Το «Δεκαήμερον» είναι το γνωστότερο και ταυτόχρονα το σημαντικότερο έργο του Ιταλού συγγραφέα και ποιητή Ιωάννη Βοκάκιου. Ο Βοκάκιος έγραψε το «Δεκαήμερον» στα μέσα του 14ου αιώνα στην Ιταλική πόλη Φλωρεντία.
Πρόκειται για εκατό ξεχωριστά διηγήματα τα οποία έχει «δέσει» αριστοτεχνικά, ο συγγραφέας, με ένα εκατοστό πρώτο. Ο κορμός του έργου, είναι η περιγραφή ενός δεκαημέρου μιας νεανικής παρέας δέκα ατόμων. Η παρέα αυτή, των επτά κοριτσιών και τριών αγοριών, ζει στην Φλωρεντία των μέσων του 14ου αιώνα, που μαστίζεται από την πανούκλα. Η Αιμιλία, η Ελίζα, η Λαουρέτα, η Νεηφίλη, η Παμπινέα, η Φιαμέτα, η Φιλομένη, ο Διονέος, ο Πάμφιλος και ο Φιλόστρατος αποφασίζουν να περάσουν λίγες μέρες στην εξοχή μακριά από την δυστυχία και τον πόνο που έχουν κατακλύσει εκείνο τον καιρό την Φλωρεντία.
Καθημερινά, ο κάθε ένας από αυτούς, αφηγείται και μοιράζεται με τους συντρόφους του μια ιστορία. Έτσι στο τέλος κάθε ημέρας έχουν ακουστεί δέκα ιστορίες. Με αυτό τον τρόπο με το πέρας του δεκαημέρου, στο τέλος του βιβλίου, ο Βοκάκιος μας έχει κάνει κοινωνούς εκατό διηγημάτων.
Σε αυτά τα εκατό διηγήματα, παρουσιάζεται με κωμικό τρόπο η ζωή στην Ιταλία, τον καιρό που γράφτηκε το «Δεκαήμερο». Καυτηριάζονται οι πρακτικές των αριστοκρατών, του κλήρου, των εμπόρων αλλά και των απλών πολιτών της εποχής.
Με εργαλείο τις πικάντικες, για την εποχή τους, ιστορίες, ο Βοκάκιος μας δείχνει πως πονηροί κυρίως άνθρωποι επιβάλουν την θέληση τους σε συνανθρώπους τους που είτε είναι λιγότερο πονηροί είτε δεν μπορούν να διανοηθούν ότι κάποιος με την κοινωνική θέση που έχει μπορεί να τους ξεγελάσει για ίδιο όφελος.
Το «Δεκαήμερον» από την πρώτη έως την τελευταία του σελίδα, είναι ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα, που σε ταξιδεύει σε μια εποχή μακρινή και διαφορετική. Σε μια εποχή που, όμως, μπορείς να συναντήσεις κάποια στοιχεία που έχουν επιβιώσει έως τις μέρες μας, παραλλαγμένα μεν άλλα στην βάση τους ίδια.
Το «Δεκαήμερον» έχει κυκλοφορήσει σε πολλές χώρες και γλώσσες. Στην ελληνική γλώσσα έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γράμματα, τις εκδόσεις ΔΑΡΕΜΑ και τις εκδόσεις Γνώση.
