Εκδόσεις Ψυχογιός, 2017
Σελ. 312
Yamaolacak! Θα το μπαλώσω! Αυτό έλεγε συνέχεια η Νόρα, όταν της συνέβαινε κάτι θλιβερό. Το μπάλωμα όταν γίνεται, δεν ξεγίνεται, τόνιζε.
Η Νόρα ήξερε να μπαλώνει. Το μπάλωμα είναι τέχνη. Όλη της τη ζωή μπάλωνε (επιδιόρθωση ενός πράγματος που χάλασε, αλλά δεν θέλεις να το αποχωριστείς). Κάθε μπάλωμα, είχε και ένα αντίτιμο. Και η Νόρα τα πληρώνει όλα. Δεν μπάλωνε τα ρούχα της, αλλά μπάλωνε τα θλιβερά της ζωής της. Βρίσκει κομμάτια από ωραία υφάσματα και τα μπαλώνει. Μπαλώνει κάθε ανάμνηση, κάθε εικόνα αγαπημένη, κάθε ήχο, κάθε μυρωδιά. Μπάλωσε όλα τα μπαλώματα της ζωής της, που ήταν τελικά δεκατρία: Το μπάλωμα του ρο και του θήτα, του αλατιού και της ζάχαρης, του φαντάσματος και της Πρωτοχρονιάς, του προξενιού και του προξενείου, του σπόρου και του θεριστή, του ομφάλιου λώρου και του φιλιού, του…
Δεκατρία μπαλώματα. Δεκατρία κεφάλαια σε αυτό το αριστουργηματικό βιβλίο της συμπατριώτισσάς μας Πηνελόπης Κουρτζή.
Το Νόρα δεν ήταν απλώς υποκοριστικό, ήταν ένα μπάλωμα -το πρώτο της μπάλωμα. Η Νόρα ήταν νόθα. Επίθετο δεν είχε. Η Νόρα, βαφτισμένη Ελεονώρα, νόθα κόρη του άρχοντα Μιχαήλου Χιωτέλλη, μαθαίνει την τέχνη του μπαλώματος, από μια μοδίστρα, στο σπίτι του πατέρα της, στην Τουρκοκρατούμενη Μυτιλήνη, γύρω στα μέσα του 1800.
Μικρή εφτά ετών, το 1867, ζούσε στο ισόγειο ενός μεγάλου πέτρινου πύργου, στη βίλα Γκιουζέλ, στη Μόρια. Μαζί της ήταν η μάνα της η Βενετούλα και η οικονόμος Μπελελένα Αμπατζή, που την αγαπούσε σαν δική της κόρη. Ο άρχοντας Μιχαήλος είχε σπιτωμένη την κόρη με τη μητέρα της στον πύργο. Κάθε Πέμπτη ήταν η ημέρα που την επισκεπτόταν στη βίλα ο πατέρας της και μια φορά τον μήνα ο πατέρας της την έπαιρνε με τη βάρκα στο σπίτι του, στην άλλη μεριά της πόλης, στην προκυμαία, για ένα βράδυ. Στο άλλο σπίτι, το κανονικό. Στο σπίτι που ζούσε ο δεκαεφτάχρονος αδελφός της ο Στρατής, από άλλη μάνα, την Άννα, που είχε πεθάνει. Ο Στρατής την περιφρονούσε, διότι η Νόρα ήταν η νόθα. Δεν την θεωρούσε αδελφή του, δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τη Νόρα. Δεν καταλάβαινε η Νόρα γιατί δεν ζούσε και αυτή στο κανονικό σπίτι, αλλά στην εξοχική βίλα. Δεν καταλάβαινε επίσης, γιατί ο πατέρας της δεν της επέτρεπε στο κανονικό σπίτι να τον αποκαλεί πατέρα, αλλά νονό. Δεν καταλάβαινε γιατί ο πατέρας της ποτέ δεν παντρεύτηκε την μητέρα της, τη Βενετούλα. Το «νόθα», που άκουγε πίσω από τις κλειστές πόρτες, στο κανονικό σπίτι, ήταν ρετσινιά, προσβολή, αμαρτία, πληγή, που σιγά σιγά άρχισε να την πονά και να γίνεται ανυπόφορη.
Στις 7 Μαρτίου 1867 γίνεται μεγάλος σεισμός στη Λέσβο, καταστρέφοντας το μεγαλύτερο τμήμα του νησιού. Η βάρκα που ερχόταν ο πατέρας της για να την δει, χάθηκε από τεράστια παλιρροϊκά κύματα, η μάνα της πέθανε από τα συντρίμμια του πύργου και η Νόρα σώθηκε από την Μπελελένα. Η Νόρα τώρα ήταν ένα ορφανό. Η Μελελένα είχε ευθύνη απέναντι στην κυρά της και στον Μιχαήλο. Έπρεπε να πάρει το μικρό κορίτσι και να φύγουν από τον κατεστραμμένο πύργο. Έτσι φθάνουν στο χωριό της Μπελελένα, την Ερεσό. Μόνο που η Νόρα για τρία χρόνια μένει μουγγή, από το σοκ του σεισμού. Το κανονικό σπίτι στην πόλη δεν καταστράφηκε και μετά τον σεισμό είχε ξαναβρεί τον ρυθμό του, με αφεντικό πλέον τον Στρατή Χιωτέλλη. Ο Στρατής πίστεψε ότι η νόθα και η μάνα της σκοτωθήκανε στον σεισμό, αφού δεν είχε κανένα νέο τους και ο πύργος είχε καταστραφεί.
