Λίγα χρόνια πριν, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, έκανα κι εγώ ως έφηβος την επανάσταση μου. Επανάσταση του καναπέ βέβαια, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να το πούμε (θα είναι το μυστικό μας – ΟΜΕΡΤΑ που λένε και οι γείτονες εκ δυσμάς). Ως επαναστάτης λοιπόν, δεν ήταν δυνατόν να μην γνωρίζω τι συμβαίνει στον αναρχικό χώρο εκείνη την εποχή. Επειδή όμως, όπως είπαμε, ήμουν γιαλαντζί επαναστάτης, γνώριζα μόνο ένα όνομα: Νικόλας Άσιμος. Αργότερα, και προσχωρώντας βαθύτερα στον αναρχικό χώρο έμαθα και ένα τραγούδι του: «Μπαγάσας» (είχα τουλάχιστον την τσίπα να μάθω και τα λόγια, όχι μόνο τον τίτλο).
Αφήνω πίσω τις αγορές και τα παζάρια.
Θέλω να τρέξω στις καλαμιές και τα λιβάδια.
Να ξαναγίνω καβαλάρης και ξαναέλα να με πάρεις ουρανέ.
Για δεν υπήρξα κατεργάρης,
και την χρειάζομαι τη χάρη σου μωρέ.
Οι γνώσεις μου για τον Νικόλα τον Άσιμο είχαν παράλληλη πορεία με αυτές για την ιστορία. Όσο ήμουν μαθητής, γνώριζα απλά ότι υπάρχουν. Αργότερα κάθισα μόνος μου και προσπάθησα –ακόμα το κάνω- να μάθω μερικά πράγματα. Έτσι μετά από χρόνια και έχοντας αφήσει πίσω την επανάσταση –τον καναπέ δεν τον απαρνήθηκα ποτέ- φρόντισα και έμαθα για τον ιδιαίτερο αυτόν άνθρωπο. Αποτέλεσμα των λίγων αυτών γνώσεων είναι το άρθρο μας στην Ματιά για την ζωή του Νικόλα του Άσιμου, που μπορείτε να δείτε κάνοντας κλικ εδώ!
Ρε μπαγάσα, περνάς καλά κει πάνω.
Μιαν ανάσα γυρεύω για να γιάνω.
Πως θα μπορούσα όμως να μάθω για τον Νικόλα αν δεν διάβαζα το βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκανθρώπους»; Ένα βιβλίο που έγραψε και κυκλοφόρησε ο ίδιος το 1981. Τότε το βιβλίο κυκλοφορούσε με δυσκολία (δεν είχε την υποστήριξη εκδοτικών οίκων) αλλά αρκετοί κατάφεραν να το βρουν και περισσότεροι κατάφεραν να το διαβάσουν. Έτσι ένα αντίτυπο, χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια, που λέει και ο ποιητής.
Αυτό που σε ξαφνιάζει για μια στιγμή στην αρχή είναι ότι αναφέρονται δύο συγγραφείς: ο Νικόλας Άσιμος και ο Σαλόκιν Σόμισα. Μάλιστα υπάρχει και μια αφιέρωση του πρώτου προς τον δεύτερο που λέει: «Τούτο το βιβλίο το αφιερώνω στον Σαλόκιν Σόμισα, στον άνθρωπο που μούδωσε τη γνώση στο να κάτσω να το γράψω και να το τυπώσω». Μετά βέβαια παρατηρείς ότι το «Σαλόκιν Σόμισα» είναι το «Νικόλας Άσιμος», γραμμένο ανάποδα! Ναι, όντως έχεις κάτι του Νικόλα στα χέρια σου. Ας ξεκινήσουμε όμως την ανάγνωση…
Δεν το πιστεύω, να με χλευάζεις,
σαν σε χαζεύω, δε χαμπαριάζεις,
πρότεινε μου κάποια λύση,
δε θα σου παρακοστίσει.
