Εκδόσεις Ψυχογιός, 2021
Σελ. 382
ΜΠΕΣΤ ΣΕΛΕΡ ΤΩΝ SUNDAYTIMES
ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ 2020 ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ BBC
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ 2020 ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ NEWYORKTIMES
Τη δεκαετία του 1580, ένα ζευγάρι που έμενε στην οδό Χένλι του Στράτφορντ, της Αγγλίας, απέκτησε τρία παιδιά: τη Σουζάνα, κι έπειτα τον Άμνετ και την Τζούντιθ -δίδυμα αδέλφια.
Η Άγκνες έχει ένα χωράφι στη φάρμα Χιούλαντς, εκμισθωμένο απ’ τον αδελφό της, Μπαρθόλομιου, που απλώνεται απ’ το σπίτι όπου γεννήθηκε ίσαμε το δάσος. Εκτρέφει μέλισσες και έχει σειρές με βοτάνια, λουλούδια, φυτά κλαδιά πάνω σε μίσχους. «Ο μαγισσόκηπος της Άγκνες», έτσι το αποκαλεί η μητριά της, η Τζόαν.
Η Άγκνες είναι ελαφρώς διαβόητη. Λένε πως είναι αλλόκοτη, σαλεμένη, ιδιότροπη, μπορεί και τρελή. Περιπλανιέται στα απόμερα μονοπάτια του δάσους, ασυνόδευτη, συλλέγοντας φυτά για ύποπτα καταπότια. Ο πατέρας της, που έχει πεθάνει όπως και η μητέρα της, της άφησε μια σεβαστή περιουσία. Όχι, βέβαια, ότι θα την έπαιρνε κανείς για γυναίκα του. Λένε πως είναι αγρίμι, δεν κάνει για σύζυγος. Η μάνα της ήταν τσιγγάνα ή μάγισσα ή ξωτικό του δάσους. Οι χωρικοί πιστεύανε ότι μέσα στο δάσος ζούσαν πλάσματα που έμοιαζαν με ανθρώπους, «δασωμένους» τους έλεγαν. Τέτοιες δασωμένες πίστευαν ότι ήταν η μητέρα και η κόρη.
Η Άγκνες ήταν αλλόκοτο κορίτσι. Η μικρή μπορούσε να βλέπει τις ψυχές των ανθρώπων. Ακουμπούσε στα χέρια των ανθρώπων και τους έλεγε την μοίρα τους. Πότε θα πεθάνει κάποιος, αν κάποιος ήταν ψεύτης, ποιο μωρό θα αρρωστήσει. Μπορεί να μαντεύει τις ικανότητες του άλλου, το εύρος της αντίληψής του, την ουσία του. Καταλαβαίνει αν η ψυχή είναι ανήσυχη ή γεμάτη πόθο, ξέρει τι κρύβει κάποιος στο μυαλό ή στην καρδιά του. Ήταν μαγεία, χάρισμα ή κατάρα; Τώρα η Άγκενς και ο Μπαρθόλομιου ζούσαν με τη μητριά τους την Τζόαν. Η μητριά της, την ικέτευε να πάψει να εγγίζει τα χέρια του κόσμου και να κρατήσει κρυφό το παράξενο χάρισμα και τις ασυνήθιστες ικανότητες, που είχε να προβλέπει το μέλλον.
Ο Τζον είναι γαντοποιός και η σύζυγός του είναι η Μέρι και μένουν στη οδό Χένλι. Έχουν αρκετά παιδιά, αλλά και ένα γιο δάσκαλο των λατινικών, λίγο τεμπέλη και ονειροπαρμένο, ο οποίος είναι αναγκασμένος να επισκέπτεται την αγροικία, δύο φορές την εβδομάδα, διότι ο πατέρας του, ο γαντοποιός, χρωστά ένα ποσό στο Χιούλαντ, έπειτα από το ναυάγιο μιας συμφωνίας ή συναλλαγής με τον Μπαρθόλομιου. Ο γαντοποιός, πατέρας του δάσκαλου, έχει στήσει μια καινούργια, ελαφρώς παράνομη επιχείρηση, κατασκευής γαντιών. Ο δάσκαλος έπρεπε να βοηθάει τον πατέρα του και να πηγαίνει στο Χιούλαντ και να μαθαίνει λίγα γράμματα στα πιτσιρίκια.
