Σύμη, 1978
Ο καπετάν Νικόλας, πρώην τρίτος μηχανικός και πατέρας δύο παιδιών βγάζει τα προς το ζην της οικογένειας του με το καΐκι του. Στην αρχή ως ψαράς και κατόπιν -όταν οι ψαριές έγιναν φτωχές- ως μανάβης που γυρνούσε στα Δωδεκάνησα με τον πλωτό πάγκο του γεμάτο γεννήματα της γης. Παράπονο δεν είχε και όλα κυλούσαν πρίμα, μέχρι που ο γιος του, ο Μανολάκης, αρρώστησε. Η διαμεταγωγή με ελικόπτερο στη Ρόδο και τα νοσήλια κόστισαν μια μικρή περιουσία. Κόστισαν το καΐκι… και το παιδί δεν σώθηκε…
Τότε -όντας επί ξύλου κρεμάμενοι- πάρθηκε η απόφαση για μετεγκατάσταση στην Αθήνα. Για ένα καλύτερο αύριο, τόσο για εκείνους, όσο και για την μονάκριβη πια κορούλα τους, την Αστραδενή. Και το νησί;
…
Πόσο είμαστε απ’ την Τουρκία; Δύο τσιγαριές δρόμο, που λένε. Με καΐκι. Πάντα τα βρίσκαμε με τους Τούρκους ψαράδες. Το νησί μας, εξόν από πρόβατα και κατσίκια, άλλα ζωντανά δεν έχει. Τα γουρούνια δεν πιάνονται. Κάθε σπίτι τρέφει ένα για τα Χριστούγεννα. Το βράδυ, λοιπόν, τα τσιγκέλια στα Χασάπικα είναι άδεια. Το πρωί είναι τίγκα στα μοσχάρια. Που βρεθήκανε μέσα σε μια νύχτα τόσα μοσχάρια;… Απ’ την Τουρκία. Κι ο καφές και τα λιβάνια. Εμείς κάνουμε τράμπα σαπούνια σκόνες. Το νησί μας αγοράζει τα πιο πολλά κουτιά ROL και TIDE απ’ όλη την Ελλάδα. Τόσο πολύ, δηλαδή, που ήρθε ένας κύριος από το ROL να δει τι το κάνουμε τόσο σαπούνι. Τι θα του λέγαμε, «το κάνουμε τράμπα με τους Τούρκους;…»
…
Το νησί… ο τόπος τους… δύσκολο να τον αφήσεις, αλλά και χωρίς το καΐκι, τι δουλειά θα έβρισκε ο Νικόλας στον αγαπημένο τόπο; Ανάγκα και οι θεοί πείθονται… μέσα Μάρτη ήταν όταν επιβιβάστηκαν στο πλοίο που θα τους έφερνε στην πρωτεύουσα, στην νέα τους ζωή.
Η Αστραδενή αντιμετωπίζει την μετακόμιση σαν περιπέτεια, σαν κάτι θετικό, παρ’ όλο που όλοι γύρω της είναι κατηφείς και προβληματισμένοι. Έτσι άλλος με χαμόγελο και άλλος με δάκρυ, ο Νικόλας, η γυναίκα του η Κατερίνα και η μικρή Αστραδενή βρέθηκαν από το πατρικό στην όμορφη και ακριτική Σύμη, σε ένα διαμέρισμα στην πυκνοκατοικημένη Κυψέλη.
Ένας κουμπάρος του ζευγαριού θα φρόντιζε να βρει δουλειά ο πατέρας. Η πρόταση του όμως, ήταν να μπει ο Νικόλας σε μια σπείρα κλεφτών. Στην σπείρα που ανήκε και ο κουμπάρος. Που να το ‘ξεραν, ότι οι υποσχέσεις του κουμπάρου θα ήταν παράνομες και κατ’ ουσίαν ανύπαρκτες, αφού ένας τίμιος άνθρωπος σε όποια ανάγκη και να βρεθεί δεν σκέφτεται να διαβεί τον Ρουβίκωνα των αρχών του.
Τι θα γίνει στη συνέχεια; Αυτό καθώς και πως ακριβώς έφτασαν τα πράγματα ως εδώ, θα σας τα πει η ίδια η Αστραδενή. Ηρωίδα και αφηγήτρια στο καταπληκτικό μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου με τον ομώνυμο τίτλο, που κυκλοφόρησε το 1982 από τις εκδόσεις Κέδρος.