Και θα σου φτιάχνω τραγουδάκια,
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν.
Για το χαμένο μου αγώνα,
που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να το κλαιν.
Στις αρχές του βιβλίου ο Νικόλας ξεκαθαρίζει πως αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον εαυτό του. Χαρακτηριστικά αναφέρει:
«Συχνά σα με ρωτούσανε αν είμαι καλλιτέχνης εγώ απάνταγα πως ναι, αλλά δεν κάνω τέχνη. Προσπαθώ να δημιουργήσω τις συνθήκες για να κάνουμε και τέχνη». Και όντως αυτό έκανε σε όλη του την ζωή. Χρησιμοποιούσε την μουσική σαν ένα όχημα. Ένα όχημα πάνω στο οποίο φόρτωνε τις ιδέες, τις εμπειρίες και τις αγωνίες του και τις μοίραζε στον κόσμο. Έκανε τέχνη όχι για να κάνει τέχνη αλλά για να αλλάξει αυτούς που γίνονταν κοινωνοί της τέχνης του.
Αυτό προσπάθησε να κάνει και με το βιβλίο του. Μας ταξιδεύει σε μια περίοδο της ζωής του που αρχίζει με τα φοιτητικά του χρόνια στην Θεσσαλονίκη και τελειώνει στις αρχές της δεκαετίας του ’80 που κυκλοφόρησε το βιβλίο. Μας ταξιδεύει γράφοντας στίχους από τα τραγούδια του, περιγράφοντας περιστατικά από την ζωή του και χαρίζοντας μας μερικές από τις ιδέες και τους προβληματισμούς του.
Αφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους.
Έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους.
Αναρχικός ο Νικόλας, με την κανονική έννοια του όρου και όχι με αυτήν που τείνει να λάβει τα τελευταία χρόνια. Πως αντιλαμβάνεται ο ίδιος τους νόμους; Αναφέρει σε κάποιο σημείο:
«Όπως και τότες που θυμάμαι μπήκα μια φορά στον ηλεκτρικό καπνίζοντας τσιγάρο. Πετάγεται μια κλώσσα, μια καρακάξα γκιόσα και μου λέει να το σβύσω γιατί απαγορεύεται. "Κυρία μου", της λέω, “εάν σας ενοχλεί το τσιγάρο θα το σβύσω, γιατί δε θα τόθελα ποτέ να ενοχλώ το διπλανό, αλλά ετούτο το ‘απαγορεύεται’ ποτέ δεν το κατάλαβα, ποτέ μου δε το χώνεψα. Καθότι το μυαλό μου είναι λειψό και φτάνει μέχρι τόσο”. "Απαγορεύεται", μου λέει, "Είναι διαταγή εκ της Αστυνομίας", και "θα καλέσω την Αστυνομία, χίπυ, αλήτη, γύφτε βρωμερέ. Και μίασμα της κοινωνίας».
Θέλει να κάνει κάτι επειδή το επιλέγει ο ίδιος και έχοντας κατά νου ότι η ελευθερία του ενός, σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Στους νόμους δεν έτρεφε όπως είδαμε και ιδιαίτερη εκτίμηση. Ιδιαίτερη εκτίμηση όμως δεν έτρεφε και για την πλειοψηφία των συνανθρώπων του. Να πως μας το φανερώνει ο ίδιος:
«Τα ζώα μπορεί να φωνάζουνε και να μπλακώνονται στις μπουνιές. Ποτέ όμως δε χρησιμοποιούν τη σπιουνιά, τους μπάτσους, ή άλλα συγγενή ζώα για να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές, πράγμα που συνηθίζεται στην κοινωνία των ανθρώπων, που δεν είναι δυστυχώς ζώα. Η κοινωνία των ανδρών είναι σιχαμερή. Η κοινωνία των γυναικών το ίδιο. Ζήτω η κοινωνία των παιδιών και των ζώων όχι όλων. Αυτών που δεν έχουν αποχτήσει ακόμη ανθρώπινες συνήθειες».
