Εκδόσεις Άπειρος Χώρα, 2016
Σελ. 282
Μπαλκόνι στον κόσμο συνιστά αυτό το βιβλίο. Δημιουργική καταφυγή σε εποχές κρίσης και παρακμής σαν την σημερινή. Ένα ταξίδι στον μαγικό κόσμο των θρύλων, των παραμυθιών, των δημοτικών τραγουδιών, της δημοτικής ποίησης και των παραλογών, έναν κόσμο που είναι ακόμα ζωντανός ο απόηχος αιώνων προφορικής παράδοσης.
Ποιος είπε ότι οι ενήλικες δεν έχουν ανάγκη τους μύθους, τα παραμύθια, τις παλιές ιστορίες, τις παραλογές και τα παραμύθια; Ο άνθρωπος φαίνεται πως είναι το μοναδικό έμβιο πλάσμα πάνω στον πλανήτη που έχει τη διαχρονική ανάγκη να ακούει, να επινοεί και να διηγείται ιστορίες. Η ακρόαση και η αφήγηση ιστοριών και μύθων αποτελούν την απαραίτητη προπαίδεια για τη σύναψη των κοινωνικών σχέσεων. Οι άνθρωποι ζούσαν μόνοι και έρημοι, μέχρι που ανακαλύψανε τα παραμύθια, τους μύθους και τα όνειρα. Η δημοτική ποίηση, η αφήγηση ιστοριών και μύθων είναι η βασική τέχνη ψυχαγωγίας του ανθρώπου από πάντα. Πριν ακόμα και από τον χορό στα ξέφωτα της ζούγκλας ή τη μουσική των πρωτόγονων τυμπάνων. Πρωταρχικό καθήκον των ιστοριών, των παραμυθιών, των μύθων και των παραλογών δεν είναι να μορφώνει και να διδάσκει, αλλά να διασκεδάζει. Ιστορίες και μύθους θέλουν να ακούν οι άνθρωποι και τώρα, όπως και πάντοτε, ιστορίες που να λέγονται και να γράφονται με τέτοιον τρόπο ώστε να μοιάζουν αληθινές. Η φαντασία πρέπει να «ανακαλύπτει» την πραγματικότητα. Αλλά αυτή η επινοημένη πραγματικότητα θα δίνεται τόσο πειστικά ώστε να κινητοποιεί τη φαντασία του ακροατή ή του αναγνώστη. Τα παραμύθια, οι θρύλοι και τα όνειρα δεν ξεθωριάζουν, ούτε χάνονται…
Κάποιος είπε ότι «αν θέλεις να φτάσεις στην πατρίδα σου, πρέπει να πας και να μιλήσεις με τους νεκρούς». Οι νεκροί είναι ακριβώς η γλώσσα του παραμυθιού και του μύθου, γεμάτη ρυθμό και τραγούδι. Αυτό που κάνουν οι μύθοι, οι παραλογές και τα παραμύθια είναι να μας συνδέουν με τη συλλογική μνήμη σε μια εποχή εντελώς αντιποιητική, όπου τα όνειρα και η φαντασία αποτελούν πολυτέλεια…
Σήμερα που έχουμε κρίση, κρίση πνευματικής έλλειψης, που ξεχάσαμε τις ρίζες μας, τους γονείς, τους προγόνους, τη γλώσσα μας, που έχουν όλα ισοπεδωθεί οι συγγραφείς της συλλογής «Χειμωνιάτικες βραδιές στο τζάκι» παίρνουν συναισθήματα, εικόνες, μύθους, θρύλους, χρώματα, μουσική, όνειρα, φόβους, υπαρξιακές αγωνίες, άγγελους, μάγισσες, δράκους, ξωτικά, φαντάσματα, νεραϊδοπαρμένες και νεκρούς που ανασταίνονται, παλιές ιστορίες που στοιχειώνουν το μυαλό των ανθρώπων, ιστορίες με υπερβολές και ψέματα, με θρύλους και δοξασίες, με στοιχεία αλλόκοτα και υπερφυσικά, πολιτισμικές αξίες, φαντασιακά στοιχεία, κόσμους παράξενους και παράλογους και τα μεταβάλλουν σε ιστορίες, μύθους, δημοτικά τραγούδια, δημοτική ποίηση, παράδοση και παραλογές. Αλλά περισσότερο από όλα μέσω των ιστοριών, του δημοτικού τραγουδιού, του μύθου και της παραλογής, καταθέτουν τη φιλοσοφία της ζωής και του θανάτου.
Παράδοση δεν είναι για τους συγγραφείς της συλλογής μια κούφια λέξη, μια στείρα παρελθοντολογία για ξεπερασμένες μορφές ζωής. Δεν αναζητούν προγονικά λείψανα σε άδειους τάφους. Παράδοση για αυτούς είναι η αγέραστη ρίζα της φυλής, που κράτησε αγέρωχο τον κορμό της εθνικής συνείδησης, σε καιρούς σκληρής δοκιμασίας. Παράδοση είναι η πραγματική φωνή του λαού που επιβίωσε στο μάκρος του χρόνου κι έφτασε ως εμάς. Είναι το σύνολο της λαϊκής δημιουργίας που ονομάζουμε λαϊκό πολιτισμό. Ο Κόντογλου έλεγε πως «Οι παλιοί θαλασσινοί, για να βρίσκουν στα ψαχτά το δρόμο τους, ακολουθούσαν τ’ άστρο της τραμουντάνας και οι λαοί για να ξέρουν που πηγαίνουν έχουν τις παραδόσεις». Ο λαός που έχασε την παράδοση του μοιάζει με τον άνθρωπο που έχασε τη μνήμη του. Παράδοση είναι τα έθιμά μας, οι μύθοι μας, τα παραμύθια μας, τα δημοτικά μας τραγούδια, η δημοτική ποίηση, οι παραλογές, οι λαϊκοί χοροί, τα γνωμικά, οι παροιμίες, τα πανηγύρια, τα μοιρολόγια, οι ιστορίες κοντά στο τζάκι τις χειμωνιάτικες βραδιές.
