Η Φωτεινή είναι μόλις δώδεκα ετών και ήδη, εδώ και τέσσερα χρόνια, ζει μόνο με τον μπαμπά της, τον Γεράσιμο, και τον μεγαλύτερο αδερφό της, τον Βασίλη. Η μητέρα της, δυστυχώς, μετά από μια σοβαρή ασθένεια, έχασε την μάχη με τον θάνατο.
…
Πηγαίνω στην Πρώτη Γυμνασίου και ζω με τον μπαμπά μου και τον αδελφό μου, τον Βασίλη, σε μια γειτονιά της Αθήνας. Βέβαια, κοντά μας μένουν οι θείοι μου, η γιαγιά κι ο παππούς και πολλοί, πολλοί φίλοι μας. Εδώ γεννήθηκε η μαμά, εδώ έμενε κι ο μπαμπάς από μικρός, εδώ γεννήθηκε ο αδελφός μου κι εγώ. Γι’ αυτό έχουμε όλοι πολλούς φίλους γύρω μας.
Σε λίγες μέρες είναι τα γενέθλια της μαμάς. Αν ζούσε θα γινόταν τώρα σαράντα χρόνων. Δεν ξέρω πόσο καλά τη θυμάμαι. Δεν μπορώ να πω με απόλυτη σιγουριά αν τα μάτια της ήταν γαλάζια ή πράσινα, αν ήταν ψηλή ή κοντή -εμένα έτσι κι αλλιώς μου φαινόταν πολύ ψηλή γιατί τότε ήμουν μικρή- ή πόσο μακριά ήταν τα μαλλιά της. Θυμάμαι όμως ότι ήταν πορτοκαλί, ναι δε λέω ψέματα, η μαμά μου είχε πορτοκαλί μαλλιά. Θυμάμαι ακόμα μια μυρωδιά, ανακατεμένη λεβάντα και τριαντάφυλλο, να με χαλαρώνει λίγο πριν ανταλλάξουμε το τελευταίο φιλί της ημέρας.
…
Το χρώμα των μαλλιών και το άρωμα της λεβάντας με το τριαντάφυλλο είναι δύο από τις λιγοστές αναμνήσεις που έχει η μικρή μας φίλη από την μαμά της. Προσπαθώντας να ολοκληρώσει την ελλειπή μητρική μορφή και να γνωρίσει τον άνθρωπο που την έφερε στην ζωή, βάζει σε εφαρμογή ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο. Να γράψει ένα βιβλίο αφιερωμένο στην μητέρα της…
…
Μόνο που το βιβλίο αυτό δεν το γράφω μόνη μου. Άθελα τους, χωρίς να το ξέρουν δηλαδή, συμμετέχουν και πολλοί άλλοι ακόμα. Εγώ, όπως ήδη σας είπα, όταν πέθανε η μαμά ήμουν οκτώ χρόνων.
…
Έτσι λοιπόν, δε θυμάμαι πάρα πολλά από εκείνη, από τη ζωή μας, από τις συνήθειες της. Φυσικά θυμάμαι κάποια πράγματα, τα οποία επειδή δε θέλω να τα ξεχάσω, θέλω να τα γράψω. Οι άλλοι όμως θυμούνται πολλά. Και μου αρέσει να τους ακούω να διηγούνται ιστορίες. Όλα αυτά τα χρόνια λοιπόν μαζεύω ιστορίες, πολλές ιστορίες, που, αν τις ενώσεις όλες μαζί, φτιάχνεις μία, την ιστορία της μαμάς μου.
…
Αποσπάσματα αυτής της ιστορίας αποτελούν το ένα σκέλος του «Χωρίς τη μαμά μου», της Τζένης Θεοφανοπούλου. Ενός εφηβικού μυθιστορήματος, που τιμήθηκε από την Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και κυκλοφόρησε το Νοέμβρη του 2010 από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Το άλλο σκέλος του μυθιστορήματος αποτελεί το παρόν της κεντρικής του ηρωίδας. Ενός κοριτσιού που μόλις δρασκελίζει το κατώφλι της εφηβείας και προσπαθεί να κοιτάξει μπροστά ενώ το «βλέμμα» της τείνει συνεχώς προς το παρελθόν, στο οποίο υπήρχε και η μητέρα της.