Ακόμα θα σας πει πως η αστυφιλία -που στην περίπτωση τους έγινε εξ ανάγκης- δεν είναι μία όμορφη περιπέτεια όπως την φανταζόταν στην αρχή, αλλά ένας σκληρός αγώνας για επιβίωση. Ένας αγώνας που εκτός των άλλων είναι ιδιαιτέρως ψυχοφθόρος μιας και αναγκάζεσαι να τον δώσεις μακριά από τον τόπο σου.
…
Αλλιώς τη φανταζόμουνα την Αθήνα. Όχι ότι δεν έχει τα μεγάλα μαγαζιά και τους κινηματογράφους… Όχι, αυτά τα έχει. Όμως, νόμιζα ότι θα ήταν πιο… (πως να το πω;…) πιο ξέγνοιαστα, ας πούμε… Να, εδώ στην Αθήνα, σε πιάνει λίγο η ψυχή σου. Δεν έχεις κανέναν να μιλήσεις. Όλοι έχουν τις δουλειές τους. Πολλές δουλειές πρέπει να ‘χουνε… Κι απ’ την άλλη, ο πατέρας δεν μπορεί να βρει δουλειά… Δε λέω, και το σούπερ μάρκε έχει απ’ όλα τα καλά… αλλά εμείς δεν μπορούμε να τ’ αγοράσουμε. Κάνουμε, βέβαια, και οικονομία μεγάλη, γιατί τα λεφτά μας είναι λίγα. Ίσως… όταν βρει δουλειά ο πατέρας, να μπορούμε να πάρουμε κι εμείς ό,τι θέλουμε. Αλλά κι η Μαρία, που με παίρνει καμιά φορά μαζί της στα ψώνια, όλο μουρμουράει… «Όλα ακριβαίνουνε, λέει, αλλά η σύνταξη μένει η ίδια…» Και δεν έχω και παιδιά να παίξω…
…
Αυτή η μεγαλειώδης κίνηση ανθρώπων από τα χωριά στα αστικά κέντρα, που έλαβε χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες, μπαίνει κάτω από το μικροσκόπιο στης ταλαντούχας συγγραφέως. Μέσα από την παιδική ματιά της αφηγήτριας της, μας δείχνει πράγματα ιδιαιτέρως σοβαρά με το χιούμορ να τονίζει την τραγικότητα πολλών καταστάσεων. Τραγικότητα που πηγάζει όχι μόνο από τις ζωές των ανθρώπων που επηρεάστηκαν άμεσα, αλλά και από το γεγονός ότι τότε ήταν που η Ελλάδα μετατρεπόταν σιγά σιγά από ένα έθνος που παρήγαγε σε ένα έθνος που κατανάλωνε. Το αποτέλεσμα; Ορατό στις μέρες μας.
Το «Αστραδενή» είναι ένα λογοτεχνικό μπουκέτο 249 σελίδων που ψυχαγωγεί και ταυτόχρονα καυτηριάζει το παρελθόν που έγινε αφορμή να είναι μελανό το παρόν. Απολαυστικό από την πρώτη κιόλας παράγραφο, θα γίνει σίγουρα ένα ακόμα μέλος στην λίστα με τα πιο αγαπημένα σας βιβλία. Αναζητήστε το και βυθιστείτε στην μαγεία της καλής, της πολύ καλής, λογοτεχνίας. Καλή ανάγνωση!
[grbk https://www.greekbooks.gr/papantoniu-zaharias.person?filters=TotalSales&pageNo=1%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Σκεφτόμουνα πάλι ότι μετά από εκατό, διακόσια χρόνια, μπορεί κι εγώ να ήμουνα κούκλα στο μουσείο… Θα μπορούσα να φοράω την ποδιά μου ή τη ζακέτα μου την κίτρινη με τα παπάκια, να ‘χω τις κοτσίδες μου και να περνάει ο κόσμος να με βλέπει και να λέει:
«Τι όμορφα που ήταν τότε τα κορίτσια!…»
Εγώ θα τους ακούω -αλλά τα μάτια μου θα κοιτάνε μπροστά ακίνητα- και τα βράδια θα περπατάω κι εγώ μαζί με τις άλλες κούκλες στις αυλές και στα χαγιάτια και θα βλέπουμε από ψηλά το Γιαλό.
Τι θα βλέπουμε άραγε τότε… μετά από εκατό, διακόσια χρόνια;…