτά στην Αμερικανική μεγαλούπολη, όπου τον συναντάμε στην αρχή του μυθιστορήματος «Ενικός αριθμός», της Λένας Διβάνη· κυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ο Άρης λοιπόν, για να επιστρέψουμε στην ιστορία μας, είναι μάγειρας αλλά η μητέρα του -η οποία χρηματοδότησε τις υποτιθέμενες σπουδές στην ιατρική- νομίζει ότι είναι γιατρός και ότι εργάζεται σε ένα από τα νοσοκομεία της Νέας Υόρκης. Έτσι, όταν εκείνη τον φαντάζεται με ένα πιεσόμετρο περασμένο στο λαιμό να εξετάζει αρρώστους και να καθορίζει την αγωγή που χρειάζονται, εκείνος αγοράζει υλικά για να ετοιμάσει τα φαγητά που θα απολαύσουν οι πελάτες του. Αλλά καλά να πάθει η κυρά-Νίκη, γιατί το ζήταγε ο οργανισμός της…
…
Γιατί αυτή ήθελε, αυτός όχι. Αυτή λύσσαγε όταν τον άκουγε οχτώ χρονώ, άμα τον ρωτούσε κανένα γείτονας «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;», να απαντάει «Σουβλατζής» και να γεμίζει το στόμα του. «Σουβλατζής σαν τον κύριο Θανάση που έχει το “Bavaria”». Του τσιμπούσε ύπουλα το μπούτι, γελούσε ψεύτικα, «Το άτιμο», μουρμούριζε ντροπιασμένη, «που τα βρίσκει και τα λέει… Αφού γιατρός θέλει να γίνει». Αυτή ήξερε την πραγματική του κλίση, μια μάνα πάντα ξέρει, έλεγε.
…
…τώρα, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, μπορεί ο γιος της να μην έσωζε ζωές με το επάγγελμα του, αλλά σίγουρα τις επηρέαζε -και μερικές φορές τις άλλαζε- κάνοντας τα “μαγικά” του στην κουζίνα.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην πρωτεύουσα της Μεγάλης Βρετανίας, ζει η Ήρα. Παιδική φίλη του Άρη και ίσως ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που ήξερε τα πάντα γι’ αυτόν, και το αντίστροφο. Τους δυό τους τους συνδέει μια δυνατή φιλία που κρατά τριάντα χρόνια τώρα, από τα εννιά τους. Από εκείνο το καλοκαίρι στον Βόλο του 1969…
…
Σαν τα δίδυμα ήταν αυτά. Πονούσε το ένα και βογγούσε το άλλο. Τους ήξερε όλη η γειτονιά, τους έμαθαν μετά στα νήπια, τους πήραν χαμπάρι και στο δημοτικό. Αχώριστα τη μέρα, αυτός ο μαλακός χοντρούλης και αυτή η τσαούσα λιγνή. Άμα τη συμπαθούσε λιγάκι περισσότερο η μαμά του Άρη, κολλημένα θα έμεναν και τη νύχτα. Αλλά η κυρία Νίκη γινόταν έξω φρενών με το ντουέτο.
«Τι δουλειά έχεις να κωλοτρίβεσαι με τα κορίτσια;» του έλεγε. « Πήγαινε παίξε μπάλα με τον Νικόλα τον Καρδάση, με τον Νάσο της κυρίας Χριστίνας, με τον Ιάσονα τον Παιδόπουλο. Γυναικωτό θα σε κάνω; Λελέ;»
…
…τότε που μεγάλωναν, ο Άρης κάτω από την καταπιεστική αγάπη της μητέρας του και η Ήρα χωρίς στάλα αγάπη από την δική της μητέρα. Οι δύο μπαμπάδες ήταν -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- απόντες από την ανατροφή των παιδιών τους. Των δύο αυτών τρυφερών ψυχών που βρήκαν η μία στην άλλη, ό,τι δεν κατάφερναν να τους προσφέρουν εκείνοι που τις έφεραν στον κόσμο.
Τα χρόνια όμως πέρασαν. Τώρα -όπως ήδη έχουμε αναφέρει- η Ήρα βρίσκεται στο Λονδίνο. Από εργασία; Χμ… μετά από πολύ αγώνα, βρήκε τελικά αυτό που της ταιριάζει…
…
Αμέσως μόλις ξεκίνησε, διαπίστωσε ότι ήταν ένα επάγγελμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της. Σχεδίαζε κυρίως ιστοσελίδες επαγγελματιών που έβλεπαν μπροστά: ξυλουργών που φιλοδοξούσαν να πουλήσουν κομοδίνα τύπου Βικτόρια-Άλμπερτ στην ανερχόμενη τάξη μαφιόζων της νέας Ρωσίας, μέντιουμ που ήθελαν να επεκτείνουν ξεκούραστα την επιχείρηση, ειδικών που προσπαθούσαν να πουλήσουν τεχνογνωσία κάν’-το-μόνος-σου.
