Η Βάσω είναι μία από τις, όχι πολλές ομολογουμένως, γυναίκες που ασκούν ως βιοποριστικό επάγγελμα αυτό της οδηγού ταξί. Μια κατά το κοινώς λεγόμενο ταξιτζού, λοιπόν, αλλά λιγάκι διαφορετική από τους υπόλοιπους -αρσενικούς ή θηλυκούς- συναδέλφους της…
…
Η Βάσω έκλεισε γρήγορα το ταξίμετρο και εναγωνίως ανέμενε το πρώτο φανάρι που θα την ακινητοποιούσε. Έπιασε τη χαρτοπετσέτα και με μια εντυπωσιακή σε ταχύτητα κίνηση έφτιαξε το πρώτο της καράβι για σήμερα, με το όνομα «Λαχτάρα». Το σκαρί, αφημένο λεύτερο στη μισοξυσμένη μολυβένια μύτη, φτιαχνόταν σανίδα σανίδα, κι ύστερα, λίγο πριν το φανάρι ανάψει πράσινο, στήθηκε έμπειρα το καλογυαλισμένο ευθύ ιστίο. Εκείνο που σε ταξιδεύει.
…
Από την φύση της ονειροπόλα, ήταν ο αντίποδας της εικοσιτετράχρονης κόρης της, της Λένας, η οποία οργάνωνε ακόμα και την τελευταία λεπτομέρεια στο καθημερινό της πρόγραμμα, το οποίο σημειωτέων ακολουθούσε με θρησκευτική ευλάβεια. Στρατώνας εν μέσω γενικής επιθεώρησης το σπίτι της Λένας, παιδότοπος μετά από γιγαντιαίο πάρτι το σπίτι της Βάσως. Στις υποχρεώσεις της βέβαια η Βάσω ήταν τυπική… μόνο αυτά τα ασήμαντα που δίνουν σε μια γυναίκα τον τίτλο της «Δακτυλοδεικτούμενης Νοικοκυράς» δεν προλάβαινε να τακτοποιήσει… και δικαίως, αφού όλη μέρα έτρεχε σαν τον Βέγγο, στις ανεπανάληπτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Σε ένα άλλο αντίποδα βρισκόταν η φίλη της, η Σόφη. Ελεύθερη, ανεξάρτητη, χωρίς υποχρεώσεις αφιέρωνε τον χρόνο της στα «θέλω» σε αντίθεση με την Βάσω, που τον αφιέρωνε στα «πρέπει». Οι επισκέψεις στην Σόφη -αυτά τα μικρά ευωδιαστά διαλείμματα για καφεδάκι- και τα σχέδια που σκάρωνε κατά την διάρκεια της βάρδιας της στο ταξί -σχέδια από καραβάκια που είχε εμπνευστεί από τον πελάτη που μόλις είχε αποβιβαστεί- ήταν τα μόνα πράγματα που ευχαριστιόταν, που της έδιναν δύναμη να συνεχίσει και δεν της επιβάλλονταν από κάποιον άλλο ή από τον ίδιο της τον εαυτό και τα αισθήματα ευθύνης που ένιωθε.
Πενήντα ετών είχε φτάσει η Βάσω και παρόλο που είχε αφιερώσει την ζωή της στις επιθυμίες της οικογένειας, εκείνοι δεν είχαν καταλάβει πολλά πράγματα για εκείνη και την μέχρι τώρα ζωή της…
…
Τι θέλεις να κάνω τελικά; Να πετάω μόνιμα στα σύννεφα και ν’ ανήκω σε άλλη πραγματικότητα; Να χαζεύω τ’ αστέρια, όπως εσύ, και να φαντάζομαι δικά μου πράγματα, ή να προχωρήσω; Δε βλέπεις, βρε μάνα; Αφού η ζωή τρέχει, έχει απαιτήσεις. Πρέπει να πηγαίνεις μπροστά με συγκεκριμένους στόχους. Θες, να έχω τη δική σου εξέλιξη; Άλλωστε, με τα μυαλά που κουβαλάς, τι κατάφερες μέχρι τώρα εσύ; Να οδηγείς ένα ταξί; Ή να υπηρετείς πιστά την οικογένεια;
…
…ένα από αυτά που δεν αντιλαμβανόταν -ή δεν ήθελε να αντιληφθεί- η Λένα ήταν ότι τα δικά της, καθώς και αυτά του πατέρα της, «δικαιώματα» στηρίζονταν στις «υποχρεώσεις» της μητέρας της αφαιρώντας έτσι από την Βάσω το δικαίωμα να έχει και εκείνη «δικαιώματα»… και μετά την έλεγαν και ονειροπαρμένη, επειδή τολμούσε να ονειρεύεται την ίδια στιγμή που το σώμα και οι πράξεις της υπηρετούσαν την λογική και τους γύρω της.