Εκεί που πηγαίνει ο δάσκαλος των λατινικών, μια μέρα θα συναντήσει μια κοπέλα, με δυο μάτια χρυσαφένια, δέρμα χλωμό, με φακίδες στη μύτη και τα ζυγωματικά, με πλεξούδα και ένα γεράκι που το έχει στο χέρι της. Είναι το κορίτσι με το πουλί. Το πουλί δεν είναι γεράκι αλλά κιρκινέζι. Τα μάτια και το ράμφος του πτηνού είναι σκεπασμένα με μια μικροσκοπική κουκούλα φτιαγμένη από δέρμα. Αυτή η κοπέλα είναι η Άγκνες, η μεγάλη κόρη της οικογένειας. Ο δάσκαλος έχει ακουστά πολλές φήμες για τη μεγάλη κόρη, αλλά δεν τον νοιάζει, η κοπέλα του αρέσει. Γρήγορα την ερωτεύεται. Αρχίζουν να πηγαίνουν μαζί περιπάτους στο δάσος και να κάνουν έρωτα πίσω από τις παράγκες και τα υποστατικά.
Τελικά η Άγκνες μένει έγκυος, οπότε ο αδελφός της και ο πατέρας του δασκάλου, αποφασίζουν να τους παντρέψουν. Η μητριά της αρνείται να την παντρέψουν, γιατί ο δάσκαλος είναι ένα ανήμπορο, ανεπάγγελτο παιδάριο. Τελικά θα παντρευτούν. Η Άγκνες θα γεννήσει μόνη της, μέσα στο δάσος, ένα κοριτσάκι, την Σουζάνα.
Ο δάσκαλος θα φύγει, για να βρει δουλειά, στο Λονδίνο και θα καλέσει να έρθουν την γυναίκα του και την κόρη του, αργότερα όταν θα έχει συγκεντρώσει κάποια χρήματα. Τα γράμματα του πατέρα κυρίως μιλούν για συμβόλαια, για μέρες μόχθου, για θέατρο, για πρόβες μιας σκηνής όπου οι ηθοποιοί κατεβαίνουν στη σκηνή με σκοινιά, για σκηνικά που γκρεμίζονται από αντιπάλους, για πανδοχεία που αρνούνται να τους δώσουν στέγη, για τα χρήματα που έχει βάλει στην άκρη. Θα δούνε μάνα και κόρη τον πατέρα-δάσκαλο, όταν η πανούκλα πλήττει εκ νέου το Λονδίνο, τότε που όλα τα θέατρα κλείνουν και οι συγκεντρώσεις απαγορεύονται. Ο πατέρας θα μείνει για μήνες στο σπίτι και τότε θα γεννηθούν και τα δίδυμα, ο Άμνετ και η Τζούντιθ. Πάλι ο πατέρας θα φύγει για δουλειές στο θέατρο στο Λονδίνο και θα τους αφήσει και τους τέσσερις μόνους. Η Άγκνες είχε προβλέψει στον άντρας της ότι θα κάνουν δύο παιδιά και τα οποία θα ζήσουν αρκετά χρόνια. Αλλά όταν γεννιούνται τα δίδυμα πέφτει έξω, διότι τώρα έχει τρία παιδιά.
Η Τζούντιθ ήταν πολύ ευαίσθητη και όλη η προσοχή της μάνας της και όλα τα γιατροσόφια ήταν για την κόρη της. Η Άγκνες ξέρει πόσο αραχνοΰφαντο είναι το πέπλο ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και στον κόσμο των νεκρών. Βρίσκει ότι οι κόσμοι είναι αξεδιάλυτοι ο ένας απ’ τον άλλο. Δε θα αφήσει την Τζούντιθ να διαβεί το πέρασμα…
Δεν πρόσεξε και δεν πρόβλεψε η Άγκνες, ότι τελικά αρρώστησε από την πανούκλα, ο γιος της ο Άμνετ. Η πανούκλα το 1596 θα φθάσει στην Αγγλία από την άλλη άκρη του κόσμου, την Αλεξάνδρεια, όταν μια μαϊμού θα ανεβεί στο κεφάλι ενός καμαρότου ενός πλοίου. Τότε τρεις ψύλλοι από την μαϊμού θα πέσουν στα ρούχα του αγοριού. Ο καμαρότος θα αρρωστήσει και θα πεθάνει από άγνωστη αρρώστια. Επίσης θα ψοφήσουν όλες οι γάτες του καραβιού. Και άλλοι ναύτες θα πεθάνουν, μέχρι να φτάσει το πλοίο στην Αγγλία. Η πανούκλα θα έρθει στην Αγγλία. Στους ασθενείς παρουσιάζεται υψηλός πυρετός, πρήζεται ο λαιμός και οι λεμφαδένες, το δέρμα γίνεται κόκκινο, όλο φουσκάλες και τα άκρα γίνονται μαύρα. Οι γιατροί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα με την άγνωστη και θανατηφόρα αυτή αρρώστια.
