Ιδιωτική Έκδοση, Οκτώβριος 2015
Σελ. 159
Ο άνθρωπος είναι πλάσμα που μιλάει και τραγουδάει. Τραγουδάει και το τραγούδι του αντηχεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Η πρώτη του γλώσσα ήταν το τραγούδι. Η μουσική είναι η υψηλότερη από όλες τις τέχνες.
Η μουσική με τους στίχους και τις νότες της διεγείρει τη μνήμη και τη συγκίνησή μας. Η μουσική μπορεί να μας προκαλέσει τα υψηλότερα ή τα πιο βαθιά συναισθήματα. Σε κάθε κοινωνία μια από τις πρωταρχικές λειτουργίες της μουσικής είναι συλλογική και κοινοτική, να συγκεντρώνει τους ανθρώπους και να τους συνδέει μεταξύ τους. Οι άνθρωποι τραγουδούν μαζί και χορεύουν μαζί, σε όλους τους πολιτισμούς και εύκολα τους φαντάζεται κανείς να κάνουν το ίδιο γύρω από τις πρώτες φωτιές, πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Αυτός ο πρωταρχικός ρόλος έχει ως ένα βαθμό χαθεί σήμερα. Πρέπει να πάμε σε κάποια συναυλία ή σε κάποιο μουσικό φεστιβάλ ή σε κάποιο πανηγύρι, για να βιώσουμε και πάλι τη μουσική ως κοινωνική δραστηριότητα, για να γευτούμε και πάλι τη συλλογική έξαψη και το δέσιμο με τους άλλους που προσφέρει η μουσική. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μουσική αποτελεί κοινοτική εμπειρία και φαίνεται ότι γίνεται κάποια σύνδεση ή «πάντρεμα» των νευρικών συστημάτων, μια «νευρογαμία»… Ο ρυθμός και η κίνηση (και τα συναισθήματα) που προκαλεί, η δύναμη που έχει να συν-κινεί και να συγκινεί πρέπει να έπαιξαν έναν κρίσιμο πολιτισμικό και οικονομικό ρόλο στην εξέλιξη του είδους, φέρνοντας τους ανθρώπους κοντά και δημιουργώντας ένα αίσθημα συλλογικότητας και κοινότητας. Η ακρόαση δημοτικών τραγουδιών, με τον συγκεκριμένο σκοπό, το περιεχόμενο και το συναίσθημά τους, προξενούν προσωπικές αντιδράσεις και παρακινούν τους ανθρώπους να συμμετάσχουν. Υπάρχουν πολλά επίπεδα στα οποία η δημοτική μουσική μπορεί να απευθυνθεί στον άνθρωπο, να εισδύσει μέσα του, να τον μεταμορφώσει. Δενόμαστε όταν τραγουδάμε μαζί, καθώς μοιραζόμαστε τις συγκεκριμένες συναισθηματικές εμπειρίες και τα συνδετικά στοιχεία του τραγουδιού, αλλά ο δεσμός είναι πιο βαθύς, πιο πρωταρχικός αν χορέψουμε μαζί συντονίζοντας τα σώματά μας και όχι μόνο τις φωνές μας. Όταν μας κρατά κάποιος, εάν κάνεις τα βήματα του χορού μαζί με άλλους, προκύπτει μια χορευτική ανταπόκριση, μια αίσθηση σωματικής ταυτότητας και συνείδησης, μια μορφή συνείδησης που ίσως είναι πιο βαθιά από όλες και τέλος μια πρωταρχική αίσθηση κίνησης και ζωής…
Μια φορά και ένα καιρό, ένα όνειρο, μου είπε ότι κρύωνε…
Ο Σπύρος Νεραϊδιώτης παίρνει μια παλιά-παλιά ιστορία και την ξετυλίγει από πάνω μας, την απλώνει σε όλο της το μέγεθος, μας σκεπάζει με αυτήν και διπλώνει την άκρη της κάτω από το πιγούνι μας, για να ζεσταινόμαστε λίγο τους χειμώνες των γηρατειών μας…