Πως να ξεφύγω από τη μοίρα,
κι έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ.
Για δεν υπήρξα κατεργάρης,
και θα το θες να με φλερτάρεις γαλανέ.
Πηγή γνώσεων για την ζωή του Άσιμου το βιβλίο του αλλά και για τα καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής. Μας μιλά για το «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», ένα σχήμα που θα ανέβαζε παραστάσεις στο «Ζωντανό Καφενείο» το Νοέμβρη του 1974. Τρεις παραστάσεις κατάφεραν να παίξουν γιατί τσακώθηκαν και το διαλύσανε. Ο Νικόλας όμως μας μεταφέρει τους διαλόγους του έργου και έτσι κατάφερε να «παίζεται» κάθε φορά που κάποιος διαβάζει το βιβλίο του.
Λίγο παρακάτω μας μιλά για το «Πολιτικό Καφενείο». Έτσι ονόμασαν την ομάδα τους μερικοί καλλιτέχνες που έδιναν δωρεάν παραστάσεις σε γειτονιές της Αθήνας, σε εκδηλώσεις, αλλά και σε απεργίες προσπαθώντας να δημιουργήσουν τις συνθήκες ώστε να μπορούν να κάνουν τέχνη.
Ρε μπαγάσα περνάς καλά κει πάνω.
Κάνε πάσα καμιά ματιά και χάμω.
Κει που κοιμάσαι και αρμενίζεις,
ξάφνου αστράφτεις και μπουμπουνίζεις.
Κι ότι σου ‘ρθει κατεβάζεις,
μη θαρρείς πως με ταράζεις.
Αναρχικός ο Νικόλας ο Άσιμος αλλά και ειρηνιστής. Δεν θεωρούσε την άσκηση βίας ως την λύση των προβλημάτων. Μια και μοναδική φορά «απείλησε με όπλο» συνανθρώπους του, τον Μάιο του 1978. Ας τα πει όμως ο ίδιος καλύτερα:
«Όπως τότε που πήγαιναν τον Κυρίτση στον Ανακριτή (για κείνα τα 8 μπουκάλια) έτσι έλεγα εγώ και δε θα μας χώσουνε και μέσα για 8 μπουκάλια. Και πήγα μ’ ένα πλαστικό αυτόματο που έκανε βζουν-βζουν (ήταν απ’ αυτά τα διαστημικά). Και πέφταν κάτω Ασφαλίτες και Δημοσιογράφοι όταν γονάτισα στα ξαφνικά και πυροβόλαγα…».
Γιατί σου φτιάχνω τραγουδάκια,
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν.
Για το χαμένο μου αγώνα
που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν.
Θα ‘θελα να κλείσω αυτή την αναφορά στο βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» του Νικόλα του Άσιμου με δύο στροφές από δύο ποιήματα – τραγούδια του. Η πρώτη από το «Το Βαρέλι» επειδή είναι πολύ εύστοχη και η δεύτερη από το «Μπαταρία», έτσι για αντίο στον Νικόλα.
«Ωνάσης σημαίνει να πας στα μπουζούκια, να τα σπας αγκαλιά με τον Τέλη το Σαβάλας και να κάθεσαι μετά στο Κολωνάκι στις κοσμικές ταβέρνες, και να τρως λαϊκώτατα σκορδαλιά».
«Για κοιτάξτε με σακάτη – ένα έχω μόνο μάτι.
Μου ρουφήξατε το αίμα – μα αλογόκριτο έχω βλέμμα.
Αποφασισμένος πάντα – στην προσωπική μου μπάντα.
Την ψυχή μου δεν πουλάω – και το δρόμο μου τραβάω.»
Σημείωση: Οι στίχοι ανάμεσα στο κείμενο είναι από το τραγούδι του Νικόλα: "Μπαγάσας".