Έχοντας το καλοκαίρι ante portas, λέω να σας πάρω μαζί μου σε ένα ταξιδάκι, προς το νοτιά… προς την λεβεντογέννα Κρήτη! Όχι όμως σε αυτήν που αντικρίζουν οι χιλιάδες των τουριστών που την κατακλύζουν κάθε χρόνο ανελλιπώς. Εμείς θα ξεκινήσουμε την περιοδεία μας από μια άλλη Κρήτη… από την Κρήτη της Αντωνίας Μποτονάκη. Από ένα μικρό χωριουδάκι των Χανίων, τα Σκοτιδιανά… να εκεί… στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος της «Ασ’ το κι ας αποθάνει» που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες -την άνοιξη του 2011- από τις εκδόσεις Ιβίσκος.
Ως χωριουδάκι χαρακτηρίσαμε τα Σκοτιδιανά, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένας πολύ μικρός οικισμός, σκαρφαλωμένος στις πλαγιές μιας οροσειράς…
…
Τα έξι σπίτια που αποτελούσαν τα Σκοτιδιανά ήταν πετρόχτιστα, με τοίχους που δεν έφτανε η αγκαλιά σου να τους χωρέσει, και κεραμιδοσκεπές. Με μικρές πόρτες και παραθύρια, χτισμένα το ένα κολλητά στην πλάτη του άλλου, σαν αγέλη ζώων που σχηματίζουν κύκλο με προτεταμένα τα δόντια και τα κέρατα για να προφυλαχτούν.
…
Σε ένα από αυτά τα σπίτια έμενε και η Αντιγόνη με τον άντρα της τον Αργύρη και την πεθερά της την Ελένη, την γρα. Εκεί περνούσαν τις μέρες της ζωής τους. Μιας ζωής μετρημένης, φτωχικής και σκληρής μέχρι που τον Οκτώβρη του ’40 έφτασε ο πόλεμος… ο δεύτερος παγκόσμιος που πήρε τον Αργύρη μακριά. Στο αλβανικό μέτωπο στην αρχή και κατόπιν στον Θεό, αφήνοντας τις δύο γυναίκες να παλεύουν μονάχες με το θεριό της επιβίωσης. Τεσσάρων μηνών έγκυος ήταν η Αντιγόνη όταν έφυγε ο άντρας της για να πολεμήσει και λίγο αργότερα από τον θάνατο του, ήρθε στον κόσμο ο γόνος του, ο Λευτέρης.
Ο Λευτεράκης, που μικρούλι ήταν ακόμη όταν η μάνα του πήγε να “συναντήσει” τον πατέρα του, αφήνοντας τον πεντάρφανο με μοναδικό στήριγμα την γρα. Τα χρόνια περνούσαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο και όταν ο Λευτέρης παντρεύτηκε, απέκτησε δύο κορίτσια που στο δεύτερο έδωσε το όνομα της μάνας του. Αυτό το παιδί, το «νεραγδαλλαγμένο», η μικρή Αντιγόνη, είναι και η κεντρική ηρωίδα στο μυθιστόρημα της Αντωνίας Μποτονάκη, «Ασ’ το κι ας αποθάνει».
Από τα γεννοφάσκια του ακόμα, το κορίτσι αυτό, γνώρισε την σκληρότητα του κόσμου. Ώρες μετά την γέννηση του γλύτωσε χάρη στην επέμβαση της γιαγιάς του και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στον άγριο τόπο των Σκοτιδιανών, κοντά σε σκληρούς χωρίς ευαισθησίες και έλεος ανθρώπους, τουλάχιστον όσον αφορά την συντριπτική τους πλειοψηφία.
Πριν ακόμα πάει στο σχολείο, κατάλαβε ότι η ζωή και οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ακόμα πιο ανελέητοι… στο Πρεβεντόριο…
…
Εδώ κάνω στις επτά το πρωί την προσωπική μου υγιεινή στο νιπτήρα του δωματίου, στρώνω το κρεβάτι μου, και στις επτά και τέταρτο κατεβαίνω απ’ τη μεγάλη σκάλα στον μεγάλο κάτω διάδρομο κι ύστερα παρακάτω τα δεκαεπτά σκαλοπάτια και φτάνω στην τραπεζαρία. Παίρνω έναν αλουμινένιο μαστραπά και στέκομαι στη σειρά να μου βάλουν γάλα με την κουτάλα απ’ το μεγάλο καζάνι.