Μια απερίγραπτα γλυκιά πηγή αναμνήσεων ξεχείλισε και πλημμύρισε τον Σπύρο Νεραϊδιώτη. Οξύνει τη μνήμη. Καλλιεργώντας την ελπίδα. Επιστρατεύοντας ζωντανούς και νεκρούς. Οι πράξεις του είναι ενσαρκωμένες μνήμες. Ο Σπύρος είναι ένας γεμάτος και πολύ τυχερός άνθρωπος. Στο αίμα του κυλά αίμα Νεραϊδιώτικο και χορός δημοτικός. Η ζωή του ήταν παράξενα απλή. Φτώχεια και στέρηση. Το άνθος της νιότης του Σπύρου με ένα άλμα πενήντα πέντε χρόνων έχει γίνει η εσχατιά της ηλικίας του. Ο χρόνος δεν έχει κυλήσει προς την κατεύθυνση της φθοράς, αλλά του εξαγνισμού. Ο χρόνος του έχει αποκρυσταλλωθεί σε ένα τέλειο κόσμημα. Πενήντα πέντε χρόνια έχουν περάσει σαν μια στιγμή. Κάτι ξεπήδησε από μέσα του και του έσβησε τη συνείδηση της ηλικίας του, ένα είδος παράκλησης, λες και είχε χώσει το πρόσωπό του στη ζεστή της αγκαλιά. Κάτι που φώλιαζε εδώ κι πενήντα πέντε χρόνια, σε μια γεύση ζυμωτό ψωμί, μια χιονισμένη μέρα, κάτι που πρόσφερε γνώση και δεν εξαρτιόταν από την επίγνωση της ζωής, αλλά περισσότερο από μια μακρινή στιγμιαία ευτυχία, κάτι που είχε διαλύσει το σκοτάδι της ζωής. Μια στιγμή. Ο Σπύρος ένιωθε ότι δεν είχε συμβεί απολύτως τίποτα στο διάστημα που χώριζε τον Σπύρο των οκτώ και των δεκάξι, από τον Σπύρο των πενήντα πέντε. Μια στιγμή, χρόνος μόλις αρκετός για να πηδήξει από το ένα τετράγωνο στο άλλο, ένα παιδί που έπαιζε κουτσό… Όπλα του Σπύρου είναι η φαντασία και η μνήμη. Τα όνειρά του και οι αναμνήσεις του ήταν φωτεινά και σπίθιζαν, ξεχείλιζαν από ευτυχία ζωής, περισσότερο από όσο η ίδια η ζωή του.
Πώς γυρίζουν πίσω οι αναμνήσεις…
Η ίδια η Νεράιδα τυλιγμένη σε ένα απαλό ανοιξιάτικο χιόνι, ολοένα ξεμάκραινε μαζί με τη θύμηση της ζωής του όσο περνούσαν τα χρόνια. Όλο και πιο μακρινό, αλλά ποτέ στην απόσταση που είχε διανύσει, για να κρυφτεί στα βάθη της καρδιάς του. Καθώς προσπαθούσε να την θυμηθεί, η Νεράιδα βρισκόταν σε μια χιονισμένη κορφή, σαν ένας ναός στα Μετέωρα, η ομορφιά της είχε πλέον κάτι το τραχύ, η απαλότητά της μια μέρα οργής.
Ο Σπύρος Νεραϊδιώτης κάνει μια αναδρομή στη ζωή του, κάνει ένα απολογισμό της ζωής του, προσπαθεί να ανασυνθέσει το παρελθόν του. Επιχειρεί να κολλήσει μια για πάντα τα κομμάτια του, να βάλει σε μια τάξη τις νεκρωμένες του αναμνήσεις. Προσπαθεί να μην του ξεφύγει τίποτα από το παρελθόν του, αφού ξέρει ότι έχουμε ζήσει, βρίσκεται μέσα μας και κανείς δεν μπορεί να αλλάξει το παραμικρό γεγονός, την παραμικρή λέξη. Γυρίζει στην παλιά Νεράιδα, που είναι γεμάτη φωτιές, χορούς, τραγούδια, νεκρούς και φαντάσματα. Η μνήμη είναι σαν καθρέφτης φαντασμάτων!!
Ξέρει ότι ένα μέρος που δεν έχει μνήμη, δεν έχει τίποτα. Ο Σπύρος Νεραϊδιώτης δεν θέλει να αφήσει τους αγαπημένους νεκρούς του χωριού του, να πεθάνουν εντελώς. Οι αγαπημένοι νεκροί του δεν είναι στον ουρανό, μα στη μνήμη του, στις επιθυμίες του και στη φαντασία του. Τους θυμόταν όλους; Ε λοιπόν εκεί ζούσαν, στη μνήμη του, άγρυπνοι φρουροί της Νεράιδας.