Η αναζήτηση – συγγραφή αυτού του ιδιότυπου αναγνώσματος από την Φωτεινή αποτελεί ένα μέσο με το οποίο η ίδια ωριμάζει και βρίσκει τα εφόδια για το ταξίδι στο μέλλον. Ταυτόχρονα αποτελεί και ένα εφαλτήριο για τον αναγνώστη της ταλαντούχας Τζένης Θεοφανοπούλου, που ουκ ολίγες φορές οδηγείται ασυναίσθητα στις δικές του προσωπικές αναμνήσεις.
Το «Χωρίς τη μαμά μου» είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο συναισθήματα. Ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα που έχει πολλά να προσφέρει τόσο στους έφηβους όσο και στους ενήλικους αναγνώστες του. Το θέμα του θανάτου και της απώλειας είναι κυρίαρχο αλλά δεν είναι και το μοναδικό. Η συγγραφέας κινείται με δεξιοτεχνία στην καθημερινή ζωή των εφήβων και παρουσιάζει τόσο τα κακώς όσο και τα καλώς κείμενα.
Χρειάστηκε κάποιες φορές να σταματήσω το διάβασμα για να χρησιμοποιήσω χαρτομάντιλο στα μάτια μου. Τα θερμά μου συγχαρητήρια στην συγγραφέα. Όχι γιατί είμαι μαζοχιστής και μου αρέσει να κλαίω, αλλά γιατί μου φανέρωσε μια αλήθεια που εύχομαι να αργήσω πολύ να την συναντήσω. Αυτός άλλωστε, πιστεύω, είναι και ο υψηλότερος σκοπός της λογοτεχνίας. Να μεταφέρει στον αναγνώστη αλήθειες – εμπειρίες μέσα από την ανάγνωση ενός μύθου. Διαβάστε το!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Γεια σας. Με λένε Φωτεινή Αντύπα και είμαι δώδεκα χρόνων και κάτι μηνών. Πηγαίνω στην Πρώτη Γυμνασίου και ζω με τον μπαμπά μου και τον αδελφό μου, τον Βασίλη, σε μια γειτονιά της Αθήνας.
Σε λίγες μέρες είναι τα γενέθλια της μαμάς. Αν ζούσε, θα γινόταν τώρα σαράντα χρόνων. Δεν ξέρω πόσο καλά τη θυμάμαι. Δεν μπορώ να πω με απόλυτη σιγουριά αν τα μάτια της ήταν γαλάζια ή πράσινα, αν ήταν ψηλή ή κοντή -εμένα έτσι κι αλλιώς μου φαινόταν πολύ ψηλή γιατί τότε ήμουν μικρή- ή πόσο μακριά ήταν τα μαλλιά της. Θυμάμαι όμως ότι ήταν πορτοκαλιά, ναι, δε λέω ψέματα, η μαμά μου είχε πορτοκαλιά μαλλιά. Θυμάμαι ακόμα μια μυρωδιά, ανακατεμένη λεβάντα και τριαντάφυλλο, να με χαλαρώνει λίγο προτού ανταλλάξουμε το τελευταίο φιλί της ημέρας. Ο μπαμπάς λέει πως ήταν το άρωμά της -έχει φυλάξει το τελευταίο μπουκαλάκι- αλλά μπα, δεν είναι ακριβώς η ίδια μυρωδιά.
Στο σπίτι, όμως, έχουμε πολλές φωτογραφίες. Τη μαμά κοριτσάκι, τη μαμά κοπέλα στο λύκειο, τη μαμά νύφη, τη μαμά έγκυο, πρώτα στον Βασίλη κι αργότερα σ’ εμένα. Σίγουρα, ήταν πολύ όμορφη γυναίκα η μαμά μου. Έχω φτιάξει ένα άλμπουμ καταδικό μου και το έχω στο δωμάτιό μου. Έτσι κρατώ μέσα στο μυαλό μου την πιο όμορφη εικόνα της.