…
Δεν θέλω να μ’ αφήσεις εδώ, μαμά. Να τρώω κάθε Τετάρτη βράδυ γιαούρτι με ρύζι. Το σιχαίνομαι το γιαούρτι. Και η μάγισσα βγάζει την παντόφλα της και με χτυπά με δύναμη μέχρι να το καταπιώ.
Μαμά, έλα, νύχτωσε.
…
Δεν θα ‘ρθεις, το ξέρω. Όμως εγώ θα φύγω. Όχι απόψε, γιατί κρυώνω και πονάνε τα ποδαράκια μου. Μια μέρα όμως θα φύγω. Θα το δείτε όλοι σας.
Κι ας με ξεσκίσουν τα γυαλιά που είναι καρφωμένα πάνω στη μάντρα.
Και θα γίνω πραγματική κυρία, με ψηλοτάκουνα και γάντια.
Και θα μυρίζω ωραία.
…
Ακολούθησε η επιστροφή στο σπίτι, ο θάνατος της γρας και κατόπιν το δημοτικό σχολείο που ήταν ένα Πρεβεντόριο σε λίγο διαφορετική μορφή και με διαφορετικά -αλλά ίδια στην ψυχή και στις πράξεις- πρόσωπα. Και από εκεί στο… χμ… μην σας τα πω κι όλα… το «Ασ’ το κι ας αποθάνει» σας περιμένει στα βιβλιοπωλεία για να σας ανοίξει ένα παράθυρο σε αυτόν τον απίστευτο χώρο και χρόνο, που δεν απέχει και πολλά έτη από την εποχή μας.
Ολοζώντανες εικόνες από το παρελθόν…
…
Σταθήκαμε αναποφάσιστες μπροστά στα κουτάκια με τις τσιχλόφουσκες, τετράγωνες και μακρόστενες σαν καραμέλες τυλιχτές, τις καυτερές ΜΕΖ με την Κινεζούλα, τις σοκολάτες ΜΕΛΟ με τη χαμογελαστή κοκκινομάλλα κι από πίσω τα ράφια με τα «ΣΙΓΑΡΕΤΤΑ». Μπλε 22, SANTE με τη Μαίριλυν, ΑΣΣΟΣ άφιλτρο στη μικρή κασετίνα. Δίπλα τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα», Μπλεκ ο μακρυμάλλης γόης με το γούνινο σκούφο και τον καθηγητή Μυστήριο, ο Σεραφίνο ο περιπλανώμενος αλήτης κι ο Τιραμόλα.
…
..αλλά και κάμποσα ηθογραφικά στοιχεία…
…
Μη βγάλεις τη νυχτικιά σου ανάποδα, μη βγεις λουσμένη αν έχει νυχτώσει, μην περνάς τη νύχτα σταυροδρόμια, μη θυμιάσεις μετά το σούρουπο, μη σκουπίσεις τη μέρα που κάποιος απ’ το σπίτι έφυγε ταξίδι,
…
μη μετράς τα αστέρια, μην κοιτάς τη νύχτα τον καθρέφτη (καλού κακού τον σκέπαζε με μια πετσέτα της κουζίνας την ώρα που άναβε το λύχνο)
…
Εκατοντάδες «μη» που ακολουθούνταν από συμβουλές: Βάλε ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη σου για τα δαιμονικά, μουτζουρώσου με ένα κάρβουνο για το μάτι το κακό
…
…πλουτίζουν την αφήγηση και ηρεμούν την ψυχή του αναγνώστη από τα σκληρά κομμάτια της ιστορίας, που δεν είναι και λίγα.