Ο Σπύρος διηγείται τη ζωή του, έχει ανάγκη να μάθει τι αξία είχε η ζωή του. Αν το θέμα είναι να διηγηθεί τη ζωή του, να τη διηγηθεί στα αλήθεια, τότε θα πρέπει να ξεκινήσει από τον παππού του, καθώς αυτή ήταν η πρώτη σημαντική ανάμνηση που είχε, και που ήταν το καταφύγιό του, μετά τον πατέρα του, τον Χρήστο, που δεν τον θυμάται καθόλου (ο Σπύρος έμεινε ορφανός δυο χρονών), που σίγουρα τον παρακολουθούσε από το θάνατο, ο Σπύρος στη γη, ο πατέρας του στον ουρανό, έπειτα τα κανακέματα εκείνης της ακούραστης μάνας του, της Κωνσταντινιάς, οι τηγανίτες που του είχε φτιάξει η μάνα του κάποιο χιονισμένο πρωινό, το προφίλ της μάνας του καθώς φυσούσε τα κάρβουνα, την λάμψη στα μάγουλά της όταν άναβε τα κάρβουνα στο κάθε φύσημα, το παιχνίδισμα των φωτοσκιάσεων, τις πέτρες και τους βράχους της Νεράιδας, που συγκρατούν όλα τα χρώματα του κόσμου, τις φωνές των μικρών παιδιών του χωριού του, που έμοιαζαν με γυαλί που έσπαζε, τα αγόρια που πετάνε πέτρες στο ρέμα του Γλαβά, μια βροχή Περσίδων στον καθαρό ουρανό της Νεράιδας, τους φίλους του και τα παιδιά της γενιάς του ‘60, που χορεύουνε την φεγγαροπρόσωπη, τις γριές που μοιρολογούσαν, τη γυναίκα που έφτιαχνε καφέ και σέρβιρε στους άντρες, τους καθισμένους στα σκαμνιά, την άλλη γυναίκα που κουβαλάει νερό με την βαρέλα, τις νύχτες τις κατοικημένες από ψυχές, τους ακέφαλους καβαλάρηδες και τις νεράιδες, τις άσβηστες φωτιές των τσοπάνων, τις φωνές των νεκρών που ανεβοκατεβαίνουν τους λόφους του χωριού, και αντιλαλούσαν σε γκρεμούς και φαράγγια, την ανατολή του ήλιου από τα ψηλώματα της Αρέντας, τις κορφές του Αι-Λιά, τις Λάκκες του Κριάκουρα, τις πλαγιές της Κωστηλάτας, τα Αλώνια, τον Πένια, που φυλάει Θερμοπύλες και που μολογάει ιστορίες και γεγονότα από τα παλιά, την Βούλα τ’ Τσιαλαμάγκα, τη κοσμοκαλόγρια, την Αρχόντισσα των Τζουμέρκων, με τα συγκλονιστικά της μοιρολόγια, τη Γιωργία τ’ Σταφλά, την Πετροπέρδικα, με τα τραγούδια της τάβλας, τον λογοτέχνη Δημοσθένη Κόκκινο, τον λεβέντη παπά-Θωμά από τα Θεοδώριανα, τον Πανο-Τσιώλη, τον Γιώργο-Νασιά, τον παπα-Αποστόλη και τον παπα-Κώστα, το μαγαζί του Βασίλη-Ούζου, τις νεράιδες και τις καλότυχες, το νεραϊδιώτικο τοπίο, το πανηγύρι ως τρόπος ζωής της Νεράιδας, που γίνεται στις 26 Ιουλίου, τα τραγούδια του πανηγυριού: το Καγκελάρι, την Κωστηλάτα και το Μαρία λεν την Παναγιά, τον πολιούχο του χωριού τον Αι-Γιώργη, τα ξωκλήσια του Πατρο-Κοσμά και Αι-Θόδωρου, το μοναστήρι της Αγίας Κυριακής, τον μικρό που χόρευε τον τσάμικο λες και ήτανε μεγάλος, που χόρευε από την κούνια του και που παρέλαβε τη σκυτάλη με τα πατροπαράδοτα τραγούδια από τον παππούλη του και κληρονόμησε το μεράκι και το πάθος, για το χορό, από τον πατέρα του, τον Χρήστο, τον μερακλή και λεβέντη, που