Από το οπισθόφυλλο μεταφέρουμε:
Το “Δεκαήμερο γράφηκε στη Φλωρεντία στα 1350-53. Αποτελείται από εκατό διηγήματα, χωρισμένα σε δέκα μέρη κι από ένα προοίμιο. Στο προοίμιο, ο συγγραφέας περιγράφει με μεγάλη δύναμη την πανώλη, που είχε πλήξει το 1348 την Ευρώπη. Την είχαν ονομάσει “Μαύρο Θάνατο” και είχε αφανίσει τη Φλωρεντία. Τα διηγήματα του “Δεκαήμερου” δεν είναι πάντοτε ερωτικά και ακόλαστα. Πολλά είναι τραγικά, ηρωικά, τρυφερά, παραδοξολόγα. Μέσα σε αυτά περιγράφεται, με τρόπο θαυμαστό, ρεαλιστικό και ευχάριστο, μια ολόκληρη εποχή αλλά και γενικά η ανθρώπινη ψυχή, με τα πάθη της, με τις κωμικότητές της και τις ασχήμιες της. Ποτέ δεν πέφτει στο χυδαίο ο Βοκάκιος. Πάντα διατηρεί χάρη και μέτρο, ακόμη και στην πιο ελευθεριάζουσα αφήγηση. Πραγματεύεται το θέμα του με μεγάλη τέχνη και διαλέγει τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες με τις οποίες απαρτίζει μια απαράμιλλη σύνθεση. Χάρη στο “Δεκαήμερο”, η νεαρή Ιταλική γλώσσα έκανε ένα μεγάλο βήμα. Για πρώτη φορά, ο Βοκάκιος εισήγαγε στον πεζό λόγο, τη μικρή και τεχνική περίοδο και ξεπέρασε την μέχρι τότε χαλαρή και διστάζουσα ιταλική φράση. Πολύ συχνά, και προπαντός στους διαλόγους του, αποβάλλει το στόμφο και τη ρητορεία και εκφράζεται με γοργότητα και δραματικότητα, χρησιμοποιώντας άφθονες παροιμίες, φράσεις και λέξεις από την καθημερινή ζωή. Στα διηγήματα του “Δεκαήμερου”, ο αναγνώστης αισθάνεται αμέσως ότι υπάρχει περισσότερη συζήτηση για λαγνεία και πόθο παρά για αγάπη. Κι όμως, η ψυχολογική οξύνοια, που ήταν το κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα στα πρώτα ποιήματα του Βοκάκιου, είναι ολοφάνερη σε κάθε σελίδα τους. Το γράψιμό του είναι καυστικό, σατιρικό, χωρίς συναισθηματισμούς στις παρατήρησεις του για τις ανθρώπινες αδυναμίες και με πλούσιο χιούμορ. Στα σχόλιά του για βασιλιάδες και ζητιάνους, για πόρνες, πριγκήπισσες, μεγάλους εμπόρους και καλόγηρους, ο χώρος που κινούνται τα πρόσωπα του “Δεκαήμερου” είναι τεράστιος. Δεν είναι μονάχα η Ιταλία του 14ου αιώνα.
Οι ιστορίες του αντλούνται κι από αλλού: από την αραβική ή την περσική λογοτεχνία, ποτισμένες με το πνεύμα του συγγραφέα τους και του κόσμου, που αυτός τόσο καλά ήξερε. Οι ιστορίες του δεν έχουν χρονολογική τοποθέτηση. Η φρεσκάδα και το μοντέρνο ύφος τους, είναι τα στοιχεία εκείνα που διασκεδάζουν κι ευχαριστούν τον αναγνώστη. Και παρά τα εξακόσια τόσα χρόνια που βαραίνουν τις ιστορίες του “Δεκαήμερου” τις νοιώθεις νά ‘ναι τόσο σύγχρονες και αιώνιες, σαν την ανθρώπινη ευγένεια και αγένεια που περιγράφουν.
Το “Δεκαήμερο” ήταν μια καμπή για τον Βοκάκιο κι από άλλη άποψη. Τελειώνοντας το γράψιμό του, ήταν ένας εντελώς αλλαγμένος άνθρωπος. Με την επίδραση του φίλου του Πετράρχη, απομακρύνθηκε από την καθομιλουμένη, από τον επίγειο κόσμο του “Δεκαήμερου”, στα λατινικά και στην ακαδημαϊκή και θρησκευτική ζωή. Και στο σημείο αυτό, εξήγησε με παραδείγματα αρκετά, αυτό που σήμερα θα το αποκαλούσαμε Αναγέννηση. Συνέταξε λεξικά και πληροφοριακές εγκυκλοπαίδειες και με τη βοήθειά του, η Ευρώπη ανακάλυψε και πάλι τον Όμηρο. Ο Πετράρχης ήταν το πνεύμα που καθοδηγούσε τον Βοκάκιο στη δεύτερη αυτή εποχή της ωριμότητάς του – όπως η Φιαμμέτα στην πρώτη, την μετεφηβική του. Ο Βοκάκιος πέθανε το 1375, ένα χρόνο μετά από τον Πετράρχη, όμως το “Δεκαήμερο” μόλις τότε ξεκίνησε να ζει. Και έχει παραμείνει δημοφιλέστατο σε πολλές γλώσσες και σε κάθε γενεά.