Κι εκεί που οι ρόλοι των ηρώων στην ιστορία είναι διακριτοί, άρχισαν τα πράγματα να περιπλέκονται. Να αποκτούν μια διαφορετική από την αναμενόμενη τροπή. Τα χαρτιά ξαναμοιράστηκαν από τον καλύτερο γκρουπιέρη, την Τύχη, στο μεγάλο καζίνο, της Ζωής.
Όλα τα προηγούμενα, και πολλά πολλά περισσότερα, συμβαίνουν σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 2007 από τις εκδόσεις Λιβάνη. Φέρει τον τίτλο «Άσπρα καράβια τα όνειρα μου», και με αυτό η συγγραφέας του, Σμαρώ Δεσύπρη, έκανε την παρθενική της εμφάνιση στον χώρο του εγχώριου μυθιστορήματος.
Με διάφορες αφορμές, παράλληλα με τις κούρσες του ταξί στους πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας και το καφεδάκι στην Σόφη, η Βάσω ταξιδεύει σε άλλες νοητές διαδρομές και μαζί με εκείνη και ο αναγνώστης. Έτσι μέσα από κλεφτές ματιές στην ζωή της αλλά και στις ζωές των υπολοίπων προσώπων που συναντάμε στις σελίδες, η συγγραφέας μας παρουσιάζει όσα η ματιά της έπιασε στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και θέλει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να σχολιάσει και να καυτηριάσει.
Ολοζώντανοι καθημερινοί άνθρωποι οι ήρωες της συγγραφέως, που μαζί με την εξαίσια πλοκή του μυθιστορήματος αποτελούν ένα σύνολο που αξίζει κάποιος να του αφιερώσει τον ελεύθερο χρόνο του. Το «βίωσα» σε πολλαπλά επίπεδα και δεν ήταν λίγες οι φορές που έγινα έξαλλος με τη Σμαρώ Δεσύπρη. Οι πράξεις κάποιων ηρώων της με έβγαζαν από τα ρούχα μου ενώ προς το τέλος του βιβλίου η Βάσω, η κεντρική της ηρωίδα, με έκανε να της αποδώσω βαρείς χαρακτηρισμούς… μα είναι δυνατόν να συνεχίσει έτσι την ζωή της! Αίσχος! 🙂
Το γεγονός ότι παθιάζεσαι και ταυτίζεσαι με τους χαρακτήρες του «Άσπρα καράβια τα όνειρα μου» είναι ενδεικτικό του πόσο αξιόλογο μυθιστόρημα είναι. Διαβάστε το και είμαι σίγουρος ότι μετά την ανάγνωση του θα βλέπετε με άλλο μάτι την προσφιλή τάξη των ταξιτζίδων… που ξέρετε, μπορεί κάποια μέρα να σας πάρει κούρσα η Βάσω… στην ζωή, όπως και στα βιβλία, όλα είναι πιθανά. Ακόμα και τα πιο απίθανα! Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Η Βάσω επιλέγει μόνιμα τη σιωπή. Ως εργαζόμενη νοικοκυρά, βουλιάζει στην καθημερινότητά της, από ρόλους που «άλλοι» την υποχρέωσαν να αναλάβει.
Σιωπά κι όταν την πληγώνουν, ακόμα και τότε που της φέρονται απαξιωτικά.
Μόνη της διέξοδος οι κρυμμένες ζωγραφιές της, και είναι αυτές που την ταξιδεύουν στο χρόνο, στον εαυτό της και τελικά στον έρωτα. Ίσως γιατί βρέθηκε εκείνος στο δρόμο της.
«Το ταξίδι τους σε τρικυμία με φουσκωμένα από έρωτα ιστία, σώματα που χτυπιόντουσαν πάνω σε κύματα θεόρατα, κύματα λευκά αλφαδιασμένα στο πάθος».