ο χάρος τον γέλασε μια χαραυγή, τον μπάρμπα-Νάσιο τον προξενητή, τον πλανόδιο φωτογράφο Πάνο-Λάκκα, το κλαρίνο του Τσίλια Στεργίου, τον Νίκο-Σταφλά, που χορεύει την Παπαδιά κρατώντας για αρκετή ώρα το τραπέζι, πιασμένο με τα δόντια του, τον Βαγγέλη Κουτσοκώστα τον κλαριτζή, τον Γωγο-Πρέντζα που τραγουδούσε πολύ όμορφα, τα γλέντια των πρωινών ωρών, τα σεβνταλίδικα και νταλκαδιάρικα τραγούδια, την παραγγελία, τον «παπά που βαρεί τα σήμαντρα», της νύφης τα πιστρόφια, το σχόλασμα του γάμου, τα τραγούδια και τα μελίσματα που τραγουδούν και χορεύουν στους γάμους, τον κυρ-νονό και την πεθερά, το «απόψε μαυρομάτα μου, θα κοιμηθούμε αντάμα», και το «Ωραία που ‘ναι η νύφη μας», την ζυγιά (όργανα–ορχήστρα), την γίδα με τον τραχανά, τις πίτες, τα τυριά, τις κουλούρες, τους κουραμπιέδες, το πιάτο με τα κουφέτα, τους μπράτιμους και τις μπρατίμισσες, τους μπεκτσίδες και τους σχαριάτες, τα άσπρα μαντήλια και την μαντζουράνα στο αυτί, το μυρωδάτο και σγουρό βασιλικό, την βερικοκί φλοκωτή στο μουλάρι, τον γαμπρό και την νύφη, τα προικιά της νύφης, τα στέφανα και τις βέρες, το «αφήνω γεια, πατέρα μου και συ, γλυκιά μανούλα μου», το στολισμένο άλογο του γαμπρού, το ξύρισμα του γαμπρού, τα όργανα που παίζουν συρτά τραγούδια, το στόλισμα της νύφης, τα σπιτικά ποτά (το κράνο και το βατόμουρο), τα αλευρώματα του γαμπρού, τον αργαλειό και τις μαντανίες, τις βελέτζες, τα τσόλια και τα στρωσίδια, τα πλούσια ήθη και έθιμα της Νεράιδας, τα Τζουμέρκα, το σταυροδρόμι στα μουσικά ακούσματα, την Ήπειρο της πεντατονίας και την μουσικοχορευτική παράδοση των ανατολικών Τζουμέρκων.
Ο πρωινός ουρανός στα Ανατολικά Τζουμέρκα ήταν ανέφελος, κοκκινωπός σχεδόν κεχριμπαρένιος, πλυμένος με τα άστρα να χάνονται ανάμεσα στο φως και να διαλύονται σαν μαχαίρια από πάγο. Τα σύννεφα στην ανατολή ρόδισαν πολύ αχνά. Κάτω από τις βουνοκορφές ανοιχτόχρωμα γκρίζα σύννεφα φούσκωναν σαν θάλασσα. Τα βουνά καθρέφτιζαν παγιδεύοντας τις ροζ ανταύγειες μέχρι χαμηλά στους πρόποδές τους. Τα σπίτια της Νεράιδας φαινόταν αμυδρά, σαν κουκκίδες στην πλαγιά.
Φάνηκε ο ήλιος από την κορφή της Αρέντας, για πρώτη φορά κόκκινος σαν αίμα, μελαγχολικός, λες και δεν ανέτελλε, αλλά ήταν έτοιμος να δύσει. Το πάνω και το κάτω μέρος του κρύβονταν από δυο σειρές σύννεφα σαν γυαλιστερά χείλη. Ένα ειρωνικό χαμόγελο από λεπτά άλικα χείλη, φάνηκε για λίγο ανάμεσα στα σύννεφα.
Ο Κριάκουρας προκαλούσε συχνά διάφορες ψευδαισθήσεις, μέσα από την ψυχρότητα και τη λευκότητά του, επέτρεπε κάθε είδους φαντασίωσης. Ο Κριάκουρας ήταν μια μυστηριακή οριακή τελειότητα και η ομορφιά του περιείχε στοιχεία ενός ακαθόριστου λυρισμού. Ήταν μαζί το άπειρο και το συγκεκριμένο. Αυτός ο Κριάκουρας επηρέαζε κάθε διάθεση, έλεγχε κάθε συναίσθημα.
