Η ιδέα του ταξιδιού στο χρόνο έχει απασχολήσει, φαντάζομαι, εκατομμύρια ανθρώπους. Πόσοι δεν έχουν σκεφθεί τι θα μπορούσαν να κάνουν αν είχαν αυτήν την δυνατότητα; Άλλος θα ταξίδευε μία εβδομάδα μπροστά για να μάθει τους αριθμούς της επόμενης κλήρωσης του Λόττο. Άλλος θα μεταφερόταν στο μέλλον όπου δεν θα υπήρχε πια η «λατρεμένη» και «ευγενική» πεθερά του. Οι δυνατότητες είναι απεριόριστες αρκεί να διαθέτεις φαντασία και χρόνο για ονειροπόληση. Αν και για εμάς τα ταξίδια στο χρόνο είναι «όνειρα θερινής νυκτός», για μερικούς στάθηκαν πηγή έμπνευσης και δημιουργίας λογοτεχνικών ή κινηματογραφικών έργων.
Ένας από αυτούς είναι και ο διάσημος συγγραφέας Μαρκ Τουαίην που βασιζόμενος σε αυτήν την ιδέα, δημιούργησε στα τέλη του 19ου αιώνα ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1889 με τίτλο «A Connecticut Yankee in King Arthur’s Court». Το δημιούργημα αυτό του Τουαίην μετέφρασε στην Ελληνική γλώσσα η Αθηνά Δημητριάδη, για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου Γράμματα. Ο γνωστός αυτός οίκος έκδωσε το βιβλίο αυτό, το 1990, με τίτλο: «Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου».
Βασικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας Γιάνκης από το Χάρτφορντ του Κονέκτικατ των Η.Π.Α. Εμείς τον συναντάμε ως αρχιεπιστάτη σε ένα εργοστάσιο στα τέλη του 19ου αιώνα (την εποχή δηλαδή που γράφτηκε και το βιβλίο). Μια παρεξήγηση με έναν εργάτη και στην συνέχεια ένα γερό χτύπημα από λοστό ήταν η αιτία που ο άνθρωπος αυτός μεταφέρθηκε στον χρόνο και βρέθηκε ξαφνικά στα 528μ.Χ. κοντά στο Κάμελοτ, στην Αγγλία. Εκεί στην αρχή αιχμαλωτίστηκε από έναν Ιππότη και οδηγήθηκε στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου. Με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάστηκε σε θάνατο από τον οποίο ξέφυγε παριστάνοντας τον μεγάλο μάγο και βυθίζοντας την γη στο σκοτάδι για λίγη ώρα (στην πραγματικότητα έκλειψη ηλίου είχε γίνει αλλά αυτό το γνώριζε μόνο εκείνος -μην ξεχνάτε ότι είμαστε πια στον 6ο αιώνα μ.Χ.). Όχι μόνο ξέφυγε από τον θάνατο άλλα έγινε και το δεξί χέρι του Βασιλιά Αρθούρου, παίρνοντας τον τίτλο Σερ Αφεντικό. Ο Γιάνκης μας, όντας έξυπνο και δραστήριο άτομο, άρχισε να εξελίσσει τα τεχνολογικά μέσα της εποχής και να φέρνει τις γνώσεις και τα επιτεύγματα του 19ου αιώνα στον 6ο. Αυτό το έκανε κρυφά από τον λαό αλλά και από τον Βασιλιά μιας και θα έπρεπε να τους εισαγάγει σιγά σιγά στην νέα τάξη πραγμάτων που αγωνιζόταν να δημιουργήσει για την ευημερία όλων. Μια τάξη πραγμάτων που περιελάμβανε και κατάργηση της μοναρχίας με ταυτόχρονη αντικατάσταση της από ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Το πάντρεμα της σύγχρονης τεχνολογίας με τις γνώσεις και πεποιθήσεις του 6ου αιώνα δημιουργεί αρκετές κωμικές καταστάσεις όπως αυτή όπου πεντακόσιοι ιππότες κάνουν θριαμβευτική είσοδο καβάλα σε ποδήλατα. Το αν κατάφερε τελικά ο ήρωας μας να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής σε ένα κόσμο δεκατρείς αιώνες πριν την γέννηση του, θα το ανακαλύψετε φυσικά διαβάζοντας το βιβλίο.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σας γράψω δύο τρεις σκέψεις μου με αφορμή την ανάγνωση του μυθιστορήματος αυτού.
Τι έγραψε ο Μαρκ Τουαίην; Ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας; Όχι, αφού το μόνο περίεργο είναι το ταξίδι στο χρόνο που μάλιστα δεν προκλήθηκε από μια μηχανή αλλά από το χτύπημα ενός λοστού.
Έγραψε ένα ευχάριστο ανάγνωσμα; Ναι, γιατί είναι σίγουρα ένα καταπληκτικό βιβλίο, με μεγάλη δόση χιούμορ που το κάνει ευχάριστο αλλά και πολύ καλή πλοκή που το κάνει ενδιαφέρον και απολαυστικό.
Αλλά δεν είναι μόνο τα παραπάνω. Το «Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου», του Μαρκ Τουαίην είναι ένα βιβλίο που βάζει το μυαλό σου να σκεφτεί πάνω σε κοινωνικά ζητήματα. Καυτηριάζει την πρακτική και την αγριότητα των αρχόντων και του κλήρου στον 6ο αιώνα, τα οποία θυμίζουν σε αρκετά σημεία (κάνοντας τις ανάλογες αναγωγές) τις ενέργειες των εχόντων εξουσία ακόμα και στις μέρες μας, ένα αιώνα μετά την συγγραφή του βιβλίου.