Στα δεκατέσσερα η Νόρα δεν ένιωθε απόλυτα ευτυχισμένη δίπλα στη Μελελένα, δεν της έφτανε αυτό που ζούσε, ήθελε να μάθει, να γυρίσει πολλά μέρη, να γυρίσει στην Μυτιλήνη, να αποκτήσει ένα όνομα, να βρει μια οικογένεια, μια ταυτότητα, να καταλάβει και να συγχωρήσει. Ο σεισμός την άφησε όχι απλώς μισή, αλλά ορφανή, μια Νόρα μπαλωμένη χωρίς να ανήκει πουθενά παρά μόνο στην αγάπη της Μπελελένας. Δεν την ανησυχούσε ούτε το πένθος, ούτε ο φόβος, ούτε ο πόνος. Όχι πλέον αφού ήξερε να μπαλώνει…
Όταν η Μπελελένα παντρεύτηκε τον Θωμά τον δάσκαλο της Ερεσού, τότε αποφάσισε και η Νόρα να επιστρέψει στο σπίτι της στη Μυτιλήνη και να διεκδικήσει τη νόμιμη κληρονομιά της από τον αδελφό της τον Στρατή, που εν τω μεταξύ είχε παντρευτεί τη Λιόλια. Θέλει να πάρει αυτά που της ανήκουν. Και πρώτα από όλα το πραγματικό της όνομα. Νόρα Χιωτέλλη. Πρέπει να πάει, να βρει τον αδελφό της και να ζητήσει όσα της ανήκουν. Να μπει στον κύκλο της, να έχει την προίκα της, να καλοπαντρευτεί. Όμως ο αδελφός της δεν θέλει να τη βλέπει. Την μισεί αφάνταστα. Έχουν ήδη περάσει δέκα χρόνια. Ο Στρατής πιστεύει ότι η Νόρα είχε πεθάνει στον σεισμό.
Θα μπορέσει η Νόρα να πάρει νόμιμα αυτά που δικαιούται από τον πατέρα της; Θα αντέξει να είναι ανεπιθύμητη και αόρατη στο σπίτι του πατέρα της; Θα γίνει δεκτή η αίτησή της από τον Πατριάρχη και το Ισλαμικό Ιεροδικείο; Θα γίνει η Νόρα μια Χιωτέλλη; Θα καταστραφεί η ζωή του Στρατή από μια λέξη; Είναι αρρώστια να είσαι νόθος; Θα παντρευτεί η Νόρα με έρωτα; Τι ήταν το αερικό; Ποια ήταν η ανδροφάγα; Μπαλώνεται ο θάνατος του έρωτα; Πόσο μακριά πρέπει να φτάσουμε για να κατακτήσουμε την ευτυχία;
Ένα συγκινητικό βιβλίο για τον έρωτα, την αγάπη, την γέννηση, τον θάνατο, την μοίρα, την φήμη, την αμαρτία, την αδικία, τα νόθα παιδιά, τα ορφανά, τους στιγματισμένους, την αδελφική αγάπη, τις κακές λέξεις, την εκδίκηση, τον εγωισμό, την συγχώρεση, τις ρίζες, το όνομα, τον Άλλο, την ταυτότητα.
Ένα βιβλίο με κατά τόπους ποιητικές διαφυγές που ρίχνουν υποβλητικό φως στα δρώμενα καθώς και με μια περιγραφική ζωντάνια που προσφέρει σχεδόν σωματική υπόσταση στις μυθοποιημένες φιγούρες, η Πηνελόπη Κουρτζή μας δίνει ένα ιδιαίτερα ώριμο και στοχαστικό βιβλίο.
Διαβάστε το. Πρόκειται για Αριστούργημα.
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΥΡΤΖΗ γεννήθηκε στην Άρτα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιοτεχνολογία και εργάστηκε επί σειρά ετών στον ιδιωτικό τομέα. Σήμερα δραστηριοποιείται στον επιχειρηματικό χώρο και παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή, που αποτελεί και τη μεγάλη αγάπη της. Έχει ταξιδέψει αρκετά, μιλάει τέσσερις γλώσσες και ερασιτεχνικά ασχολείται με το αργεντίνικο τάνγκο. Είναι παντρεμένη και έχει έναν γιο. Έχει διακριθεί σε διαγωνισμούς ποίησης και έχει γράψει θεατρικά έργα. Άλλο έργο της είναι ΚΟΥΜΚΟΥΑΤ – ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΡΙΖΩΣΕ Η ΑΓΑΠΗ.
Τραχανάς Κώστας