Μετάφραση Παναγιώτης Πούλος
Εκδόσεις Εστία, 2018
Σελ. 399
Με την κυκλοφορία του «Ανακτημένου Χρόνου», της έβδομης και τελευταίας ενότητας του μυθιστορηματικού κύκλου του Μαρσέλ Προυστ, ολοκληρώνεται μια μεταφραστική εργασία που ξεκίνησε το 1969 και διακόπηκε στα μέσα του πέμπτου τόμου, της «Φυλακισμένης», με τον αδόκητο θάνατο του Παύλου Ζάννα, το 1989. Στη συνέχεια πήρε το νήμα ο Παναγιώτης Πούλος ο οποίος μετέφρασε το δεύτερο ήμισυ της «Φυλακισμένης», την «Αλμπερτίν αγνοούμενη», μετάφραση η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης (2015), και, τέλος, τον «Ανακτημένο Χρόνο».
Παράλληλα, ο Παναγιώτης Πούλος προχώρησε σε μια αναθεώρηση των πρώτων τόμων με βάση τις νεότερες εκδόσεις του έργου του Προυστ και τα πορίσματα των πρόσφατων ερευνών και υπομνημάτισε το συνολικό έργο με πλήθος σημειώσεων, πραγματολογικών, ερμηνευτικών και ενδοκειμενικών, οι οποίες συνοδεύουν τον αναγνώστη στην περιήγησή του σ’ αυτό το σύνθετο και πολυσχιδές έργο, το οποίο έχει σημαδέψει αυτό που αποκαλούμε νεοτερικότητα.
Έτσι, η πρώτη ελληνική έκδοση του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», ενός έργου τέχνης που έχει ήδη κατακτήσει μέσα από τις μεταφράσεις του σε πάνω από σαράντα γλώσσες περίοπτη θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελεί πλέον πραγματικότητα.
Οι πυκνές αναφορές του «Ανακτημένου Χρόνου» σε πάμπολλες πτυχές και διαστάσεις της εργασίας του Μαρσέλ Προυστ, σε συνδυασμό με τις ανακατατάξεις που επιφέρει ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, αναδιαμορφώνουν το τοπίο του μυθιστορήματος και παράλληλα καλούν τον αναγνώστη να ανατρέξει στις ενότητες που έχουν προηγηθεί. Επιπροσθέτως, ο συγγραφέας διατυπώνει με έμμεσο και άμεσο τρόπο τη στάση του απέναντι στην τέχνη, όπως και τα όρια αυτού του ιδιάζοντος λογοτεχνικού εγχειρήματος, συμπεριλαμβανομένων και των ορίων της αντοχής και της χρονικής διάρκειας της ζωής του ιδίου.
Οι δυνάμεις και οι αδυναμίες της καλλιτεχνικής αλήθειας σταθμίζονται με όχημα ένα «εγκάρσιο» βλέμμα, το οποίο δεν παρέχει απλώς στον αναγνώστη τη δυνατότητα να προσεγγίσει μέσα από μια νέα οπτική γωνία τα όσα έχουν μέχρι τώρα διαμειφθεί, αλλά και τον παροτρύνει να στραφεί προς την κατεύθυνση του μέλλοντος, των κριτικών αποτιμήσεων και των πάσης φύσεως οικειοποιήσεων του προυστικού εγχειρήματος εδώ και έναν αιώνα – και μάλιστα τον προσκαλεί να γίνει, με τη σειρά του, στο μέτρο των δυνάμεών του, δημιουργός του έργου του και των επιλογών της ίδιας της ζωής του.
Αναδύεται εδώ ένας πρωτότυπος και ιδιαίτερα επίκαιρος στοχασμός για τη σημασία της μαθητείας της Τέχνης στην οικοδόμηση της ατομικής και συλλογικής ζωής, στα συμφραζόμενα μιας ολοένα και πιο γενικευμένης μετάβασης της ανθρωπότητας από τις παραδοσιακές δομές της ύπαρξης στην κατάσταση της νεοτερικότητας.
Με αρχικό αφηγηματικό πυρήνα (1909-1911) μια βραδινή δεξίωση στης πριγκίπισσας ντε Γκερμάντ, όπου, αφενός, τα απανωτά επεισόδια αθέλητης μνήμης διαμορφώνουν τις προκείμενες μιας θεωρίας της τέχνης και όπου, αφετέρου, στα σαλόνια παρελαύνουν οι ακόμα εν ζωή ήρωες του μυθιστορήματος σχεδόν αγνώριστοι πίσω από τα προσωπεία του γήρατος και του επικείμενου θανάτου τους, ο Προυστ συγγράφει την περίοδο της σύρραξης το επεισόδιο για τον κύριο ντε Σαρλύς στη διάρκεια του πολέμου, για τις απόψεις του και τις ηδονές που επιζητεί, ενώ παράλληλα περιγράφει το εμπόλεμο Παρίσι με τις ανακατατάξεις που εκδηλώνονται στο αξιακό σύστημα και την κοινωνική και πνευματική ζωή. Προσθέτει επίσης, πιθανότατα το 1919, ένα εκτενές κομμάτι σε απομίμηση της τεχνοτροπίας των αδελφών Γκονκούρ, την οποία ο «ομιλητής» του σπεύδει να σχολιάσει, αναδεικνύοντας τους σημαντικούς περιορισμούς που επιβάλλει η χρήση ενός ορισμένου ύφους στην εμβέλεια ενός λογοτεχνικού εγχειρήματος.