Στα παλιότερα χρόνια της δεκαετίας του ‘50 και ‘60, κυρίως στα Ηπειρώτικα χωριά, όταν νύχτωνε η οικογένεια μαζευόταν δίπλα από το τζάκι. Βάζανε κούτσουρα στη φωτιά κι ο καθένας έπαιρνε τη θέση του στο τζάκι. Έξω σκοτάδι-πίσσα. Εκεί τρώγανε, εκεί ψυχαγωγούνταν. Τηλεόραση και ραδιόφωνο δεν υπήρχαν. Υπήρχε όμως η κουβέντα, ο διάλογος, το τραγούδι, η ζεστασιά και το δέσιμο της οικογένειας, η αμεσότητα, η στοργή. Με λεπτότητα, διακριτικότητα και καθαρή ματιά αποτυπώνεται ο μικρόκοσμος των ταπεινών και καταφρονεμένων παλιότερων δεκαετιών. Πώς να περνούσαν οι ατέλειωτες ώρες τις χειμωνιάτικες νύχτες;
Οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι γονείς διηγούνταν στα παιδιά παλιές ιστορίες, παραμύθια, θρύλους, παραλογές, θύμησες, από πολέμους, αναμνήσεις από τα ταξίδια, εμπειρίες από τη ζωή και παράξενα γεγονότα. Όταν τελείωναν οι διηγήσεις, σειρά έπαιρναν τα δημοτικά τραγούδια, τα δημοτικά ποιήματα, τα αινίγματα, οι σπαζοκεφαλιές, τα ανέκδοτα, οι ερωτήσεις γνώσεων ιστορίας και γεωγραφίας, οι απλές αριθμητικές πράξεις, οι παροιμίες, οι γλωσσοδέτες κ.α., που διακρίνονταν από τη σκωπτική διάθεση, κωμικοτραγικές καταστάσεις και που καταλήγαν συχνά σε ένα καγχαστικό χιούμορ και γέλιο. Σαν κιτρινισμένες λήψεις Polaroid, τα αφηγηματικά στιγμιότυπα που απαρτίζουν τη συλλογή «Χειμωνιάτικες βραδιές στο τζάκι» είναι μια νοσταλγική επιστροφή στο παρελθόν.
Κοντά στο τζάκι εκεί ανάμεσα από τις φλόγες, που βγάζανε οι βελανιδιές, οι ελιές, τα πουρνάρια, ο κέδρος, οι πορτοκαλιές και το μικρό φως του λυχναριού, τα παιδιά διαβάζανε και γράφανε. Όταν τελείωναν τα μαθήματά τους ακούγανε από τους μεγάλους ιστορίες με ξωτικά, καλικάντζαρους, νεράιδες, δαίμονες και φαντάσματα.
Το τζάκι ζέσταινε την οικογένεια, μαγειρευόταν το φαγητό, ψηνόταν το ψωμί, οι πίτες, οι κουλούρες, τα καλαμπόκια, τα κάστανα, τα κυδώνια, οι πατάτες, τα γκόρτσια, οι πυρομάδες κ.α. Εκεί στο χόβολη φτιάχνανε το καφεδάκι τους. Οι γυναίκες επίσης ασχολούνταν με το γνέσιμο και το πλέξιμο.
Ωδίνες μακρόσυρτες, μελωδικές, ξεγεννούν λέξεις παλιές, γιαγιαδίστικες, ρέουν όπως το γάργαρο νεράκι από τις πηγές των ψηλών βουνών και κυλούν με τρυφεράδα, σαν νανούρισμα, ανασταίνοντας παραμύθια, μύθους, ιστορίες και παραλογές με νεκρούς, νεράιδες και ξωτικά, αερικά και φαντάσματα, τελώνια και λαϊκές φαντασίες, που μας στοιχειώνουν. Λίγες λέξεις, κόσμοι ολόκληροι. Μια αδιάκοπη μάχη ενάντια στη μοναξιά.
Η κοφτή γραφή και ουσιαστική, χωρίς φιοριτούρες αφήγηση δίνουν σε αυτά τα μικρά κείμενα τη λάμψη ενός διαμαντιού, κείμενα που αποτελούν και ταυτόχρονα ημερολογιακές αποτιμήσεις περασμένων Ηπειρώτικων δεκαετιών. Μια υπνωτική γραφή που μένει αλησμόνητη. Δυνατή περιγραφή. Αυτές οι αληθινές ιστορίες αφήνουν τα σκούρα γυαλιά, βάζουν χρωματιστά και μας δίνουν ένα διαχρονικό ανθρώπινο και κοινωνικό μάθημα.
Ένα οδοιπορικό μνήμης χρήσιμο για τη διάσωση του λαϊκού πολιτισμού, της εθνικής μας μνήμης και της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας.
Τα κείμενα της Συλλογής «Χειμωνιάτικες βραδιές στο τζάκι» γράψανε οι: Σ.Βασιλείου, Α.Ευθυμίου, Α.Ππακωνσταντίνου-Τσιλίφη, Μ.Ντάσιου, Μ.Μήτσης, Γ.Τσώλης, Ν.Παπακωσταντακόπουλος, Μ.Μαγκλάρας και Σ.Βασιλείου.