…
Η Ήρα και ο Άρης. Δύο ζωές που όταν κινούνταν στον πληθυντικό αριθμό ένιωθαν ότι βρίσκονταν στον ενικό και το ανάποδο. Δύο ήρωες που, πλέον, η καθημερινότητά τους έχει γίνει ταυτόσημη με τον ενικό αριθμό, με την μονάδα, με τη μοναξιά, με την απουσία ενός ουσιαστικού συντρόφου πλάι τους. Θα συνεχίσει αυτή η δυσάρεστη κατάσταση να διαιωνίζεται ή θα μπορέσουν να ανοίξουν τα μάτια τους και να αλλάξουν γραμμή πλεύσης; Αυτό είναι κάτι που θα το μάθετε κάπου εκεί στο τέλος των 350+ σελίδων του μυθιστορήματος.
Σε όλη όμως την υπόλοιπη έκτασή του θα διαβάσετε-μάθετε άλλα πράγματα. Θα μάθετε για τις σχέσεις γονιών και παιδιών. Για το τι γίνεται όταν εμείς οι ενήλικοι βγάζουμε τα απωθημένα μας στα παιδιά. Τι συμβαίνει όταν δίνουμε στις μικρές ψυχές υλικά αγαθά και όχι αισθήματα. Πως μια φιλία μπορεί να κρατήσει πολλά πολλά χρόνια και να επηρεάσει την ζωή σου. Πόσο σημαντικό είναι να ακολουθεί κανείς την κλίση και την καρδιά του. Και πολλά πολλά άλλα…
Μια εξαιρετική ιστορία με αρκετά διαμάντια να κρύβονται στις γραμμές της. Δοσμένη από την ταλαντούχα πένα της Λένας Διβάνη, θα σας μαγέψει, θα σας ψυχαγωγήσει και θα σας ψιθυρίσει κάποια ιδιαιτέρως σημαντικά λόγια για την ζωή του ανθρώπου της εποχής μας. Ωφέλιμο και απολαυστικότατο, σας περιμένει να το διαβάσετε. Μην το καθυστερείτε. 🙂
[grbk https://www.greekbooks.gr/lena-divani.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ξεκίνησαν μαζί στον Βόλο, ο Άρης και η Ήρα, ετών πέντε, φίλοι αχώριστοι, πληθυντικός αριθμός. Οι δυο μαζί, μέτωπο αρραγές, επιβίωσαν στο επικινδυνότερο πεδίο μάχης, το σπίτι τους.
Ύστερα μεγάλωσαν. Ρήγματα παρουσιάστηκαν στο μέτωπο. Μονάδες δύο, θέλοντας και μη. O φόβος ίδιος πάντα όμως. Οπότε αποφάσισαν να το βάλουν στα πόδια, να κρυφτούν μέσα στον κόσμο. O Άρης κατέληξε σεφ στη Νέα Υόρκη και η Ήρα σχεδιάστρια ιστοσελίδων στο Λονδίνο: επιτυχημένοι επαγγελματίες, κοσμοπολίτες, εργένηδες, οικονομικά ανεξάρτητοι, χιλιόμετρα μακριά από τα φαντάσματα του παρελθόντος, χιλιόμετρα μακριά ο ένας απ’ τον άλλο, χιλιόμετρα μακριά απ’ ό,τι πραγματικά επιθυμούσαν. Δεν παραπονιούνται, αυτή ήταν η ζωή που διάλεξαν, όπως όλα τα ορφανά εκ πεποιθήσεως του 20ού αιώνα, οι ψυχικά άστεγοι της μεγαλούπολης, οι αποτυχημένοι επιτυχημένοι, οι παραπαίοντες ανάμεσα στην ευαισθησία και τη σκληρότητα, οι ρημαγμένοι απ’ την καλοπέραση, οι φυλακισμένοι στο βάθος του εαυτού τους, στο ψύχος του ενικού αριθμού.
Τους συναντάμε όταν αυτοί μπαίνουν στα σαράντα κι ο 20ός αιώνας βγαίνει. Τότε απροσδόκητα μια πρόκληση τους ξαναχτυπάει την πόρτα. Θα ανοίξουν; Υπάρχει κανείς να δεχτεί ως δώρο τη μισοτελειωμένη, την ακατανόητη φράση που είναι η ζωή τους; Υπάρχει κανείς εκεί έξω;
Ένα μυθιστόρημα για το τέλος του αιώνα που μετέτρεψε τις συλλογικότητες σε ατομικότητα, τον πληθυντικό αριθμό των οραμάτων σε ενικό αριθμό της επιβίωσης εναντίον όλων. Ένα SOS απ’ τα παιδιά της πόλης που επένδυσαν στην επιτυχία και έχασαν κερδίζοντας. Ένα χαίρε στη νέα οικογένεια, τους φίλους μας. Ένα αντίδωρο σε όσους επιμένουν να επενδύουν στην αθανασία της ψυχής και στα πάσης φύσεως θαύματα.