Ο τόπος φάνταζε λευκός και άγονος, ίδιος με τοπίο αγνότητας. Η διαύγεια στην Νεράιδα είναι εκθαμβωτική. Όλα ρέουν αδιάκοπα σαν ένας χείμαρρος. Η φύση είναι ένας άρτιος καλλιτέχνης με έμπνευση εξίσου φωτεινή όσο και μαύρη…
Νεράιδα. Ένας τόπος ήσυχος και γαλήνιος. Ένας τόπος αναμνήσεων.
Σε αυτόν τον τόπο ξημέρωσε και το κλαρίνο συνεχίζει να παίζει. Είναι τα γλέντια των πρωινών ωρών, τότε που γίνονται τα καλύτερα γλέντια. Είναι οι νέοι του χωριού, που κάθονται μαζί και γλεντάνε στο πανηγύρι στο ίδιο μέρος, στο τραπέζι της νεολαίας, που βρίσκεται αριστερά στην αυλή του μαγαζιού, κάτω από τον πλάτανο και φωτίζονται από το αβέβαιο φως της αυγής. Χοροπηδούν και τραγουδούν, την ώρα που κοιτάζουν τα διαδοχικά παιγνιδίσματα του φωτός και της σκιάς.
Αυτοί οι νέοι και οι φίλοι της δεκαετίας του ‘60, ξεκινήσανε πάνω στα Ανατολικά Τζουμέρκα, στη Νεράιδα Τρικάλων, να φυτέψουνε το φεγγάρι… Ξεσήκωναν τον κόσμο με αλησμόνητα γλέντια. Ο χορός των νέων μπορούσε να γίνει μεταδοτικός όσο το γέλιο.
Οι ηλικιωμένοι από την φασαρία της μουσικής, άνοιγαν τα τζάμια, για να μπει μέσα η ομορφιά της τελευταίας στιγμής, πριν κάνει την εμφάνιση στην Αρέντα, ο ήλιος.
Ακούγεται μακριά ένα τύμπανο, η αντήχηση του τυμπάνου συγχωνευόταν στον αέρα του σούρουπου με τον ήχο του κλαρίνου, του βιολιού, της κιθάρας, του ακορντεόν, σε ένα πανζουρλισμό, που έκανε όλους τους νέους της εποχής του ‘60, να βγάζουν τον κόσμο έξω και να τους τυλίξουν στο γλεντοκόπι σαν μια πύρινη μπάλα, τους ενσωμάτωνε στους ήχους τους, στο συναπάντημα των καλότυχων και των ξωτικών, και ο Σπύρος τραγουδούσε με όλη τη δύναμη της φωνής του, με τα «όπα» του, τα «άιντε», και «γεια σας ρε παιδιά», γιατί ο κόσμος όλος είχε συγκεντρωθεί σε ένα τόπο χαμένο ανάμεσα στις κορφές του Κριάκουρα και της Αρέντας, στα άγια χώματα της ορεινής πατρίδας, για να γιορτάσουν την γιορτή της Αγίας Παρασκευής.
Το εξώφυλλο του βιβλίου μεταφέρει τον αναγνώστη σε χώρους, που κανένας άλλος δεν βλέπει… Αν ο αναγνώστης του βιβλίου «Εν χορώ και οργάνοις (επί των ορέων ωραιότης)» δει με τα μάτια της ψυχής του, τότε ο χορευτής στο εξώφυλλο του βιβλίου, μοιάζει με άγγελο του Μποτιτσέλι… Το δέρμα του χορευτή λάμπει, το δέρμα του είναι τόσο λευκό. Ανυψώνεται και στροβιλίζεται ο χορευτής. Φτερουγίζει σαν πουλί. Λες και αιωρείται στον βαθυγάλαζο ουρανό.
Τα όντα και τα πράγματα, που φαίνονται να ανηφορίζουν στον αέρα, πάντα δείχνουν να έχουν την πιο μεγάλη ζωτικότητα.