Πλήθος προσώπων, αναφορών και θεμάτων βρίσκουμε στον «Ανακτημένο Χρόνο»: Η εμπειρία από τη ζωή στο πολεμικό και μεταπολεμικό Παρίσι (1915-1922), οι ιδέες και στάσεις απέναντι στον πόλεμο, η κοινωνική ψυχολογία της ανώτερης τάξης, η ομοφυλοφιλία και οι «γενικές νομοτέλειες που διέπουν τον έρωτα», τέλος η ασθένεια, η απομόνωση και ο δημιουργικός πυρετός του αφηγητή, ιδιαίτερα η λειτουργία της αθέλητης μνήμης.
Το πολεμικό Παρίσι με τις στερήσεις, τη συσκότιση, τους βομβαρδισμούς από αεροπλάνα και Ζέππελιν και, προπάντων, τα ήθη εν πολέμω, η εθνική ιδέα και ο νέος κόσμος που διαμορφώνεται είναι στο κέντρο των παρατηρήσεών του Προυστ.
Ανελέητη σε ρεαλισμό και ειρωνεία είναι η κριτική των ηθών της υψηλής κοινωνίας που κάνει ο συγγραφέας.
Ο αφηγητής αναπαριστάνει σατιρικά την ανδρική θηλυπρέπεια, τη γλώσσα και τις θωπείες, παρακολουθεί αόρατος, από μισάνοιχτες πόρτες, θάμνους, φεγγίτες, φινιστρίνια συνευρέσεις του βαρώνου ντε Σαρλύς με τους Ζυπιέν και Μορέλ. Στον «Ανακτημένο χρόνο» εκθέτει τις σχέσεις αυτές, σε συνδυασμό με την ανδρική πορνεία και τον σαδομαζοχισμό, σε ωμές σκηνές και διαλόγους στο «ξενοδοχείο» που συντηρεί ο βαρώνος, καταγώγιο όπου συναντώνται οι ίδιοι παρτενέρ των «Σοδόμων», με τύπους της αριστοκρατίας, της Εκκλησίας και του υπόκοσμου.
Αθάνατη παραμένει η θηλυκή Αλμπερτίν με τις σαπφικές τάσεις και συναρπαστική η ψυχογραφία του έρωτα, με το σαράκι της ζήλειας, με τον πόνο του χωρισμού και της απώλειας.
Μόνο η τέχνη εξημερώνει τον θάνατο, αποσπώντας τη συνείδησή μας από την τάξη του χρόνου. Η τέχνη του Προυστ είναι η γραφή: «Το μόνο μέσο για να επανακτήσω τον Χαμένο Χρόνο». Γιατί η αληθινή ζωή, «η μόνη που έχουμε ζήσει ολοκληρωτικά», είναι η λογοτεχνία.
Ο Προυστ καλεί τους αναγνώστες του, ως «αναγνώστες του ίδιου του εαυτού τους», να κρίνουν τις λέξεις που διαβάζουν στα βάθη της ψυχής τους ταυτίζονται με τις δικές τους. Η περιπέτεια του κόσμου που γνωρίζουν και η απόλαυση της ανάγνωσης αρκούν οπωσδήποτε.
Ο Μαρσέλ Προυστ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1871 όπου και πέθανε το 1922. Δημοσίευσε σε νεαρή ηλικία τη συλλογή Τέρψεις και Ημέραι (1896) και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη μετάφραση και το σχολιασμό κειμένων του Τζον Ρασκιν. Έπειτα από το θάνατο της μητέρας του το 1905, αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του στη συγγραφή του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.Έλαβε το βραβείο Γκονκούρ το 1919, με την κυκλοφορία της δεύτερης ενότητας με τίτλο Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών. Το έργο του παγκόσμιας πλέον εμβέλειας, μεταφράζεται σε ολοένα και περισσότερες γλώσσες και συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι επτά τόμοι του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις της Εστίας.
O Παύλος Ζάννας (1929-1989) σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στη Γενεύη. Η πολυσχιδής προσωπικότητά του σφράγισε με την παρουσία της την πολιτιστική ζωή του τόπου μας, ιδιαίτερα στα πεδία της κινηματογραφικής τέχνης, των γραμμάτων και της λογοτεχνικής μετάφρασης. Πολιτικός κρατούμενος την περίοδο της δικτατορίας, ξεκίνησε στις Φυλακές της Αίγινας τη μετάφραση του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», μετάφραση που παρέμεινε ημιτελής λόγω του απρόσμενου θανάτου του.
Ο Παναγιώτης Πούλος (1954) σπούδασε Φιλοσοφία και Τυπική Λογική στο Παρίσι. Δίδαξε στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης (CTL) του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, ιδρυτικό μέλος του οποίου υπήρξε ο Παύλος Ζάννας, και στη συνέχεια, στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ), ιδρυτικό μέλος του οποίου υπήρξε ο ίδιος. Από το 2004, διδάσκει Φιλοσοφία και Αισθητική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Παράλληλα με την ολοκλήρωση της μεταφραστικής εργασίας του Παύλου Ζάννα, επιμελήθηκε την πρώτη ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος του Προυστ.
Τραχανάς Κώστας