Το γεγονός ότι πολλές φορές η ζωή ξεπερνά σε φαντασία -και όχι μόνο- την τέχνη, δίνει στο μυθιστόρημα αυτό μια άλλη διάσταση και μια ξεχωριστή αξία όχι μόνο για όσους βίωσαν αυτές τις καταστάσεις, αλλά και για όλους εμάς που μπορούμε να διδαχθούμε πολλά από τα περασμένα!
Η Αντωνία Μποτονάκη τα κατέγραψε με περισσή μαεστρία! Μετέφερε ολοζώντανα στο χαρτί μια ολόκληρη εποχή και έναν τρόπο ζωής απίστευτο σε εμάς! Έτσι μπορούμε να τα γνωρίσουμε-ζήσουμε κι εμείς κι ας έχουμε από εκείνα κάποια χρονική απόσταση. Το «Ασ’ το κι ας αποθάνει» είναι ένα βιβλίο που θα αφήσει στο νου και στην καρδιά σας πολλά… πάρα πολλά πράγματα! Είναι σίγουρο ότι στην τελευταία σελίδα θα πείτε: «τι, τέλειωσε κιόλας;». Μια πορτούλα, όμως, έχει μείνει
ανοικτή… ελπίζω η ταλαντούχα συγγραφέας να την διαβεί σύντομα και να μας χαρίσει την συνέχεια της ιστορίας… εμείς θα αναμένουμε… 🙂
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
«Ετάισές το, μωρή, το κακορίζικο;» ρώτησε η γιαγιά μου, η κουτσή.
«Όσκες».
«Θα ν’ αποθάνει!»
«Άσ’ το… κι ας αποθάνει», είπε χαμηλόφωνα η Μα.
Κι είχε η φωνή της ένα σπάσιμο στο «Ασ’ το», εκεί στο δισταγμό, μετά τις πρώτες λέξεις, σαν να πιάστηκε στις αγριοτριανταφυλλιές του κήπου και τράβαγε με δύναμη και πόνο να ξεμπλέξει, να φύγει, να ελευθερωθεί, μην την προλάβει η τρυφερότητα και μετανιώσει.
Η γιαγιά την κοίταξε παραξενεμένη.
«Δε φοβάσαι το Θεό, μωρή;» κι άρπαξε το μπρίκι, έβαλε μια κουταλιά γλυκάνισο κι ένα κουταλάκι ζάχαρη, και σαν ετοιμάστηκε με τάισε σιγά σιγά με το κουταλάκι. Δεν άφησα ούτε σταγόνα κι αποκοιμήθηκα. Την τρίτη μέρα λύγισε η Μα.
«Σα να μου φαίνεται όμορφο», είπε δισταχτικά στη μάνα της και μ’ έβαλε στο πρησμένο από το γάλα στήθος της για πρώτη φορά.
Σ’ έναν οικισμό με πέντε σπίτια όλα κι όλα, στα ορεινά Χανιά, γεννιέται η μικρή Αντιγόνη. Σ’ έναν κόσμο υφασμένο με μυστικά, ξωτικά και νεράιδες, ανεξιχνίαστα μυστήρια, πρόωρους θανάτους, φτώχεια, ταπείνωση, αλλά και περηφάνια.
Η «σκοτεινή» Κρήτη μάχεται να βγει στο φως, όπως κι η ίδια η ηρωίδα. Να γίνουν από «ψυχάρια» πεταλούδες. Μια μάχη ανάμεσα στην ορμή του θανάτου και στην ορμή της ζωής. Φλέγεται η ηρωίδα, «σαν τα κατσοπρινόφυλλα που πύρινα στροβιλίζονται, για λίγο μόνο, πάνω από τα νυχτωμένα Σκοτιδιανά», και καθρεφτίζονται στα έκπληκτα μάτια μας.
Θα καταφέρει τελικά η μικρή Αντιγόνη, το «άσ’ το κι ας αποθάνει», να ξεγράψει ό,τι γράφτηκε;
«Η ανάλυσή σας έχει τελειώσει», λέει ο Άγγελος αποχαιρετώντας την. «Τώρα πια η ιστορία δεν ανήκει σ’ εσάς. Αφήστε την να ταξιδέψει».