Ο χορευτής-άγγελος χορεύει τον ουράνιο χορό. Εκτελεί μυριάδες στροφές και τούμπες. Κάνει βουτιές κάτω από τα πιο χαμηλά κλαδιά των πεύκων. Τινάγματα και κουλουριάσματα. Πηγαίνει πάνω και κάτω και μετά πάλι, μετά να ξανασηκώνεται τόσο σβέλτα, μερικές φορές περιστρεφόμενος στο ένα πόδι ή στο άλλο και μερικές στα δύο με λυγισμένα γόνατα κι έπειτα ίσια σε ένα ελικοειδή κυματισμό, κάμπια που ξεδιπλώνει τα φτερά της μέσα από τον υμένα, σαν τον καινούργιο φθόγγο, που αναδύεται μέσα από μια τυχαία περίφραση…
Σε ζαλίζει ο λαμπερός στρόβιλος του χορού.
Μοιάζει να ακούγεται ένας ουράνιος ήχος από κλαρίνο και βιολί. Μια μουσική τόσο όμορφη, που κανένας μουσικός, καμιά ορχήστρα ή ζυγιά δεν μπορεί να παίξει.
Με τις χορευτικές φιγούρες του, ο άγγελος-χορευτής χαράζει το φεγγαροφωτισμένο Αυγουστιάτικο ουρανό, σαν να κρατάει στα χέρια ένα μάτσο ασημένια σύρματα. Ο χορευτής-άγγελος, σαν περιστρεφόμενος πύρινος τροχός, δεν σταματάει ποτέ σε μια θέση, είναι εκεί την ίδια στιγμή που είναι εδώ, μετακινείται συνεχώς για να νιώθει πάντα ελεύθερος…
Ο λεπτός λαιμός του, κουνιέται σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής. Χορεύει στις μύτες των ποδιών και κάτω από την λευκή φουστανέλα οι γάμπες του, σαν δυο ψηλές φοινικιές σε κάποιο μακρινό νησί, κινούνταν αδιάκοπα. Η νωχέλεια και η ζωντάνια διαδέχονταν συνεχώς η μία την άλλη. Δισταγμός και αποφασιστικότητα εναλλάσσονταν κάθε στιγμή κι όσο χόρευε, το χαμόγελο δε χάθηκε ποτέ ούτε στιγμή από το πρόσωπό του. Όταν στροβιλίστηκε γύρω από τα ακροδάχτυλά του, το κορμί του είχε ήδη κάνει τη στροφή, η λάμψη όμως των λευκών δοντιών του είχε παραμείνει ορατή σαν μισοφέγγαρο…
Μαύρα μαλλιά και λευκά μαντίλια από καθαρό μετάξι, ανέμιζαν από τα χέρια του. Ένα άσπιλο λευκό στήθος κοντοστάθηκε για μια στιγμή μπρος στα μάτια μας, μια πεντακάθαρη πατούσα αποτραβήχτηκε μακριά του.
Χέρια που ανήκουν σε άγγελο. Ένα πανέμορφο λευκό χέρι φωτισμένο από ένα ουράνιο τόξο, πέρασε ξυστά από τα μάτια μας, σαν να προσπαθούσε να πιάσει κάτι. Μεστά άσπρα χέρια, διαποτισμένα με ένα ουράνιο άρωμα, άνοιγαν διάπλατα και πετούσαν ψηλά. Όμορφα χέρια, φτιαγμένα να αγγίζουν το φεγγάρι, την Πούλια και τον Κριάκουρα.
Οι απαλές γραμμές γοφών και πιετών της φουστανέλας, ολοκάθαρες, με φόντο το σκούρο μπλε του ουρανού, ακολουθούσαν σαν τουλούπες από σύννεφα.
Ένα ζευγάρι μάτια στυλώθηκαν πάνω στον βαθυγάλαζο ουρανό και ένα απλό τίναγμα ενός λευκού μετώπου, πάνω στο οποίο καθρεπτίζονταν τα αστέρια, η μορφή λες και χάθηκε μετά στα ουράνια…
Έμοιαζε ο χορευτής ότι δεν ανήκε σε αυτόν τον κόσμο. Μονάχα το ένα πόδι του πατούσε εδώ. Το άλλο ήταν σε εκείνο το λουλακί βασίλειο.
Μέσα από τον άγγελο-χορευτή φέγγει ένα φως, που δεν αφήνει να σχηματιστούν σκιές…
Τα φτερά του χορευτή είναι κατάλευκα.