Η Άγκνες έχει στιγμές ενόρασης, πληροφορίες φτάνουν στο μυαλό της. Μπορεί να προμαντέψει, όλο τον κόσμο, αλλά με τον Άμνετ έκανε λάθος. Νιώθει μια παράξενη μυρωδιά στο σπίτι, μια σαπίλα, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι και από που προέρχεται. Ξέρει ότι είναι ένας οιωνός, πως κάτι κακό θα συμβεί. Κάτι λαθεμένο υπάρχει στο σπίτι, κάτι στραβό. Αλλά δεν ξέρει τι είναι αυτή η μαύρη μούχλα. Αισθάνεται τον Θάνατο στην κάμαρα, να παραμονεύει στις σκιές, μα μολαταύτα βλέπει, πάντα βλέπει. Περιμένει, καρτερεί. Θέλει να ξεγελάσει τον Θάνατο με τα δίδυμα. Να της πάρει την Τζούντιθ, αυτή ήταν πάντα άρρωστη και όχι τον Άμνετ. Ξέρει πως είναι γραφτό της να έχει μόνο δύο παιδιά, μα δε δέχεται. Έτσι μονολογεί μέσα στη νύχτα. Φοβάται την ενόραση της, αλήθεια τη φοβάται. Τώρα ξέρει πως είναι πιθανό, το ένα απ’ τα παιδιά της να πεθάνει, γιατί τα παιδιά, πεθαίνουν κάθε μέρα. Μα δεν το δέχεται. Με τίποτα. Θα γεμίσει τούτο το παιδί, θα τα γεμίσει και τα δύο, με ζωή. Θα υπερασπιστεί τα τρία της μωρά, ενάντια σε ό,τι βρίσκεται στον ζοφερό εκείνο κόσμο. Δε θα γευτεί ούτε ύπνο, ούτε αναπαμό, μέχρι να είναι σίγουρη πως τα παιδιά είναι ασφαλή. Θα σπρώξει, θα παλέψει, θα ξεκάνει την εικόνα που είχε ανέκαθεν στο νου, για τα δύο παιδιά. Θα τα καταφέρει. Είναι βέβαιη.
Όποιος περιγράφει τον θάνατο λέγοντας ότι έφυγε αθόρυβα ή έσβησε γαλήνια, δεν έχει δει άνθρωπο να πεθαίνει. Ο θάνατος είναι άγριος, είναι μάχη. Το σώμα κρεμιέται στη ζωή, όπως ο κισσός στον τοίχο και δεν λέει να την αφήσει, δεν ξεκολλάει χωρίς να πολεμήσει…
Η Άγκνες και τα δυο της κορίτσια παρατηρούν τον Άμνετ, που τραντάζεται απ’ τους σπασμούς, μπροστά στη θράκα. Η μητέρα τους βασανίζεται με άχρηστες αλοιφές και τους επιδέσμους της. Η Άγκνες ψιθυρίζει: «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, Άμνετ, σε ικετεύω, μη μας αφήσεις, μη φύγεις». Ο Άμνετ παύει να τρέμει, και μια τρομερή σιγή πέφτει στο χώρο. Το σώμα του κείτεται ασάλευτο, η ματιά του είναι καρφωμένη σε κάτι που βρίσκεται ψηλά, πάνωθέ του. Στον δικό του τόπο, είναι όλο χιόνι και πάγο. Ο Άμνετ χαμηλώνει το σώμα, αφήνοντας τα γόνατα να λυγίζουν κάτω από το βάρος του. Ξαπλώνεται, κολλάει το μάγουλο στην τρυφεράδα του χιονιού. Η ασπράδα είναι εκτυφλωτική, του θαμπώνει τα μάτια, οπότε τα σφαλίζει, για μια στιγμή μονάχα, ίσα να αναπαυθεί. Να συνάξει τις δυνάμεις του. Δεν πρόκειται να κοιμηθεί, όχι. Θα εξακολουθήσει. Μα έχει ανάγκη να ξαποστάσει μια στιγμή. Ανοίγει τα μάτια, να βεβαιωθεί ότι ο κόσμος βρίσκεται ακόμα εκεί, κι έπειτα τα ξανακλείνει.
