Υπάρχουν κάποια βιβλία που σου χαρίζουν μια απολαυστική ανάγνωση, σε ξεκουράζουν και σε κάνουν κοινωνό μιας όμορφης ιστορίας, αυτής που ζεις διαβάζοντας τα. Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα που υποβάλλουν το μυαλό σου σε μια βάσανο. Που σε κάνουν να σκεφτείς διάφορα πράγματα. Που οδηγούν την σκέψη σου σε μονοπάτια που δεν είχε βαδίσει μέχρι εκείνη την στιγμή. Που σαν πυροκροτητές ξεκινούν μια αλυσιδωτή έκρηξη με μοναδικό θύμα την νωθρότητα των εγκεφαλικών κυττάρων σου. Ένα από αυτά τα βιβλία αποδείχθηκε ότι είναι και το «Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου» της Στέλλας Σαμιώτου.
Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως και κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Στις 142 σελίδες του ξετυλίγονται επτά αυτοτελείς ιστορίες που το μοναδικό κοινό τους γνώρισμα είναι η δύναμη τους. Μια δύναμη που θα κινητοποιήσει το νου σας και θα τον κάνει να περιπλανηθεί σε άγνωστες ατραπούς.
Ξεκίνησα την ανάγνωση του πιστεύοντας ότι θα την ολοκληρώσω σε σύντομο χρονικό διάστημα, εξαιτίας του πλήθους των σελίδων του. Η πένα όμως της Στέλλας Σαμιώτου ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Κάθε τόσο σταματούσα την ανάγνωση και σκεπτόμουν διάφορα πράγματα με έναυσμα αυτά που είχα μόλις διαβάσει. Μετά το τέλος της ανάγνωσης του θαυμάσιου αυτού βιβλίου ένιωσα ότι είχα κάνει ένα μακρύ και υπέροχο ταξίδι. Πιστεύω ότι ο καθένας που θα διαβάσει αυτό το βιβλίο θα σκεφτεί διάφορα πράγματα και θα ανακαλύψει ακόμα περισσότερα αφού το «Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου» σου δίνει την ώθηση και σε αφήνει ελεύθερο να διαλέξεις εσύ το μονοπάτι που θα βαδίσεις. Αν δεν θέλετε απλά ένα βιβλίο για να περάσετε ευχάριστα την ώρα σας, αφεθείτε στην πένα της Στέλλας Σαμιώτου και δεν θα το μετανιώσετε…
Κλείνοντας αυτό το κείμενο οφείλω να ευχαριστήσω την συγγραφέα για αυτά που μου πρόσφερε με το βιβλίο της, να της δώσω τα συγχαρητήρια μου και να πω ότι αναμένω με ανυπομονησία να την συναντήσω ξανά σε κάποιο άλλο δημιούργημα της.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Έκανε τη συνηθισμένη διαδρομή για το γραφείο του, όταν την είδε να πατά το πόδι της στο οδόστρωμα για να διασχίσει το δρόμο, ενώ τα αυτοκίνητα έτρεχαν σαν δαιμονισμένα. Κοίταξε το φανάρι και είδε πως ήταν κόκκινο για τους πεζούς. Αντέδρασε αστραπιαία. Σαν να έπαιζε σε κινηματογραφική ταινία. Την άρπαξε από το μανίκι με δύναμη και την τράβηξε προς το μέρος του. Έπεσαν και οι δύο κάτω, αυτή σχεδόν πάνω του, η τσάντα της γλίστρησε από το χέρι της, κυλίστηκε μερικά μέτρα πιο πέρα, άνοιξε, από μέσα πετάχτηκαν διάφορα αντικείμενα – κέρματα, ένα κραγιόν, ένας αναπτήρας – και σκορπίστηκαν, άλλα στο πεζοδρόμιο κι άλλα στο δρόμο. Τη σήκωσε τσαντισμένος, την κράτησε από τους ώμους και την τράνταξε. «Γιατί δε βλέπεις που πας; Θέλεις να σκοτωθείς; Και τι φταίνε οι οδηγοί των αυτοκινήτων; Τι φταίμε εμείς οι πεζοί για να δούμε ένα δυστύχημα πρωί πρωί;» Αυτή δεν απαντούσε. Τώρα εκείνος εκνευρίστηκε για τα καλά. «Άντε, πήγαινε στη δουλειά σου κι αν θέλεις να σκοτωθείς, φρόντισε να το κάνεις κάπως αλλιώς. Ή, τουλάχιστον, κάπου αλλού, μακριά από μένα.»