Στον κόσμο δεν αρέσει το πέταγμα. Οι φτερούγες είναι επικίνδυνα όπλα. Προκαλούν την αυτοκαταστροφή, προτού χρησιμοποιηθούν. Χρειάζεται ο χορευτής να πει στον κόσμο ότι οι φτερούγες δεν είναι άλλο, από ένα εξάρτημα της χορευτικής φιγούρας. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούν…
«Εκείνος που ξέρει τον χορό ξέρει και τον Θεό» λέει ο Πέρσης ποιητής Ρούμι. Ο χορός είναι μια μορφή προσκυνήματος. Όταν οι δερβίσηδες βρίσκονταν σε έκταση, πίστευαν πως πετούσαν. Οι χοροί των στροβιλιζόμενων δερβίσηδων απομιμούνται τις κινήσεις του ήλιου, της σελήνης, των πλανητών και των αστέρων…
Απλή, ποιητική λυρική και συνάμα συγκλονιστική αφήγηση. Τρυφερές λέξεις, εικόνες ολοζώντανες. Λόγος λιτός, βαθύς, βαθύρριζος, αποκαλυπτικός και ωραίος. Το γράψιμό του Σπύρου Νεραϊδιώτη δίνει φτερά στην ψυχή. Χορεύει γράφοντας (ή μήπως γράφει χορεύοντας). Μικρά κείμενα, εμπειρικά, στοχαστικά. Μουσικά ακούσματα, ιστορίες παλιές και τα δύο κορυφαία γεγονότα της τοπικής κοινωνίας των Ανατολικών Τζουμέρκων: ο Γάμος και το Πανηγύρι, στις δεκαετίες του ‘60 και ‘70.
Λαμπρό, αυθεντικό, γρήγορο, εμπνευσμένο και παράξενα όμορφο βιβλίο.
Το «Εν χορδαίς και οργάνοις (επί των ορέων ωραιότης)» είναι ένα βιβλίο που θυμίζει κονσέρτο με μαζούρκες του Σοπέν… Ένα βιβλίο που μιλάει για την πολυσχιδή φύση της μουσικής, του δημοτικού τραγουδιού, του χορού και τα του γάμου δρώμενα.
Το βιβλίο ξεχειλίζει από χειροπιαστή ευδαιμονία, όχι μόνο σε σχέση με τη γλώσσα, ή με τη δύναμη που έχει η λογοτεχνία, η τέχνη, η μουσική και ο χορός γενικά να μεταμορφώνει τον κόσμο, αλλά επί πλέον σε σχέση με τη ζόρικη ανθρώπινη κατάσταση, την επιθυμία να είμαστε περισσότερο άνθρωποι την ίδια στιγμή.
Στόχος του Σπύρου Νεραϊδιώτη είναι να ξαφνιάσει τον αναγνώστη, να τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι αν μπει στον κόπο να ξύσει λίγο από κάτω, θα ανακαλύψει ότι η άχαρη ζωή του είναι γεμάτη από φαντασία, όνειρο, ποίηση, τραγούδι και χορό.
Ο Σπύρος Νεραϊδιώτης γεννήθηκε στην Άρτα το 1960. Κατάγεται από τη Νεράιδα, χωριό των Ανατολικών Τζουμέρκων. Μεγάλωσε και διαμένει στην Άρτα, όπου και εργάζεται στη ΔΕΗ.
Έχει ασχοληθεί με τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού και την διδασκαλία των δημοτικών χορών. Συνεργάστηκε με τη Λαϊκή Επιμόρφωση Νομού Άρτας και η παρουσία του εκεί κρίνεται εξαιρετικά πετυχημένη. Ιδιαίτερα ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα σε τοπικούς συλλόγους ανανεώνοντας αισθητά ένα μεγάλο αριθμό παραδοσιακών τραγουδιών και χορών. Έχει στο ενεργητικό του πάνω από 250 παραστάσεις εντός και εκτός Ελλάδας.
Έχει κάνει εμφανίσεις στην τηλεόραση της ΕΡΤ, σε ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια και έχει συνεργαστεί με το Ρ/Σ Άρτας ART fm. Την πορεία του Σπύρου Νεραϊδιώτη, στα μονοπάτια της μουσικοχορευτικής παράδοσης την έκανε ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ο πρωτοχορευτής των Τζουμέρκων» ο φωτογράφος- κινηματογραφιστής Βασίλης Γκανιάτσας.