Κι εκεί μπρος στη φωτιά, μες στην αγκάλη της μητέρας του, στην κάμαρα, όπου έμαθε να μπουσουλάει, να τρώει, να βαδίζει, να μιλά, ο Άμνετ παίρνει τη στερνή του ανάσα.
Ρουφά τον αέρα, τον αφήνει.
Κι έπειτα σιωπή, ακινησία. Άλλο τίποτα.
Πέθανε ο Άμνετ, έντεκα χρονών.
Ο άντρας της Άγκνεςβθα στενοχωρηθεί πολύ με τον θάνατο του Άμνετ. Η όψη του, φέρνει φρίκη στην Άγκνες. Τεφρός, πρησμένος, με αφρόντιστη γενειάδα, ατημέλητος, αδιάθετος, κουρασμένος και τρώει πολύ λίγο. Θα φύγει πάλι γρήγορα. Ούτε τρεις μέρες δεν κάθισε μετά τον θάνατο του Άμνετ.
Ο πατέρας λείπει καιρό στο Λονδίνο. Ο Άμνετ νεκρός, τέσσερα χρόνια τώρα.
Ώσπου μια μέρα η Τζόαν έρχεται στο σπίτι και λέει στην Άγκνες, ότι ο άντρας της δεν έγραψε τώρα κωμωδία αλλά μία τραγωδία. Και χαιρέκακα, γυμνώνοντας τα δόντια με ένα χαμόγελο, της λέει, ότι σίγουρα της έγραψε τον τίτλο του έργου. Η Άγκνες έχει άγνοια, ο άντρας της έχει μήνες να της γράψει. Δεν καταλαβαίνει τι θέλει να πει η Τζόαν, τι σημαίνει αυτό που της λέει, τι συνέβη; Η ξαδέλφη μου, λέει η Τζόαν, γύρισε από το Λονδίνο και μου έφερε το πρόγραμμα της παράστασης, όπου στη μέση της σελίδας έχει το όνομα του έργου, το όνομα του γιού της. Άμλετ. Κάτι παράδοξο, αλλόκοτο λάθος, πρέπει να έγινε, σκέφτεται η Άγκνες. Πέθανε. Το όνομα ανήκει στον γιο της, και πέθανε. Ο άντρας της το ξέρει, η Τζόαν το ξέρει. Δεν καταλαβαίνει…
«Άμνετ» και «Άμλετ» είναι στην πραγματικότητα μορφές του ίδιου ονόματος, απολύτως εναλλάξιμες στα ληξιαρχικά έγγραφα του Στράτφορντ στα τέλη του 16ου αιώνα…
Δεν μπορούμε να διανοηθούμε τη ζωή μας χωρίς κάποιους ανθρώπους, ούτε πώς θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε χωρίς αυτούς. Ειδικά σε ό,τι αφορά την αγάπη των γονιών προς τα παιδιά τους. Είναι ο απόλυτος, ο πιο σπλαχνικός φόβος κάθε γονιού, ότι μπορεί να χρειαστεί να θάψει το παιδί του. Η απώλεια είναι η άλλη όψη της αγάπης…
Ένα μυθιστόρημα που διεγείρει τις αισθήσεις. Πρόκειται για Αριστούργημα.
Η ΜΑΓΚΙ Ο’ ΦΑΡΕΛ γεννήθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία, το 1972, και μεγάλωσε στην Ουαλία και τη Σκοτία. Επιτυχημένη συγγραφέας, έχει εκδώσει το αυτοβιογραφικό αφήγημα I am, I am, I am: Seventeen Brushes with Death, που βρέθηκε στην κορυφή της λίστας των μπεστσέλερ των Sunday Times, και οκτώ μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων: Όταν έφυγες… (Βραβείο Betty Trask), Το άλλο μισό της καρδιάς μου (Βραβείο Somerset Maugham), Όταν μου κράτησες πρώτη φορά το χέρι (Βραβείο Costa). Για το μυθιστόρημά της ΑΜΝΕΤ τιμήθηκε με το Women’s Prize for Fiction. Ζει στο Εδιμβούργο.
Τραχανάς Κώστας