Εκδόσεις Ψυχογιός, 2016
Σελ. 460
Το βιβλίο αυτό είναι μια αληθινή ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι η μυθιστορηματική βιογραφία του Σαμιώτη καπετάνιου Μιλτιάδη Χούμα, ο οποίος στρατολογήθηκε στη συμμαχική οργάνωση ΜΙ9, που είχε ιδρύσει ο Άγγλος φιλέλληνας Μάικλ Πάρις.
Ο Μιλτιάδης Χούμας διέθεσε τον εαυτό του και το καΐκι του, την «Ευαγγελίστρια», για τη διάσωση και διαφυγή των συμμάχων και των Ελλήνων αγωνιστών προς τη Μέση Ανατολή.
Στο βιβλίο θα συναντήσουμε και την αγαπημένη του Ελένη, τη γυναίκα του, που μοιράστηκαν τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Επίσης περιγράφεται η περιπέτεια του Τζον Κέιτς του μοναδικού ανθρώπου, που κατάφερε να επιζήσει από το φοβερό ναυάγιο του υποβρυχίου Περσεύς.
Ο Μιλτιάδης Χούμας δεν είχε μιλήσει ούτε στα παιδιά του για αυτή τη δράση, που παρασημοφορήθηκε από τους Άγγλους, δεν γύρεψε καμία ανταμοιβή και ότι έκανε, το έκανε σαν χρέος προς την υπόδουλη πατρίδα του.
Οι ήρωες του βιβλίου είναι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, αλλά έκαναν πολύ ηρωικές πράξεις και έγραψαν ιστορία, στους δύσκολους εκείνους καιρούς. Οι ήρωες αυτοί στροβιλίζονται σε ένα έπος που εκτυλίσσεται στην πανάρχαια θάλασσα του Ομήρου. Όλοι οι ήρωες στις «Άγριες θάλασσες» ήταν φτιαγμένοι από ακριβό μέταλλο…
Πόσες αναμνήσεις. Χιλιάδες αναμνήσεις! Ο Μιλτιάδης Χούμας αναρωτήθηκε τι ωφελούσε να μιλήσει για όλα αυτά που είχαν περάσει στα χρόνια του πολέμου στους νέους και στα παιδιά του. Κανείς ποτέ δε θα αντιλαμβανόταν την πραγματική αλήθεια. Ακόμα κι αν παρέθετε τα γεγονότα, ποιος θα ένιωθε τα συναισθήματα του; Πώς να μετρήσει τις ατέλειωτες ώρες αγωνίας, τον φόβο τον κρυμμένο βαθιά μέσα του και τη φαινομενική αφοβιά του; Πώς να μιλήσει για την ιδιαίτερη εκείνη στιγμή που μεταλλάσσεται ο φόβος σε σκοπό της ζωής; Τι να πει για την ανάγκη μερικών ανθρώπων να μην σκύψουν το κεφάλι; Για όλους είχε υπάρξει ένας ατρόμητος καπετάνιος. Εκείνος, όμως ήξερε καλά μέσα του πόσο βαθιά έκρυβε τα συναισθήματά του. Με πόση δύναμη άγγιζε το χέρι της λαγουδέρας για να πάρει κουράγιο τα βράδια, πόσο φοβόταν πως κάθε αποστολή θα ήταν η τελευταία; Ποιος θα καταλάβαινε ποτέ το διαπεραστικό κρύο και την υγρή ανατριχίλα της νύχτας, αν δεν τα ένιωθε στο πετσί του; Μόνο αυτός ήξερε τον ήχο του ξύλινου καϊκιού όταν χτυπιόταν αλύπητα μέσα στο νερό, τη μυρωδιά που αφήνει πάνω στη σάρκα των ανθρώπων το αίμα όταν ξεραίνεται, την αγωνία και τον τρόμο τις ατέλειωτες ώρες περιπολίας ανάμεσα στα θωρηκτά των Γερμανών, τους ταραγμένους παλμούς της καρδιάς στους ανταριασμένους θαλασσινούς δρόμους, και πως χρειάζεται να χαράξεις στο στήθος σου όλους τους θαλασσινούς βοριάδες, να μάθεις να ζεις με τη γεύση της τρικυμίας στα χείλη και να μη σε νοιάζει αν ο ρόχθος που ακούς είναι της θάλασσας, ή του θανάτου….
Πρόκειται για Αριστούργημα. Διαβάστε το.
Η Τέσυ Μπάιλα κατάγεται από τη Σαντορίνη, αλλά γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού και Μετάφραση Λογοτεχνίας. Ασχολείται με τη φωτογραφία, και ατομικές εκθέσεις της έχουν φιλοξενηθεί στο Πανεπιστήμιο Gakugei της Ιαπωνίας, αλλά και στην Αθήνα. Είναι συντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα». Άλλα έργα της είναι: «Το μυστικό ήταν η ζάχαρη» και «Ουίσκι μπλε».
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Στις άγριες θάλασσες της κατεχόμενης Ελλάδας υπάρχει ένα μυστικό ελευθερίας που το γνωρίζουν μόνο οι γενναίοι. Η «Ευαγγελίστρια», το καΐκι της διαφυγής, δε μεταφέρει ανθρώπους∙ μεταφέρει την ελπίδα της εθνικής ξαστεριάς στην πιο σκοτεινή στιγμή της σύγχρονης Ιστορίας. Κατακτητές και πατριώτες, διώκτες και κυνηγημένοι, όλοι τους στρατευμένοι σ’ έναν πόλεμο που θα κρίνει το μέλλον του κόσμου. Από τον ασυμβίβαστο καπετάν Μιλτιάδη Χούμα μέχρι την καρτερική Ελένη του, μικροί και μεγάλοι ήρωες στροβιλίζονται σ’ ένα έπος που εκτυλίσσεται στην πανάρχαια θάλασσα του Ομήρου. Τι απέμεινε από αυτή τη φοβερή αντάρα; Μνήμες και βοές μέσα στον χρόνο αλλά και η ζωή αυτών των ανθρώπων, πλούσια σε ιδανικά, σε όνειρα, σε έρωτες και πάθη. Ζωή μοιρασμένη σε επεισόδια που θα αδυνατούσε να συλλάβει και η πιο τολμηρή φαντασία.
Μια μυθιστορηματική μαρτυρία για τότε που οι ψυχές ήταν φτιαγμένες από ακριβό μέταλλο∙ τότε που την Ιστορία την έγραφαν οι απλοί άνθρωποι.