Βάζοντας τον ήρωα του να δημιουργεί πρώτα απ’ όλα σχολεία (αυτό δεν έλεγε και ο Άγιος Κοσμάς στα κηρύγματα του;) μας θυμίζει ότι όλα ξεκινούν από την εκπαίδευση και την διάπλαση του χαρακτήρα των νέων μας. Των ανθρώπων δηλαδή που σε λίγα χρόνια θα αναλάβουν θέσεις στην κρατική μηχανή αλλά και στον ιδιωτικό τομέα. Θέσεις από τις οποίες θα μπορούν να δουλέψουν για το κοινό ή για το προσωπικό τους συμφέρον. Ο χαρακτήρας τους θα είναι αυτός που θα κάνει την επιλογή.
Ένα άλλο που κάνει ο Μαρκ Τουαίην είναι να «οδηγεί» τον Βασιλιά Αρθούρο σε μια περιπλάνηση στην οποία κρύβει την ταυτότητα του και ανακαλύπτει τον τρόπο που ζει ο λαός του. Σκεφθείτε τι αποτελέσματα θα είχε κάτι τέτοιο στις μέρες μας. Τι εννοώ; Αν αναγκάζονταν ο Πρωθυπουργός, οι Υπουργοί και οι Βουλευτές μας να ζούσαν για ένα μήνα με 500 ευρώ όπως ζουν χιλιάδες συνταξιούχοι μας, τι νομίζετε ότι θα έκαναν την άλλη ημέρα; Αν αναγκάζονταν να χτίσουν ξανά την ζωή τους από το μηδέν, μιας και το σπίτι τους και τα χωράφια τους κάηκαν στις πυρκαγιές, τι θα έκαναν την επόμενη ημέρα; Αν τα παιδιά τους ξεκινούσαν την σχολική τους χρονιά (με όσα έξοδα συνεπάγεται αυτό) και ο μισθός τους έφτανε μόνο για να μένουν σε ένα σπίτι και να έχουν καθημερινά τροφή, τι θα έκαναν όταν κάθονταν πάλι στις θέσεις τους; Πιστεύω πολύ περισσότερα και ουσιαστικότερα από ότι κάνουν σήμερα.
Όλα τα παραπάνω κάνουν το μυθιστόρημα αυτό του Μαρκ Τουαίην ένα βιβλίο που αξίζει να το διαβάσουμε όλοι μας και να σκεφτούμε πάνω σε όσα ο συγγραφέας μας λέει πίσω από τον μύθο και τις κωμικές καταστάσεις. Καλή ανάγνωση και προβληματισμό.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Οι περιπέτειες του Γιάνκη από το Κονέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου είναι μια ιδιοφυής κοινωνική σάτιρα που θα μπορούσε να ανήκει και στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Ο Γιάνκης του δέκατου ένατου αιώνα, που πέφτει αναίσθητος σε μια συμπλοκή, ξυπνάει στο Κάμελοτ του 528μ.Χ., καταδικάζεται σε θάνατο από του Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, αλλά κατορθώνει να σωθεί παρασταίνοντας πως είναι μάγος, σαν τον Μέρλιν. Κερδίζει έτσι την εμπιστοσύνη του Αρθούρου, επαναστατικοποιεί τα τεχνικά μέσα της εποχής… εφευρίσκοντας την πυρίτιδα και τον ηλεκτρισμό, και αγωνίζεται για να βελτιώσει την κατάσταση του λαού, πλαισιωμένος από πεντακόσιους εκλεκτούς ιππότες καβάλα σε… ποδήλατα!
Το ψευδώνυμο Mark Twain, με το οποίο έμελλε να γίνει διάσημος ο Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς, ήταν στην πραγματικότητα μια φράση που ακουγόταν συχνά πάνω στα ποταμόπλοια του Μισισιπή, και σήμαινε «δύο οργιές βάθος».
Γεννήθηκε στο Μιζούρι (1835), και τα παιδικά του χρόνια αποθανατίστηκαν στις περιπέτειες των κλασικών πια ηρώων του –του Τομ Σώγιερ και του Χάκλμπερυ Φιν. Πνεύμα ανήσυχο, δεν έπαψε να ονειρεύεται ένα ταξίδι στη Νότιο Αμερική κρατώντας το τιμόνι ενός ατμόπλοιου στο Μισισιπή, ή δουλεύοντας στα ορυχεία της Νεβάδας, ως το 1862, που απέκτησε ψευδώνυμο και άρχισε να δημοσιογραφεί.
Από τότε και ως το 1910 που πέθανε, η δραστηριότητα του μοιράστηκε εξίσου σε άρθρα, ταξίδια, διαλέξεις και βιβλία. Έχοντας πιάσει το σφυγμό του «λαϊκού αναγνώσματος» που είχε απήχηση στην Αμερική της εποχής του, διάνθισε τις ταξιδιωτικές του διηγήσεις με χιουμοριστικές υπερβολές, καλλιέργησε ένα εντελώς προσωπικό «ανεκδοτολογικό» ύφος που, σύμφωνα με τη μεταγενέστερη κριτική, «συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο το χιούμορ της αμερικανικής Δύσης», και με το ύφος αυτό αποτύπωσε την τεράστια επιθυμία του για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη.